Ξεκινώ αυτή την εβδομάδα με το πρώτο κομμάτι (από τέσσερα) γύρω από τον διαχωρισμό Εκκλησίας-κράτους, ένα ζήτημα που οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν αγγίζουν υπό τον φόβο της προσβολής του θρησκευτικού αισθήματος και της κοινωνικής αναταραχής. Ωστόσο, πιστεύω ότι την αναταραχή προκαλεί η ίδια η Εκκλησία, η οποία, με διάφορες αφορμές, εμβάλλει ηθικό πανικό, διχάζει τους Έλληνες και, προειδοποιώντας για τη θεϊκή τιμωρία στα Σόδομα, φέρνει αντιμέτωπο το ποίμνιό της με όσους δεν ανήκουν σ’ αυτό. Αντίθετα από ό,τι φρονούν οι ιεράρχες, ο διαχωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος θα ευνοήσει τόσο την κοινωνία των πολιτών όσο και την ίδια την Εκκλησία η οποία θα διατηρήσει την ανεξαρτησία της χωρίς να αντιμετωπίζει τις αντιστάσεις εκείνης της υπολογίσιμης κοινωνικής μειοψηφίας η οποία δεν αποδέχεται την επιρροή της. Θα ευνοηθεί επίσης η κοινωνική συνοχή και η λειτουργία της δημοκρατίας, με τον τερματισμό του ανάρμοστου υπαλληλικού καθεστώτος των ιερωμένων και των εκκλησιαστικών προνομίων.
Η φιλοσοφία και η νομολογία του διαχωρισμού Εκκλησίας-κράτους προβλέπει την αποδέσμευση των θρησκευτικών οργανώσεων από το κράτος και του κράτους από τις θεολογικές αρχές και τους εκκλησιαστικούς μηχανισμούς. Ο βαθμός αυτού του διαχωρισμού καθορίζεται από τις νομικές δομές της κάθε χώρας: το γαλλικό κράτος είναι «άθρησκο», ενώ άλλες κοσμικές κοινωνίες όπως η Δανία και η Βρετανία αναγνωρίζουν συνταγματικά μια επίσημη θρησκεία, χωρίς ωστόσο η Εκκλησία να αναμειγνύεται στο έργο των κυβερνήσεων και των ανεξάρτητων αρχών. Σε όλες τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, ο διαχωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος προϋποθέτει την ανεξιθρησκία –τον θρησκευτικό πλουραλισμό– και την ανάθεση ορισμένων από τα προνεωτερικά καθήκοντα της Εκκλησίας στο κράτος προνοίας: η ελεημοσύνη, η φροντίδα των ασθενών και των ηλικιωμένων, η «φιλανθρωπία» γενικά, ενσωματώθηκε στις λειτουργίες του κοσμικού κράτους.
Η διαπλοκή της θρησκείας και της Εκκλησίας με το κράτος χρονολογείται τουλάχιστον από τη δίωξη και την καταδίκη σε θάνατο του Σωκράτη για ασέβεια. Αλλά, ας μην πάμε τόσο μακριά. Στον Μεσαίωνα οι μονάρχες ηγεμόνευαν με την ιδέα του θεϊκού δικαιώματος· συχνά, κυβερνούσαν και την Εκκλησία εντός των συνόρων της επικράτειάς τους: στην πιο προωθημένη του μορφή του καισαροπαπισμού, ο ηγεμόνας ήταν ταυτοχρόνως επικεφαλής της Εκκλησίας. Ο καισαροπαπισμός, ο οποίος αναπτύχθηκε στον ύστερο Μεσαίωνα, συνδύαζε την πολιτειακή κοσμική διακυβέρνηση με τη δήθεν «πνευματική» εξουσία της χριστιανικής Εκκλησίας: στην πραγματικότητα, ήταν το αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού κατά τον οποίον η Παπική Εκκλησία εμπόδιζε την αυτοτέλεια της κοσμικής πολιτείας. (Αν τα συνθετικά της λέξης αντιστραφούν σημαίνουν θεοκρατία: το κράτος – π.χ. Ιράν – ελέγχουν πλήρως οι εκκλησιαστικοί θεσμοί.)
