Επεσα τυχαία πάνω του τον καιρό της πανδημίας. Ενα μέρος της άλλοτε τρας τηλεόρασης είχε μεταφερθεί στο εσωτερικό ενός τυπικού διαμερίσματος στα δυτικά του Πειραιά αλλά αυτή τη φορά στο YouTube. Και μια παρέα νέων ή και όχι πάντα νέων, σε διάδραση με το κοινό –on line πάντα– περνούσε κάποιες ώρες μαλώνοντας, κάνοντας πλάκα, βρίζοντας ή και φλερτάροντας.
Ως εδώ όλα καλά θα πει κάποιος. Πολύ πριν το αυτοσκηνοθετούμενο reality των παιδιών αυτών, η κλασική μας τηλεόραση το είχε κάνει με Τσάκες και Πρόδρομους και η χώρα έφτασε κάποτε να κάνει αλλαγή χρονιάς μαζί τους. Οχι, εδώ τα πράγματα δεν ήταν έτσι. H τοποθετημένη κάμερα στο διαμέρισμα που περιγράφουμε δεν είχε ούτε σκηνοθεσίες, ούτε στυλίστες. Η μπρουτάλ ροή ήταν εδώ το κλειδί και αυτό που συγκέντρωνε χιλιάδες αδιάκριτα μάτια. Ισως γιατί ένα μέρος του πιο νεανικού κοινού έβλεπε πρόσωπα που έμοιαζαν πολύ κοντινά της. Και μερικά μούτρα που μίλαγαν χωρίς φίλτρο και χωρίς ντροπή για οτιδήποτε. Και η ευκολία να βλέπει το τι γινόταν εκεί, οφείλεται πια στον πολιτισμό του smartphone που έφερνε λάιβ το λαϊκό διαμέρισμα παντού.
Κάπου εδώ όμως άρχιζε και το πρόβλημα. Οι πρωταγωνιστές του μπρουτάλ ριάλιτι, δεν έβριζαν απλώς. Συχνά εδώ εξελισσόταν ένα περίπου θεσμοποιημένο μπούλινγκ ή και κακοποίηση κι ενώ το κοινό δεν δίσταζε να τζογάρει με λεφτά στην κάθε φορά έκβαση. Ενα fight club των φτωχών αλλά με πολλές μα πολλές προβληματικές πίστες που υπέρβαιναν κάθε όριο και με μπόλικη προφανώς ματσίλα. Εδώ μια πιο προσεκτική ματιά διέκρινε επίσης μια άτυπη ιεραρχία, μια παράξενη υπακοή, ένα θεσμοποιημένο καψόνι που άγγιζε την κακοποίηση. Αν για χρόνια η κοινωνία του θεάματος διψούσε για φιξιόν και μύθο, τώρα διψάει για πραγματικότητα και πόνο. Και όλα αυτά εξελίσσονταν –κι εδώ είναι το τραγικό– σε μια στιγμή που υποτίθεται πως συλλογικά επιζητούμε να γίνει ένα βήμα στη συμπερίληψη, στον γάμο ομοφύλων και στην ανοχή και αγάπη στη διαφορετικότητα.