Για κάποιον λόγο στην κυβέρνηση θεωρούν ότι έχουν τελειώσει την όποια δουλειά είχαν να κάνουν με τις επιχειρήσεις (γραφειοκρατία, φορολογικά και άλλα) και πλέον είναι αποκλειστικά δικό τους θέμα – των επιχειρήσεων – η αύξηση των αποδοχών των εργαζομένων. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός όπου σταθεί και όπου βρεθεί στέλνει «μηνύματα» προς τους εργοδότες για την υποχρέωσή τους να αμείβουν καλύτερα τους εργαζομένους. Τους πετάει κανονικά το μπαλάκι. Προχτές στο Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο μίλησε για δίκαιη κατανομή πλούτου μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, ως αντίδοτο μάλιστα στον πληθωρισμό.
Την ίδια στιγμή, οι επιχειρήσεις επιστρέφουν το «μπαλάκι». Δεν νιώθουν ότι είναι δίκαιη η κατανομή με έναν τρίτο παράγοντα, το κράτος, που «μοιράζεται» τον πλούτο που αυτές παράγουν με τρόπο άνισο, ενώ επιπλέον τους βάζει συνεχώς εμπόδια. Μιλώντας με λίγες ώρες διαφορά από τον Πρωθυπουργό επίσης την Τρίτη σε μια άλλη εκδήλωση του υπουργείου Εργασίας, ο αντιπρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος επεσήμανε το παράδοξο. Οι εργαζόμενοι θέλουν να δουλέψουν παραπάνω, προφανώς για να ενισχύσουν τις απολαβές τους, οι επιχειρήσεις θέλουν να δώσουν καλύτερες αμοιβές, αλλά οι ρυθμιστικές αγκυλώσεις αποτρέπουν και τις δύο πλευρές να το κάνουν.
Ο επιχειρηματικός κόσμος προβληματίζεται από τη νέου τύπου γραφειοκρατία που έχει δημιουργηθεί, με την ψηφιακή κάρτα εργασίας, που κάνει πολύπλοκη και εξαιρετικά δύσκολη όχι απλά την υπερωριακή εργασία, αλλά και την απλή εργασία. Ατελείωτες δηλώσεις, με αυστηρά χρονοδιαγράμματα, γεμάτα παγίδες, που απευθύνονται σε μια τέλεια αγορά και σε τέλειους ανθρώπους. Κυρίως λείπει ο ρεαλισμός και η ευελιξία. Φανταστείτε τις αντικειμενικές δυσκολίες στις βιομηχανίες με κυλιόμενες 24ωρες βάρδιες, που δημιουργεί μια απλή καθυστέρηση ενός εργαζομένου στην προσέλευση στην εργασία του. Αυτόματα «χτυπάει» στο σύστημα. Και μιλάμε για τη βιομηχανία η οποία τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργήσει πάνω από 117.000 νέες θέσεις εργασίας, μια άνοδος που, όπως είπε ο πρόεδρoς του ΣΕΒ, ο κύριος Παπαλεξόπουλος, είναι η μεγαλύτερη στην ΕΕ, ενώ την ίδια στιγμή προσφέρει αμοιβές κατά 32% υψηλότερες από την υπόλοιπη οικονομία.
Αυτά σε ό,τι αφορά τις αμοιβές, γιατί οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν ένα σημαντικό κόστος από τη γραφειοκρατία. Κόστος που δεν υπολογίζεται (στη Γερμανία έχουν φτιάξει ειδικό δείκτη από το 2012), αλλά συνεχίζει να «ροκανίζει», πέρα από πόρους, τη διάθεση για τη συνέχιση όλων των υφιστάμενων και την ανάπτυξη οποιασδήποτε νέας επιχειρηματικής προσπάθειας.
Αν κοιτάξουμε συνολικά το μη μισθολογικό κόστος εργασίας, το μεγαλύτερο πρόβλημα της προηγούμενης δεκαετίας, βλέπουμε μεν βελτίωση, ωστόσο δεν έχουμε ξεμπερδέψει. Μπορεί να έχουν γίνει μειώσεις στις ασφαλιστικές εισφορές, αλλά η φορολόγηση των μισθωτών, με εξαίρεση μικρές αλλαγές, έχει μείνει επί της ουσίας η ίδια. Μια απλή αύξηση των αποδοχών βάζει περισσότερα χρήματα στα δημόσια ταμεία, λιγότερα στην τσέπη του εργαζομένου. Και το τι καταλήγει στην τσέπη του εργαζομένου σε σχέση με αυτά που βγάζει κάθε μήνα από το ταμείο της η επιχείρηση, μετράει – και πολύ μάλιστα – στον ιδιωτικό τομέα. Και αυτό είναι κάτι που η κυβέρνηση δεν πρέπει να το υποτιμάει.