Yπάρχουν δύο λέξεις που ακούγονται όλο και συχνότερα στην αντιπαράθεση γύρω από τις καταλήψεις των δημοσίων πανεπιστημίων. Η μία είναι το αυτοδιοίκητο. Πολλοί καθηγητές κατηγορούν το υπουργείο Παιδείας ότι η απόφαση για το αν θα γίνουν ψηφιακές εξετάσεις πρέπει να ληφθεί από το κάθε Ιδρυμα χωριστά και όχι από την κυβέρνηση. Ομως ο νόμος 4957 του 2022 είναι σαφής. Στο άρθρο 67 αναφέρει ότι «η εκπαιδευτική διαδικασία δύναται να διεξάγεται με τη χρήση μεθόδων σύγχρονης εξ αποστάσεως εκπαίδευσης» σε πέντε περιπτώσεις, η τελευταία των οποίων είναι «η ανωτέρα βία ή έκτακτες συνθήκες όπου δεν καθίσταται δυνατή η διά ζώσης διεξαγωγή της εκπαιδευτικής δικαδικασίας ή η χρήση των υποδομών του ΑΕΙ για τη διεξαγωγή των εκπαιδευτικών, ερευνητικών και λοιπών δραστηριοτήτων του».
Η άλλη λέξη είναι το αδιάβλητο. Συνελεύσεις διαφόρων τμημάτων αποφασίζουν να μη διεξαχθούν εξ αποστάσεως εξετάσεις όχι για τον προηγούμενο λόγο, επειδή παραβιάζεται δηλαδή το συνταγματικό δικαίωμα της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αλλά επειδή αυτός ο τρόπος εξέτασης είναι διαβλητός, ιδίως την εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης. Οι αποφάσεις αυτές δεν συνοδεύονται από εκκλήσεις για τη διακοπή των καταλήψεων, ώστε να μη χαθεί το εξάμηνο, αλλά από προτάσεις για την κατ’ εξαίρεση διεξαγωγή εξετάσεων μόνο για τις διπλωματικές εργασίες και τις διδακτορικές διατριβές.
Αν προστεθεί και η παραδοσιακή διαμάχη για το άσυλο (με τον προσωρινό πρύτανη του ΑΠΘ να διαψεύδει τις αστυνομικές αρχές που είχαν αφήσει να εννοηθεί ότι εκείνος ζήτησε την επέμβαση της ΕΛ.ΑΣ. την περασμένη Πέμπτη στο Πανεπιστήμιο), αντιλαμβάνεται κανείς ότι δεν γίνεται καμιά σοβαρή συζήτηση για την ουσία του θέματος που έχει προκαλέσει όλες αυτές τις αντιδράσεις, δηλαδή την ίδρυση μη κρατικών και μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων. Αυτό που απασχολεί τη δημόσια σφαίρα είναι το αν οι καταλήψεις είναι καλές ή κακές, νόμιμες ή παράνομες, προϊόντα αντιπροσωπευτικών διαδικασιών ή αποτελέσματα της δράσης μειοψηφιών, και όχι το πώς μπορεί να δημιουργηθούν οι συνθήκες για το άνοιγμα παραρτημάτων ξένων ιδιωτικών πανεπιστημίων που θα ενισχύσουν όχι μόνο την οικονομία, αλλά, το κυριότερο, τη δημόσια ανώτατη παιδεία.
Διαβάζουμε απίθανα πράγματα, όπως ότι η κυβέρνηση πριμοδοτεί τις καταλήψεις προωθώντας τις διαδικτυακές εξετάσεις ή ότι όλος αυτός ο καβγάς γίνεται για να υπάρξει κούραση και να περάσει πιο εύκολα το νομοσχέδιο, και δεν διαβάζουμε ποια πανεπιστήμια έχουν δείξει πραγματικό ενδιαφέρον να έρθουν στην Ελλάδα. Βλέπουμε καθηγητές να ανησυχούν για το ότι στις τηλεξετάσεις μπορεί να απαντούν τρίτα άτομα για λογαριασμό των εξεταζομένων, όχι όμως και να προβληματίζονται για το πώς θα επηρεάσει το επίμαχο νομοσχέδιο το πολύ σοβαρό ζήτημα που λέγεται πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση.
Αυτό προϋποθέτει βέβαια και την κατάθεση του νομοσχεδίου. Γιατί προς το παρόν όλο το νταβαντούρι γίνεται επί φαντασμάτων.