Στις 12 Ιανουαρίου χάθηκε ο Τουίξ. Ο Τουίξ ήταν ένας 4χρονος κανελής γάτος που ο ιδιοκτήτης του είχε εμπιστευτεί σε κάποιον συγγενή για να τον μεταφέρει με το τρένο. Οταν το τρένο έκανε στάση στον σταθμό της πόλης Κίροφ όμως, ένας υπάλληλος που νόμισε ότι ο Τουίξ ήταν αδέσποτος τον πέταξε έξω. Από εκείνη τη μέρα ολόκληρη η Ρωσία παλλόταν στον ρυθμό τού «πού είναι ο Τουίξ».
Στην αρχή σε τοπικό επίπεδο και μετά σε εθνικό, από τους εθελοντές που ανέλαβαν πρώτοι την έρευνα μέχρι πρωτοκλασάτους κρατικούς αξιωματούχους, από τα διαδικτυακά chat groups μέχρι την εθνική τηλεόραση, όλοι μιλούσαν και έψαχναν τον Τουίξ. Και όταν έπειτα από μία εβδομάδα ο Τουίξ βρέθηκε νεκρός, οι αντιδράσεις ήταν επιπέδου εθνικού πένθους: μαζεύτηκαν αστραπιαία 380.000 υπογραφές που ζητούσαν την παραδειγματική τιμωρία του υπαλλήλου (ο οποίος παρέμεινε ανώνυμος και σιωπηλός) και ο κρατικός μηχανισμός ανταποκρίθηκε αμέσως υπερπρόθυμα. Συγκροτήθηκε νομοθετική κοινοβουλευτική επιτροπή, ένας εισαγγελέας δήλωσε ότι η υπόθεση ελέγχεται για πιθανή περίπτωση κακοποίησης ζώου, ένας καλλιτέχνης πρότεινε την έγερση αγάλματος του Τουίξ, η εφημερίδα «Ιζβέστια» βγήκε με πρωτοσέλιδο «Τι γνωρίζουμε για τον θάνατο του Τουίξ – Τελευταίες εξελίξεις», οι δημοσιογράφοι ανέκριναν τον επικεφαλής των ρωσικών κρατικών σιδηροδρόμων με τρόπο πρωτοφανή, διατάχθηκε η αναστολή του υπαλλήλου και ο πενθών ιδιοκτήτης του Τουίξ δεν σταματά να δίνει συνεντεύξεις.
Στη Ρωσία οι γάτες είναι σημαντικές. Σχεδόν τα μισά νοικοκυριά της χώρας έχουν από μία. Οτιδήποτε σχετικό μ’ αυτές έχει εγγυημένη επιτυχία. Στην τηλεόραση μια καινούργια δημοφιλής σειρά ονομάζεται «Καταστροφή» – και όχι, μην πάει ο νους σας αλλού, αφορά έναν γάτο που δεν φοβάται να μιλήσει και μιλάει. Αλλά κανένας άλλος, σχεδόν κανένας, δεν μιλάει για την έλλειψη βασικών αγαθών (αβγά, θέρμανση κ.ά.) και κυρίως γι’ αυτό που δεν λέγεται, τον πόλεμο. Στη Ρωσία, όπου από την εισβολή της στην Ουκρανία, σύμφωνα με στοιχεία του Δεκεμβρίου 2023, έχουν σκοτωθεί ή τραυματιστεί σοβαρά περίπου 315.000 άντρες, επικρατεί αυτό που οι «New York Times» αποκαλούν «κρατικά εγκεκριμένη δημόσια αγανάκτηση»: όταν δεν μπορείς να διαμαρτυρηθείς για τις σκεπασμένες σορούς που φτάνουν νύχτα και θάβονται βιαστικά, όταν δεν μπορείς να βγεις στους δρόμους και να ουρλιάξεις το πένθος σου, όταν δεν αποκαλείσαι μάνα ή χήρα πολέμου γιατί για τις «ειδικές στρατιωτικές επιχειρήσεις» τέτοιοι τίτλοι δεν υπάρχουν, αγανακτείς για ό,τι σου επιτρέπεται – και ενθαρρύνεται.
Η ρωσική κυβέρνηση έχει το μονοπώλιο του να ορίζει τι είναι ανάρμοστο ή ανήθικο και γενναιόδωρα προτρέπει τους πολίτες της να βάλουν εναντίον του. Αυτού μόνο. Ετσι αφενός προβάλλεται ο Βλαντίμιρ Πούτιν ως παγκόσμιος υποστηρικτής «παραδοσιακών αξιών», αφετέρου υπάρχει μια μορφή κάθαρσης, μια δίοδος από τη φρίκη, μια βαλβίδα διαφυγής για να μην εκραγεί η χύτρα λαϊκής δυσαρέσκειας. Κάτι που χρωματίζει τις ζωές εκατομμυρίων με τη φωσφοριζέ απόχρωση μιας ψευδαίσθησης ότι ο λόγος τους έχει ακόμα σημασία, ότι διατηρούν ακόμα μια φωνή απέναντι στην αδικία, ότι μπορούν ακόμα να προστατεύσουν τα απροστάτευτα. Οτι, ναι, τα αμέτρητα κι ανώνυμα πτώματα των δικών τους ξεφορτώνονται σαν εμπόρευμα που χάλασε στη μεταφορά και επιστρέφεται στον αποστολέα, αλλά να που κάτι, κάπου, κάποιος τους ακούει.
Οι Ρώσοι είναι ένας λαός – ωκεανός με βάθη σκοτεινά κι ανεξήγητα. Η λογοτεχνία είναι ίσως η μόνη που (όπως πάντα) μπορεί κάτι να κατανοήσει: στον «Ομπλόμοφ» διαβάζουμε για τη δύναμη της αδράνειας· στον «Ηλίθιο» για την αγριότητα της αθωότητας· και στις «Σημειώσεις από το υπόγειο» ότι «…υπάρχει μία περίπτωση, μία μόνο, που ένας άνθρωπος μπορεί σκόπιμα, συνειδητά, να επιθυμεί αυτό που τον βλάπτει, αυτό που είναι πολύ ανόητο – απλώς για να έχει το δικαίωμα να επιθυμεί για τον εαυτό του ακόμα κι αυτό που είναι πολύ ανόητο». Πρόσφατη εθνική δημοσκόπηση έδειξε ότι δύο στους τρεις Ρώσους ξέρουν ποιος ήταν ο Τουίξ: για μια χώρα που όλο και περισσότερο αποσυνδέεται από οτιδήποτε αρνητικό, το ποσοστό είναι συγκλονιστικό. Αλλά τίποτα δεν αποζητά πιο απεγνωσμένα μια διέξοδο όσο η οργή. Δώσε μου έναν επιτρεπτό στόχο για ν’ αγκαλιάσει και να ρουφήξει το πένθος μου, κι αν κάποιες πιτσιλιές ξεφύγουν, εύκολα τις απομακρύνεις.