Ενάμιση χρόνο τώρα, δεν ξέρουμε αν «υπάρχουν δικαστές στην Αθήνα», άλλοι από αυτούς που ενέκριναν με ταχύτητα μηχανικής σφραγίδας 15.000 παρακολουθήσεις τον χρόνο για λόγους «εθνικής ασφαλείας».
Να όμως που «υπάρχουν ευρωβουλευτές στο Στρασβούργο»: διαπιστώνουν «ανησυχητικές εξελίξεις στην Ελλάδα» που συνιστούν «πολύ σοβαρές απειλές κατά της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων».
Η απάντηση είναι γνωστή και θα την ξανακούσουμε: «δε μπα να λένε ό,τι θένε!». Οι 330 που υπερψήφισαν (έναντι 254 που καταψήφισαν) δεν ψηφίζουν στο ελληνικό κοινοβούλιο, δεν ψηφίζουν καν (πλην των ελάχιστων Ελλήνων) στις εθνικές εκλογές – δια των οποίων άλλωστε το πολιτικό σώμα αποφάνθηκε πέρυσι πως δεν το ενδιαφέρει η «μονότονη επανάληψη» περί υποκλοπών.
Για τούτο, η γνώμη του κύριου Βορίδη έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτή των 330 ευρωβουλευτών και ο υπαινιγμός του ότι το ψήφισμα είναι προϊόν συνωμοσίας για να χτυπήσουν «τον πιο πετυχημένο πρωθυπουργό [της Ευρώπης] και το πιο αποτελεσματικό παράδειγμα κεντροδεξιάς διακυβέρνησης» του εξασφαλίζει πολλούς επιπλέον κομματικούς ρούμπους.
Δεν μας είπε όμως ποιοι συνωμότησαν – λες και είναι άγνωστοι! Πρώτοι και βασικοί οι Δημητριάδης και Κοντολέων που διέταξαν την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη, υπουργών, στρατηγών, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών· ακολουθεί η εισαγγελεύς που εκπροσωπούσε «το κράτος δικαίου» στην ΕΥΠ και τις ενέκρινε όλες. Έπονται ο κύριος Ντογιάκος που απεφάνθη ότι η ΕΥΠ δεν έχει υποχρέωση να δίνει λόγο στην ΑΔΑΕ για τις παρακολουθήσεις και η επόμενη εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κύριου Αδειλίνη που δια κλωτσιάς προήγαγε τη δικογραφία σε έργο ανώτερου δικαστικού που ακόμα να ανακαλύψει κάτι.
Για τα παραπάνω καταδικάστηκε η Ελλάδα, γι’ αυτά που έπραξαν οι ανωτέρω και άλλοι όχι τόσο γνωστοί ή και άγνωστοι ακόμη. Ο κύριος Μητσοτάκης έχει επανειλημμένως υποστηρίξει ότι οι πρώτες ενέργειες έγιναν εν αγνοία του. Για τις επόμενες, ακολουθήθηκε η τακτική του «έλα μωρέ, και τι έγινε τώρα; Όλοι παρακολουθούν όλους σήμερα» και του πνιξίματος της υπόθεσης με αποφάσεις και ενέργειες δικαστικών που δεν τιμούν τη δικαιοσύνη.
Να λοιπόν που έγινε κάτι αυτονοήτως απαράδεκτο εκτός Ελλάδας: χρησιμοποιήθηκε η καρδιά του κρατικού κατασταλτικού μηχανισμού, οι υπηρεσίες ασφαλείας, από πολιτικούς κατά πολιτικών. Αυτό μπορεί να μην ενδιαφέρει τους πολίτες, ενδιαφέρει όμως τους πολιτικούς, τους ευρωβουλευτές εν προκειμένω, γιατί είναι το ελάχιστο της δημοκρατίας η μη χρήση του κρατικού μονοπωλίου της βίας κατά των πολιτικών αντιπάλων της εκάστοτε κυβερνήσεως.
Θα έπρεπε να ενδιαφέρει και τους δικαστικούς – αλλά σε χώρα που η ηγεσία της δικαιοσύνης διορίζεται από το υπουργικό συμβούλιο, δηλαδή τον πρωθυπουργό, ας μην έχουμε μεγάλες απαιτήσεις.