Μια βασική πλευρά των αντιπαραθέσεων γύρω από το ζήτημα του γάμου και της τεκνοθεσίας των ομόφυλων ζευγαριών είναι η επίκληση του φυσικού χαρακτήρα που υποτίθεται ότι έχουν οι έμφυλοι ρόλοι μέσα στην οικογένεια. Σύμφωνα με αυτή τη θέση οι ρόλοι της μητέρας και του πατέρα προσδιορίζονται από τη βιολογία και κατά συνέπεια δεν πρέπει να δεχτούμε ότι μπορεί να υπάρξει οικογένεια γονέων του ίδιου φύλου. Είναι μια άποψη που υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να αναιρεθεί η βιολογική υπόσταση του ανθρωπίνου είδους.
Δεδομένου ότι αυτή η τοποθέτηση ακούγεται και από ανθρώπους αλλά και πολιτικούς σχηματισμούς που αναφέρονται στην κοινωνική αλλαγή ή ακόμα και ανατροπή, δυσκολεύομαι να κατανοήσω τον προοδευτικό της χαρακτήρα. Γιατί είναι σαν να υποστηρίζουν ότι κοινωνικά διαμορφωμένοι έμφυλοι ρόλοι, που αναλογούν σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους, πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ο… νόμος της βαρύτητας, εναντίον του οποίου θα ήταν μάλλον άτοπο να εξεγερθεί κανείς. Ιδίως όταν δεν μιλάμε για κάτι που θα έρθει, αλλά για κάτι που ήδη υπάρχει και που απλώς θέλουμε το θεσμικό πλαίσιο να σταματήσει να κάνει σαν να μην υπάρχει.
Η ιστορία των ιδεών δείχνει ότι συχνά η επίκληση του «φυσικού» έγινε για να προφυλάξει κοινωνικές ιεραρχίες από το ενδεχόμενο αμφισβήτησης. Από τις επιστημονικοφανείς εξηγήσεις του γιατί δεν πρέπει οι γυναίκες να σπουδάζουν στα πανεπιστήμια μέχρι τη νομιμοποίηση του ρατσισμού και τις παραλλαγές ευγονικής τα παραδείγματα είναι αρκετά. Η παραδοχή ότι οι έμφυλοι ρόλοι, η «πατρότητα» και η «μητρότητα», όπως και η «αρρενωπότητα» ή η «θηλυκότητα», είναι αποτελέσματα ιστορικών διαδικασιών κοινωνικής παραγωγής χωρίς απαραίτητη «φυσική» ή «βιολογική» βάση, μας επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι μπορούν να αλλάζουν και να εξελίσσονται, όπως και ότι μπορούμε να συμβάλουμε στο να αλλάξουν και οι κοινωνικές μορφές και τα θεσμικά πλαίσια. Δηλαδή, να στοχαστούμε και να δράσουμε συλλογικά για μια κοινωνία (και μια οικογένεια) με περισσότερη ισότητα, αυτονομία και αλληλεγγύη.