Στο τεράστιο ναυπηγείο του Φινκαντιέρι στο λιμάνι Μονφαλκόνε της Αδριατικής, περίπου 1.700 Ιταλοί εργάζονται αρμονικά μαζί με 6.800 ειδικευμένους ξένους εργάτες για να κατασκευάσουν τρία τεράστια κρουαζιερόπλοια για διεθνείς ταξιδιωτικές εταιρείες. Ωστόσο για την ακροδεξιά δήμαρχο της ιταλικής πόλης, Αννα Μαρία Σισίντ, η συνύπαρξη με το ξένο εργατικό δυναμικό του ναυπηγικού γίγαντα και τις οικογένειές τους – κυρίως μουσουλμάνους από το Μπανγκλαντές – είναι πιο δύσκολη.
Η Σισίντ, η οποία επανεξελέγη το 2022 με την υποστήριξη των ακροδεξιών Αδελφών της Ιταλίας της πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι και της Λέγκας του Ματέο Σαλβίνι, παραπονιέται εδώ και καιρό για τους μετανάστες από το Μπανγκλαντές και τη Βόρεια Αφρική αλλά και τους άλλους ξένους οι οποίοι πλέον αντιπροσωπεύουν πάνω από το 30% του πληθυσμού του Μονφαλκόνε.
Το δικαίωμα στην προσευχή
Οι εντάσεις μεταξύ της δημάρχου και των μουσουλμάνων κατοίκων κορυφώθηκαν πέρυσι, όταν η πόλη απαγόρευσε τις προσευχές στο τοπικό ισλαμικό κέντρο, όπου οι μετανάστες εργάτες και οι οικογένειές τους συγκεντρώνονταν και προσεύχονταν ειρηνικά επί δύο δεκαετίες. Στις 23 Δεκεμβρίου, έξι εβδομάδες μετά την απαγορευτική εντολή, περίπου 8.000 άνθρωποι πραγματοποίησαν πορεία διαμαρτυρίας για αυτό που θεωρούν μια προσπάθεια να στερηθούν ένα θεμελιώδες δικαίωμα που προστατεύεται από το ιταλικό σύνταγμα: το δικαίωμα να προσεύχονται ελεύθερα.
«Μας φέρνουν εδώ και μας αφήνουν να κατασκευάσουμε ωραία πλοία με τα οποία οι άνθρωποι μπορούν να πάνε διακοπές» λέει στους «Financial Times» ο 33χρονος Σάνι Καμρούλ Μπουγιάν, ο οποίος μετανάστευσε από το Μπανγκλαντές σε ηλικία 16 ετών μαζί με τον πατέρα του για να δουλέψουν στο ιταλικό ναυπηγείο. «Αλλά όταν πρέπει να αναγνωρίσουν τα δικαιώματά σου, θέλουν να είσαι σκλάβος».
Οι ηγέτες του κέντρου αμφισβητούν τώρα την απαγόρευση στο δικαστήριο. Η Σισίντ υποστηρίζει ότι απαγόρευση των προσευχών είναι απλώς ζήτημα χωροταξίας, επισημαίνοντας ότι το ισλαμικό κέντρο, που βρίσκεται στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης, καταλαμβάνει έναν χώρο προορισμένο για πολιτιστικές δραστηριότητες – όχι θρησκευτική λατρεία. «Το πολεοδομικό σχέδιο λέει ότι δεν μπορούν να υπάρχουν χώροι λατρείας εκεί» λέει στους «FT». «Δεν τους ζήτησα να μην προσευχηθούν. Δεν θα το τολμούσα. Απλώς τους λέω ότι πρέπει να σεβαστούν τους κανόνες».
Η εχθρότητα της δημάρχου
Ωστόσο, οι ηγέτες της μουσουλμανικής κοινότητας πιστεύουν ότι η προσφυγή της στα δικαστήρια εναντίον τους αντανακλά την εχθρότητα της Σισίντ για την παρουσία τους στην πόλη και τις ελπίδες της να εκλεγεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την ακροδεξιά Λέγκα, υποκινώντας το αντιμουσουλμανικό και αντιμεταναστευτικό αίσθημα για να ενισχύσει την υποψηφιότητά της.
Σε μια συγκέντρωση τον Δεκέμβριο της ακροδεξιάς Ομάδας Ταυτότητας και Δημοκρατίας της Ευρώπης (ID) – μέλη της οποίας περιλαμβάνουν τη Λέγκα, το γερμανικό AfD και το κόμμα της Μαρίν Λεπέν – η Σισίντ ισχυρίστηκε ότι οι μουσουλμάνοι εργάτες στην Ιταλία ασκούν «το πιο φονταμενταλιστικό Ισλάμ» και αποτελούν «έναν τεράστιο κίνδυνο για τις πόλεις, τα εδάφη, τον πολιτισμό και την ελευθερία μας».
Αλλά οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του Μονφαλκόνε πιστεύουν ότι είναι τα βασικά τους δικαιώματα – να λατρεύουν τη θρησκεία τους και να διδάσκουν στα παιδιά τους τις αρχές της πίστης τους – εκείνα που δέχονται επίθεση. «Εδώ και 20 χρόνια κάνουμε τις προσευχές εκεί. Ολα είναι καλά – κανένα πρόβλημα. Ξαφνικά κάποιος έρχεται και λέει “δεν είναι καλό”» λέει ο 54χρονος Αμπντούλ Κνάνι, μετανάστης από το Μαρόκο που φροντίζει βοοειδή σε ένα τοπικό γαλακτοκομείο. «Χρησιμοποιεί την κοινότητά μας για πολιτικούς σκοπούς».
Προάγγελος εντάσεων
Η σύγκρουση που ταράζει το Μονφαλκόνε είναι προάγγελος εντάσεων σε ολόκληρη την Ιταλία, καθώς η χώρα αντιμετωπίζει την αυξανόμενη εθνική και πολιτιστική ποικιλομορφία που είναι φυσική συνέπεια της αυξανόμενης εξάρτησης από ξένους εργάτες. «Η Ιταλία εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πρόκληση: να συνειδητοποιήσει ότι είναι μια χώρα μετανάστευσης – είναι μια επιτυχημένη χώρα και έτσι θα έχει περισσότερους μετανάστες» λέει ο δημογράφος και κοινωνιολόγος Φραντσέσκο Μπιλάρι, πρύτανης του Πανεπιστημίου Bocconi του Μιλάνου.
Στο Μονφαλκόνε, ο Τομά Καζότο, στέλεχος του CGIL, ενός από τα μεγαλύτερα εργατικά συνδικάτα της Ιταλίας, εξηγεί ότι το ναυπηγείο του Φινκαντιέρι θα δυσκολευόταν να λειτουργήσει χωρίς ξένο ανθρώπινο δυναμικό. «Δεν θα βρίσκαμε άλλους εργάτες – απλώς δεν θα κατασκευάζαμε πλοία» λέει. «Λόγω των χαμηλών ποσοστών γεννήσεων, μας λείπουν εργατικά χέρια – όχι μόνο στο ναυπηγείο, αλλά και στη γεωργία και στη φροντίδα των ηλικιωμένων».