Με δήλωση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν ανακοινώθηκε ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα εφαρμόσει περιορισμούς στο δικαίωμα στη βίζα για πρόσωπα που εμπλέκονται στην κατάχρηση εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η ανακοίνωση «Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να ανησυχούν για την αυξανόμενη κατάχρηση του εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού σε όλο τον κόσμο για τη διευκόλυνση της καταστολής, τον περιορισμό της ελεύθερης ροής πληροφοριών και τη δυνατότητα παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η κατάχρηση εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού απειλεί την ιδιωτική ζωή και τις ελευθερίες της έκφρασης, της ειρηνικής συνάθροισης και του συνεταιρίζεσθαι. Τέτοιου είδους στόχευση έχει συνδεθεί με αυθαίρετες συλλήψεις, εξαναγκαστικές εξαφανίσεις και εξωδικαστικές εκτελέσεις στις πιο κατάφωρες περιπτώσεις. Επιπλέον, η κατάχρηση αυτών των εργαλείων αποτελεί απειλή για την ασφάλεια και την αντικατασκοπεία του προσωπικού των ΗΠΑ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες στέκονται στο πλευρό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών και θα συνεχίσουν να προωθούν τη λογοδοσία των ατόμων που εμπλέκονται στην κατάχρηση εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού.»
Ουτώς ή άλλως οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κλιμακώσει την προσπάθειά τους να περιορίσουν τη χρήση τέτοιου λογισμικού μέσα από κινήσεις όπως η «Κοινή δήλωση σχετικά με τις προσπάθειες για την καταπολέμηση της διάδοσης και της κατάχρησης του εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού» και το η Διάταξη του Προέδρου (Executive Order) για την απαγόρευση της χρήσης τέτοιου εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού από την αμερικανική κυβέρνηση.
Και όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αναφέρονται σε κατάχρηση εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού αναφέρονται και στο λογισμικό Predator και εταιρείες όπως η Cytrox και η Intellexa. Άλλωστε, ήδη από τον περασμένο Ιούνιο το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ έχει επισήμως θέσει σε «μαύρη λίστα» αυτές τις εταιρείες, δηλαδή έχει προσθέσει στην Entity List που περιλαμβάνει όλες τις εταιρείες, τις οργανώσεις και τα άτομα που θεωρούνται ότι αποτελούν απειλή για την εθνική ασφάλεια η τα συμφέροντα εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.
«Μαύρη λίστα» εταιρειών και προσώπων
Τώρα σε μια ιδιότυπη «μαύρη λίστα», δηλαδή τον κατάλογο όσων θεωρούν δυνητικά απειλητικοί για την ασφάλεια των ΗΠΑ μπαίνουν και τα πρόσωπα που εμπλέκονται στη παραγωγή, διακίνηση και χρήση τέτοιο λογισμικού παρακολούθησης. Και αυτό γιατί με βάση την ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπαρτμεντ θα μπορούν στα εμπλεκόμενα πρόσωπα να επιβάλλονται περιορισμοί στη δυνατότητά τους να πάρουν βίζα για τις ΗΠΑ. Αυτό στηρίζεται σε μια πρόβλεψη του αμερικανικής νομοθεσίας που αναφέρει ότι «οι αλλοδαποί υπήκοοι μπορεί να μην γίνονται δεκτοί εάν η χορήγηση βίζας στον αλλοδαπό υπήκοο θα προκαλούσε δυνητικά σοβαρές δυσμενείς συνέπειες για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ».
Ειδικότερα οι περιορισμοί στη βίζα μπορούν να επιβληθούν, σύμφωνα με την ανακοίνωση του αμερικανικού υπουργείο Εξωτερικών σε: « (1) άτομα που πιστεύεται ότι εμπλέκονται στην κατάχρηση εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού, για τη στοχοποίηση, αυθαίρετη ή παράνομη παρακολούθηση, παρενόχληση, καταστολή ή εκφοβισμό ατόμων, συμπεριλαμβανομένων δημοσιογράφων, ακτιβιστών, άλλων ατόμων που θεωρούνται αντιφρονούντες για το έργο τους, μελών περιθωριοποιημένων κοινοτήτων ή ευάλωτων πληθυσμών, ή των μελών των οικογενειών αυτών των ατόμων που στοχοποιούνται, (2) τα άτομα που πιστεύεται ότι διευκολύνουν ή αποκομίζουν οικονομικό όφελος από την κακή χρήση του εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού που περιγράφεται στο σκέλος (1) ανωτέρω, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, της ανάπτυξης, της διεύθυνσης ή του επιχειρησιακού ελέγχου εταιρειών που παρέχουν τεχνολογίες όπως το εμπορικό κατασκοπευτικό λογισμικό σε κυβερνήσεις ή σε όσους ενεργούν για λογαριασμό κυβερνήσεων, οι οποίες συμμετέχουν σε δραστηριότητες που περιγράφονται στο σκέλος (1) ανωτέρω- και (3) τα άμεσα μέλη της οικογένειας των ατόμων που υπόκεινται στους περιορισμούς των σκέλος (1) και (2) ανωτέρω. Για τους σκοπούς της παρούσας πολιτικής, τα «άμεσα µέλη της οικογένειας» περιλαμβάνουν συζύγους και παιδιά οποιασδήποτε ηλικίας».
