Το φθινόπωρο του 2011, ο Μπενιαμίν Νετανιάχου ενέκρινε ως πρωθυπουργός την απελευθέρωση 1.027 παλαιστίνιων κρατουμένων, ανάμεσά τους ο Γιαχία Σινουάρ, Νο 1 στόχος σήμερα του Ισραήλ στη Γάζα, καθώς και άλλα μέλη της νυν ηγεσίας της Χαμάς, σε αντάλλαγμα για έναν ισραηλινό στρατιώτη που κρατούνταν όμηρος στη Γάζα. Ο Γκιλάντ Σαλίτ είχε απαχθεί από παλαιστίνιους μαχητές πέντε χρόνια νωρίτερα, στη διάρκεια διασυνοριακής επιχείρησης. Ο Νετανιάχου είχε αρνηθεί ήδη μία φορά, το 2009, μία αντίστοιχη συμφωνία με τη Χαμάς για την απελευθέρωσή του. Είχε άλλωστε μια μεθοδικά χτισμένη εικόνα «σκληρού» να προστατέψει.
Είκοσι τέσσερα χρόνια νωρίτερα, ο Νετανιάχου είχε ταχθεί δημόσια, ως νεοδιορισμένος πρεσβευτής του Ισραήλ στον ΟΗΕ τότε, κατά της συμφωνίας απελευθέρωσης 1.150 παλαιστίνιων κρατουμένων που είχε συνάψει η ισραηλινή κυβέρνηση εθνικής ενότητας Εργατικών – Λικούντ, υπό τον Σιμόν Πέρες, σε αντάλλαγμα για την απελευθέρωση τριών ισραηλινών στρατιωτών κρατουμένων στον Λίβανο από το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης. «Θα μπορούσε», προειδοποίησε, «να προκαλέσει ένα κύμα δολοφονιών και αιματοχυσίας πολύ μεγαλύτερης κλίμακας». Πράγματι, πολλοί από τους απελευθερωθέντες δραστηριοποιήθηκαν στην πρώτη παλαιστινιακή Ιντιφάντα, που ξέσπασε το 1987. Ενας άλλος, ο σεΐχης Αχμέντ Γιασίν, ίδρυσε την ίδια χρονιά τη Χαμάς. «Εξαρχής», θα έγραφε ο Νετανιάχου το 1995 στο βιβλίο του «Ενας τόπος κάτω από τον ήλιο», «είδα στη συμφωνία ένα φονικό πλήγμα για όλες τις προσπάθειες του Ισραήλ να οικοδομήσει ένα διεθνές μέτωπο κατά της τρομοκρατίας. Πώς θα μπορούσε να νουθετεί τις ΗΠΑ και τις χώρες της Δύσης να υιοθετήσουν μια πολιτική μη παράδοσης στην τρομοκρατία όταν το ίδιο παραδόθηκε με τόσο ντροπιαστικό τρόπο;».
Κι εντούτοις, το φθινόπωρο του 2011, κάλεσε ο ίδιος το υπουργικό του συμβούλιο να εγκρίνει τη συμφωνία απελευθέρωσης του Γκιλάντ Σαλίτ. «Υπάρχει», είπε στα μέλη του, «μια εγγενής ένταση ανάμεσα στην επιθυμία να δούμε έναν αιχμάλωτο στρατιώτη να επιστρέφει σπίτι και την ανάγκη να εγγυηθούμε την ασφάλεια των πολιτών του Ισραήλ». Ως πρωθυπουργός, πρόσθεσε, «καταθέτω στην κυβέρνηση μια συμφωνία που εκφράζει την ισορροπία ανάμεσα σε αυτά τα δύο». Η Χαμάς, επιχειρηματολόγησε, είχε δείξει «ευελιξία» όσον αφορά τις πρότερες αξιώσεις της και επιπλέον υπήρχε μεγάλη ανησυχία πως ο Σαλίτ «θα εξαφανιζόταν». Κανένα από αυτά τα δύο επιχειρήματα, βέβαια, δεν ήταν ειλικρινές. Η συμφωνία που τελικά αποδέχθηκε ο Νετανιάχου ήταν ουσιαστικά ίδια με εκείνη που είχε απορρίψει δύο χρόνια νωρίτερα. Και η Χαμάς ασφαλώς θα συνέχιζε να φροντίζει το διαπραγματευτικό χαρτί της μέχρι να πετύχει αυτό που ήθελε.
