Ενα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη (και όχι μόνο), αυτό του «λαϊκισμού». Εδώ και αρκετά χρόνια, σχηματικά από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, η έννοια του λαϊκισμού έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει οτιδήποτε θεωρείται ότι κινείται έξω από τα όρια μιας πολιτικής κανονικότητας, όπως αυτή ορίζεται στην ιδιαίτερη συγκυρία του ύστερου νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή του νεοφιλελευθερισμού που εξακολουθεί να παραμένει βασικός γνώμονας πολιτικής όχι λόγω της αποτελεσματικότητάς του – νωπές οι μνήμες από την κατάρρευση κάθε βεβαιότητας για την έμφυτη ορθολογικότητα των αγορών στην κρίση του 2008 – αλλά γιατί δεν έχει αναδειχθεί ένα διαφορετικό πολιτικό και στρατηγικό υπόδειγμα.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο που ο λαϊκισμός χρησιμοποιείται σήμερα για να περιγράψει ταυτόχρονα τις παραλλαγές της Ακρας Δεξιάς, που σήμερα βρίσκονται σε άνοδο σε αρκετές χώρες, αλλά και τις όποιες απόπειρες να αρθρωθεί, όχι πάντα με επιτυχία ομολογουμένως εάν κρίνουμε από την εμπειρία της Νότιας Ευρώπης, μια αριστερή αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού.
Μάλιστα, αυτό δεν γίνεται μόνο σε σχέση με την τρέχουσα συγκυρία και πολιτική αντιπαράθεση αλλά προβάλλεται και στο παρελθόν. Εχουμε δει για παράδειγμα να περιγράφεται ως παραλλαγή «λαϊκισμού» ακόμη και το φασιστικό και ναζιστικό φαινόμενο, μαζί με όλες τις διαδρομές της πολιτικής Αριστεράς, παραβλέποντας την άβυσσο που χωρίζει αυτές τις πολιτικές κατευθύνσεις και τον τρόπο που συγκρούστηκαν στον 20ό αιώνα.
Λαϊκό Κόμμα και μεταρρυθμίσεις
Σε αυτή τη σημασιολογική μετατόπιση της έννοιας του λαϊκισμού, συχνά χάνεται η ίδια η ιστορικότητά της. Οπως έχει δείξει ο Τόμας Φρανκ στο βιβλίο του «Λαός δίχως εξουσία. Μια σύντομη ιστορία του αντιλαϊκισμού», που κυκλοφόρησε στα τέλη του 2021 από τις εκδόσεις Εκκρεμές, σε μετάφραση του Αντώνη Γαλανόπουλου και εισαγωγή του Γιάννη Σταυρακάκη, το πρώτο κίνημα που αυτοπροσδιορίστηκε ως λαϊκιστικό (populist) στις ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα, το Λαϊκό Κόμμα, το People’s Party, ήταν ένα κίνημα που πίεζε για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, ενίσχυση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους, αναδιανομή και περιορισμό της αλαζονείας του πλούτου, δηλαδή μια σειρά από πολιτικές που θα προσδιορίσουν την έννοια του προοδευτισμού στην αμερικανική πολιτική ζωή και θα αποκτήσουν ιδιαίτερη βαρύτητα και στο πλαίσιο του New Deal. Δεν παραβλέπει ότι κάποιες παραλλαγές της παράδοσης του λαϊκισμού μετατοπίστηκαν σε συνωμοσιολογικές ή φασιστικές κατευθύνσεις, όμως υπογραμμίζει τον τρόπο που μια ορισμένη αντίληψη της πολιτικής προς το συμφέρον του «απλού ανθρώπου» (common man) σφράγισε σημαντικές μεταρρυθμίσεις.