Η διατύπωση η ανακοίνωσης και η αναφορά σε «πρόσωπα που πιστεύεται ότι» είναι σαφές ότι δεν αναφέρεται σε τελεσίδικες αποφάσεις αλλά και στο να είναι κάποιοι ύποπτοι ή ελεγχόμενοι ή εμπλεκέμνοι τυχόν τέτοια κατάχρηση κατασκοπευτικού λογισμικού, αλλά ακόμα και τις/τους συζύγους ή τα παιδιά τους.
Αυτό σημαίνει ότι τα πρόσωπα για τα οποία ερευνάται ή έχει συζητηθεί η ενδεχόμενη εμπλοκή τους στην υπόθεση των παράνομων παρακολουθήσεων στην Ελλάδα, δηλαδή το σκάνδαλο των υποκλοπών μέσω Predator, θα μπορούσαν οι αμερικανικές αρχές να μην τους χορηγήσουν βίζα, για να αποφευχθούν δυνητικές σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Εύλογα θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι σε αυτή την κατηγορία θα μπορούσαν να ενταχθούν οι επιχειρηματίες Φέλιξ Μπίτζιος και Γιάννης Λαβράνος, που εμπλέκονται στην εμπορία του λογισμικού αυτού, τυχόν στελέχη της ΕΥΠ που εμπλέκονται στη χρήση του, οι υπηρεσιακοί παράγοντες που έδωσαν στην Intellexa άδεια εξαγωγής του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού, αλλά και ο τότε γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης για τον οποίο υπάρχει πλήθος δημοσιευμάτων, με παράθεση σημαντικών στοιχείων, που αναφέρουν ότι εμπλέκεται στην υπόθεση αυτή και μέσα από τη θεσμική διασύνδεση ανάμεσα στο Μέγαρο Μαξίμου και την ΕΥΠ αλλά και μέσα από τις «τριγωνικές» σχέσεις ανάμεσα σε αυτές τις εταιρείες, αυτούς τους επιχειρηματίες και το δημόσιο. Και βεβαίως το θέμα δεν είναι εάν θα μπορέσουν να ταξιδέψουν ή όχι, αλλά ότι για τις ΗΠΑ τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην κατάχρηση τέτοιου λογισμικού αντιμετωπίζονται ως πρόσωπα που μπορούν να προκαλέσουν «δυνητικά σοβαρές δυσμενείς συνέπειες για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ».
Η ελληνική «εξαίρεση»
Όλα αυτά δείχνουν ότι όχι μόνο στην Ευρώπη, όπου το θέμα της χρήσης παράνομου κατασκοπευτικού λογισμκού σε βάρος πολιτών, πολιτικών και δημοσιογράφων έχει συζητηθεί εκτενώς, ιδίως στο Ευρωκοινοβούλιο, καθώς θεωρείται βασική πλευρά της παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου σε χώρες όπως η Ελλάδα, αλλά και στις ΗΠΑ παίρνουν πολύ σοβαρά την υπόθεση των υποκλοπών και προσπαθούν να πάρουν και μέτρα για να περιορίσουν την χρήση τέτοιο εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού.
Αντιθέτως, εξαίρεση αποτελεί σε αυτόν τον κανόνα αποτελεί η χώρα μας, όπου ουσιαστικά δεν γίνεται τίποτα.
Πέραν μίας σε εξέλιξη δικαστικής διερεύνησης της υπόθεσης, η διαδικασία της εξεταστικής επιτροπής αντιμετωπίστηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία με τρόπο που μάλλον συνέβαλε στη συγκάλυψη παρά στην αποκάλυψη της υπόθεσης, καθως αποφάνθηκε περίπου ότι «τίποτα δεν έγινε», η κυβέρνηση αντιμετωπίζει το θέμα ως πρακτικά «λήξαν» και δεν παίρνει επί της ουσίας μέτρα για το πώς θα υπάρξει προστασία πραγματική του απορρήτου των επικοινωνιών, την ώρα που ο κ. Δημητριάδης αντί να δώσει εξηγήσεις για το εάν έχει ή όχι εμπλοκή σε αυτή την υπόθεση, το μόνο που κάνει είναι να μοιράζει αγωγές SLAPP σε βάρος όσων δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης εγείρουν τα εύλογα ερωτήματα για τη δική του εμπλοκή.