Στα πρόσφατα απομνημονεύματά του ο Νετανιάχου επικαλείται ένα ακόμα επιχείρημα. Περιγράφει μία συζήτηση με έναν στενό του σύμβουλο. «Πρωθυπουργέ», του είχε πει εκείνος, «θα πάτε κόντρα στις ίδιες τις πεποιθήσεις σας». «Το ξέρω», του είχε απαντήσει, «υπάρχει όμως και η αντίθετη αξία τού να φέρουμε πίσω έναν αιχμάλωτο στρατιώτη. Εξάλλου, βλέπεις άλλο τρόπο να κερδίσουμε γρήγορα τη λαϊκή στήριξη που θα χρειαστούμε για μια επιχείρηση εναντίον του Ιράν;». Το πρόβλημα με αυτή τη βερσιόν είναι πως ο Νετανιάχου δεν χρειαζόταν περισσότερη λαϊκή στήριξη προκειμένου να διατάξει ένα χτύπημα στο Ιράν: χρειαζόταν να ξεπεράσει την αντίσταση του ισραηλινού κατεστημένου ασφαλείας καθώς και της κυβέρνησης Ομπάμα. Ούτως ή άλλως, ποτέ δεν έδωσε την εντολή. Για άλλο λόγο χρειαζόταν περισσότερη λαϊκή στήριξη: προκειμένου να βελτιώσει τις προοπτικές επανεκλογής του.
Το καλοκαίρι του 2011, εκατοντάδες χιλιάδες Ισραηλινοί είχαν βγει στους δρόμους συμμετέχοντας σε αυτές που έγιναν γνωστές ως «διαδηλώσεις για κοινωνική δικαιοσύνη» – στην πραγματικότητα, η σκληρά πιεζόμενη μεσαία τάξη διαμαρτυρόταν για τις τιμές της στέγης, της παιδικής μέριμνας, των γαλακτοκομικών προϊόντων, των πάντων. Το κύμα διαμαρτυριών κατέστρεψε την εικόνα του Νετανιάχου ως «μάγου της οικονομίας» και καταβαράθρωσε δημοσκοπικά το κόμμα του. Επί μήνες, τα ισραηλινά ΜΜΕ ασχολούνταν μόνο με το κόστος ζωής. Οι υπουργοί του Λικούντ είχαν πανικοβληθεί. Ο Νετανιάχου, παρότι μετρ του είδους, δεν κατόρθωνε να αλλάξει την ατζέντα των ειδήσεων. Μέχρι που αποφάσισε, ξαφνικά, να αποδεχθεί τη συμφωνία για τον Σαλίτ. Στην κορύφωση των διαδηλώσεων, η δημοτικότητά του είχε πέσει στο 29%. Δύο μήνες αργότερα, με τον 25χρονο στρατιώτη ασφαλή στο σπίτι του, ήταν 51%.
Αν τα γράφει όλα αυτά στη «Haaretz» ο Ανσελ Πφέφερ, είναι για να μας πει ένα πράγμα: το μόνο που απασχολεί τον Μπενιαμίν Νετανιάχου είναι η πολιτική του επιβίωση. Αυτή σκέφτεται κάθε φορά που υπόσχεται «απόλυτη νίκη» επί της Χαμάς – που σημαίνει απόλυτη ισοπέδωση της Γάζας. Πώς θα διατηρήσει ενωμένη την εξτρεμιστική του κυβέρνηση, πώς θα κερδίσει τις εκλογές αν αναγκαστεί να δώσει αυτή τη μάχη, πώς θα αποφύγει να λογοδοτήσει για το φιάσκο της 7ης Οκτωβρίου. Και σίγουρα όχι τους ισραηλινούς ομήρους που συμπληρώνουν σήμερα 126 μέρες στη Γάζα, ή τους οικείους τους, που τον εκλιπαρούν να δεχθεί μια συμφωνία, φοβούμενοι πως στο τέλος «δεν θα μείνει κανείς για να σωθεί». Σύμφωνα με τις πληροφορίες, μάλιστα, φιλοκυβερνητικά ισραηλινά δίκτυα έχουν ξεκινήσει μια συντονισμένη εκστρατεία απαξίωσης αυτών των τελευταίων. Αλίμονο στους λαούς που καταλήγουν με τέτοιους ηγέτες.