Στο πέρασμα του χρόνου η διελκυστίνδα μεταξύ πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας εντάθηκε παντού στην Ευρώπη. Αλλά, αν και η διαδεδομένη αυταπάτη ότι ο Πάπας ήταν ο αλάθητος εκπρόσωπος του Ιησού επί της Γης καθιστούσε την εξουσία του λογική και φυσική, πολλές πολιτικές εξουσίες την αμφισβήτησαν. Το αποτέλεσμα ήταν το Βατικανό να καταδικάσει τόσο τα Συντάγματα του Clarendon που ψηφίστηκαν το 1164 επί Ερρίκου Β’ και εξασφάλιζαν την υπεροχή της βασιλικής αυλής έναντι των κληρικών, όσο και τη Magna Carta που διεκδικούσε την υπεροχή του Κοινοβουλίου επί του αγγλικού στέμματος. Όπως είναι γνωστό, σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ο Πάπας πάσχιζε να ασκήσει το δικαίωμα της καθαίρεσης των βασιλιάδων της Δυτικής Ευρώπης: μερικές φορές το κατάφερνε, άλλες φορές δεν το κατάφερνε. Πάντως, προτού να θεσπιστεί η ανεξιθρησκία, δεν ετίθετο ζήτημα δίκαιου και αδίκου στη σύγκρουση πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας: απλώς, οι διαμάχες –όπως εκείνη μεταξύ Γουέλφων και Γιβελλίνων στην Ιταλία– επιτάχυναν κάποιους συμβιβασμούς (π.χ. το Κονκορδάτο της Worms το 1122) οι οποίοι μάς έφεραν σιγά-σιγά στη νεωτερικότητα.
Η νεωτερική ιδέα του διαχωρισμού της Εκκλησίας από το κράτος διατυπώθηκε κατά την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση: ο Λούθηρος μιλούσε για δύο επικράτειες, μια ιδέα που επεξεργάστηκαν ο Τόμας Τζέφφερσον και ο Τζέιμς Μάντισον με σκοπό να την εφαρμόσουν στις ΗΠΑ. Η παραδοχή των δύο επικρατειών οδήγησε σε κάμποσες ακρότητες: υπήρξαν θεολογικά κινήματα που προωθούσαν το δόγμα ότι οι πιστοί όφειλαν να απέχουν από την πολιτική ζωή, από τα εγκόσμια· υπήρξαν και ηγεμόνες, όπως ο περιβόητος Ερρίκος Η’ που ήρθε σε ρήξη με τον Πάπα για προσωπικούς λόγους (ο Κλήμης Ζ’ αρνήθηκε να ακυρώσει τον γάμο του με την Αικατερίνη της Αραγονίας) και ο Κρόμγουελ ο οποίος, μετά τους εμφυλίους του 17ου αιώνα, εγκατέστησε στην Αγγλία χριστιανική θεοκρατία. Αυτή η θεοκρατία έδωσε το λάκτισμα της μετανάστευσης στην Αμερική και του αιτήματος των νέων «Αμερικανών» για ανεξιθρησκία.
Η έννοια του διαχωρισμού Εκκλησίας-κράτους αποδίδεται συχνά στον Τζον Λοκ (1632-1704), παρότι είχε προηγηθεί ο Ρότζερ Ουίλλιαμς ο οποίος το 1636 έκανε λόγο για την «ελευθερία της συνείδησης». Σύμφωνα με την αρχή του κοινωνικού συμβολαίου, ο Λοκ υποστήριξε ότι οι άνθρωποι δεν μπορούσαν και δεν έπρεπε να παραχωρούν τον έλεγχο της συνείδησής τους σε καμιά εξωτερική οντότητα· η ελευθερία της συνείδησης ήταν φυσικό δικαίωμα που έπρεπε προστατεύεται από την ισχύ οποιασδήποτε κυβερνητικής αρχής. Αυτές οι απόψεις για τη θρησκευτική ανοχή και για τη σπουδαιότητα της ατομικής συνείδησης στο πλαίσιο του κοινωνικού συμβολαίου, άσκησαν επιρροή στις αμερικανικές αποικίες και στη σύνταξη του Συντάγματος των ΗΠΑ. Απλουστεύοντας και συνοψίζοντας, σημειώνω ότι ο Λοκ υπερασπίστηκε την ανοχή τόσο μεταξύ των θρησκειών και μεταξύ των διαφορετικών χριστιανικών αιρέσεων, τονίζοντας ότι η εκκλησιαστική εξουσία έπρεπε να είναι διακριτή από την εξουσία του κράτους ή «του δικαστή» (δηλαδή από τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία). Ο Τζον Λοκ ήταν σαφής: η εμβέλεια του κλήρου πρέπει να περιορίζεται στα όρια της Εκκλησίας και δεν μπορεί να επεκταθεί με κανέναν τρόπο στις αστικές υποθέσεις. Παρόμοιες ιδέες διατύπωσε στη Γαλλία ο Πιέρ Μπαιλ, στον οποίον θα αναφερθώ σε δύο εβδομάδες.