Ο Φρανκ περιγράφει επίσης και το είδος της πολεμικής που δέχτηκε αυτό το κίνημα, η οποία ήταν κατεξοχήν από τη μεριά των κοινωνικών και πολιτικών ελίτ και μάλιστα με όρους προστασίας των ιδιαίτερων συμφερόντων τους. Περιγράφει με οξυδέρκεια πως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ρητορική του αντιλαϊκισμού στις ΗΠΑ μετατοπίστηκε από την υπεράσπιση των συμφερόντων της ελίτ προς όφελος μιας έμφασης στην τεχνοκρατική επάρκεια, την ανάγκη συναίνεσης και τη διαπίστωση ότι τα ζητήματα δεν επιλύονται με την «κοινή λογική». Σημειώνει, όμως, και την επανεμφάνιση της αρχικής ατζέντας των populists στην έκκληση του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ για μια συμμαχία ανάμεσα στους μαύρους και τη λευκή εργατική τάξη, αλλά και την υποχώρηση αυτών των δυναμικών μέχρι και την ψευδολαϊκιστική ρητορική που συνόδευσε την άνοδο του Ρόναλντ Ρέιγκαν στην εξουσία και το κύμα αντιπροοδευτικών μεταρρυθμίσεων που τη συνόδευσε.
Σχολιάζοντας την περίπτωση Τραμπ, η εκλογή του οποίου κλιμάκωσε τη ρητορική περί «επικίνδυνου λαϊκισμού», ο Φρανκ, που υπογραμμίζει πόσο απείχε ο Τραμπ από μια πραγματικά φιλολαϊκή πολιτική, σημειώνει ότι η αντίδραση αρκετών φιλελεύθερων ήταν τελικά μια ολόπλευρη επιστροφή σε έναν σκληρό αντιλαϊκισμό που όχι μόνο αμφισβητούσε το δικαίωμα των «απλών ανθρώπων» να έχουν λόγο στις πολιτικές αποφάσεις, αλλά στο όριό τους αντιμετώπιζαν την ίδια τη λαϊκή κυριαρχία ως παρωχημένη έννοια.
Το μειοψηφικό «Κέντρο»
Ολα αυτά αποτυπώνουν το πρόβλημα με την τρέχουσα «αντιλαϊκιστική» ρητορική. Δεν πρόκειται τόσο για την αντίθεση στην ακροδεξιά δημαγωγία, άλλωστε έχουμε ήδη παραδείγματα όπου η επιμονή σε μια «ατλαντική» εξωτερική πολιτική και στη δημοσιονομική πειθαρχία συγχωρούν ακόμη και φασίζουσες καταβολές. Ούτε καν μόνο για μια προσπάθεια να θεμελιωθεί ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στην τρέχουσα εκδοχή νεοφιλελευθερισμού.
Πολύ περισσότερο έχουμε να κάνουμε με μια προσπάθεια πολιτικής και ιδεολογικής οχύρωσης ενός αναγκαστικά μειοψηφικού «Κέντρου», που αντιμέτωπο με ένα φάσμα μεγάλων κοινωνικών αντιδράσεων σπεύδει προκαταβολικά να απαξιώσει οτιδήποτε έρχεται ως κοινωνική διεκδίκηση ή απαίτηση από την ίδια την κοινωνία, αντιμετωπίζοντας τα κοινωνικά κινήματα ως μορφές πολιτικής παραβατικότητας και θεωρώντας ότι εξ ορισμού το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας δεν είναι σε θέση να αποφασίσει για το πώς θέλει να είναι η ζωή του και άρα δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχει λόγο για τις σημαντικές πολιτικές αποφασίσεις που τελικά θα καθορίσουν τη ζωή του. Μόνο που αυτό παραβλέπει τον πυρήνα της δημοκρατίας, που είναι ακριβώς η δυνατότητα της ίδιας της κοινωνίας να αποφασίζει για το μέλλον της, σε πείσμα της προσπάθειας των όποιων ελίτ να διατηρήσουν τα προνόμιά τους.
Το μίσος για τη δημοκρατία
Με αυτόν τον τρόπο είχε χαρακτηρίσει πριν από μερικά χρόνια ο γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ρανσίερ την αντίδραση στις κοινωνικές διεκδικήσεις και δυναμικές, σε ένα βιβλίο του με αυτόν τον τίτλο που στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πεδίο σε μετάφραση Β. Ιακώβου, υπογραμμίζοντας ότι σε τελική ανάλυση η δημοκρατία δεν είναι παρά η δράση που «αποσπά από τις ολιγαρχικές κυβερνήσεις το μονοπώλιο της δημόσιας ζωής και από τον πλούτο την παντοδυναμία πάνω στις ζωές».