Τα προβλήματα και οι παθογένειες της δικαιοσύνης καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης τους βρέθηκαν στο επίκεντρο των θεσμικών εισηγήσεων στη διάρκεια της γενικής συνέλευσης των μελών της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών.
Τόσο η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ιωάννα Κλάπα όσο και ο γενικός επίτροπος Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων Ιωάννης Συμεωνίδης, αναφέρθηκαν στο κρίσιμο ζήτημα της απονομής της δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο με όλα τα εχέγγυα για τους πολίτες.
Αντίθετα ο πρόεδρος της ΕΔΔ Παναγιώτης Δανιάς ανέφερε ότι το θέμα των καθυστερήσεων δεν αφορά πλέον τους Διοικητικούς Δικαστές και μάλιστα τόνισε ότι είναι πλέον σε θέση να αναλάβουν την μεταφορά υποθέσεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ώστε να επιταχυνθεί συνολικά η απονομή της Διοικητικής Δικαιοσύνης.
Στην υιοθέτηση του ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης Πάνος Αλεξανδρής ανέδειξε το κτιριακό πρόβλημα που υπάρχει στα Διοικητικά Δικαστήρια τα οποία λειτουργούν σε ακατάλληλα κτίρια και επισήμανε ότι πάνω από 50 εκατ. ευρώ θα διατεθούν το επόμενο χρονικό διάστημα για επισκευές, ενώ το δικαστικό μέγαρο του Πειραιά θα ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 2026.
Αναφερόμενος στα οργανικά κενά των δικαστικών υπαλλήλων, είπε ότι από τους 9.500 δικαστικούς υπαλλήλους έχουν μείνει 6.000 και ήδη έχουν ξεκινήσει οι προσλήψεις προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες των δικαστηρίων, ενώ στην επίλυση του προβλήματος θα συμβάλει μέσα σε σύντομο χρόνο και η Δικαστική Αστυνομία.
Άλλο ανεξαρτησία, άλλο ανεξέλεγκτο
Η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ιωάννα Κλάπα υπό το βάρος του θεσμικού της ρόλου κατά τον χαιρετισμό της, μεταξύ των άλλων, επισήμανε ότι οι Έλληνες δικαστές απολαμβάνουν το υψηλότερο επίπεδο ανεξαρτησίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπληρώνοντας ότι δεν πρέπει να συγχέεται η ανεξαρτησία των δικαστών με το ανεξέλεγκτο των ενεργειών.
Στην συνέχεια η κυρία Κλάπα αφού ανέφερε ότι η Ελλάδα κατάσσεται στην 47η θέση μεταξύ των 142 χωρών παγκοσμίως και στην 29η θέση των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (έκθεση World Justice Project) από πλευράς προβλημάτων στη λειτουργία της Δικαιοσύνης, τόνισε ότι «γίνεται σαφές ότι για την αποτελεσματικότητα του κράτους δικαίου δεν εξετάζεται μόνο η ταχύτητα ή η παραγωγικότητα των δικαστηρίων, αλλά και η ποιότητα των δικαστικών αποφάσεων».
Επομένως, συνέχισε, «δεν μιλάμε για μια βιομηχανία διεκπεραίωσης υποθέσεων, όπως κάποιοι φοβούνται ή προσχηματικά επικαλούνται, αλλά για μια αποτελεσματική Δικαιοσύνη, που αναμφισβήτητα θα τηρεί όλες τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου» και προσέθεσε:
«Άλλωστε, όπως όλοι ξέρουμε, ο εύλογος χρόνος απονομής Δικαιοσύνης δεν είναι κάποια αυθαίρετη απαίτηση, αλλά αποτελεί αναγκαίο στοιχείο του δικαιώματος της δίκαιης δίκης, όπως απαιτεί η ΕΣΔΑ και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα είναι ένα υπαρκτό σοβαρό πρόβλημα και η αλήθεια αυτή έχει ειπωθεί επανειλημμένα.
Είναι αναγκαίο λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε ότι η καλύτερη απόφαση, όταν δεν εκδίδεται έγκαιρα, δεν εξυπηρετεί τον κύριο σκοπό της, την απονομή του δικαίου μέσω της επίλυσης συγκεκριμένης διαφοράς. Και η πάροδος του χρόνου, ιδίως στις διοικητικές διαφορές και όχι μόνο, μπορεί να αλλάξει τελείως τα δεδομένα και να καταστήσει αλυσιτελές για τον διάδικο το αίτημα παροχής δικαστικής προστασίας».
Κλείνοντας, η πρόεδρος του Αρείου Πάγου τόνισε: «Κατά τη διαδικασία της αυτοκριτικής και της προσπάθειες βελτίωσής μας, ως δικαστικών λειτουργών, οφείλουμε να αποφύγουμε τον συντεχνιασμό, τον ατομισμό, τη συνωμοσιολογία, τη μετάθεση ευθύνης, τον επιθετικό δημόσιο λόγο για τους λοιπούς μετόχους του προβλήματος, την εμμονική αντίθεση σε οποιοδήποτε μεταρρυθμιστικό, την πεισματική άρνηση να ανταποκριθούμε από στερεότυπα και κρατούνται επί δεκαετίες, με βάση δεδομένα του προηγούμενου αιώνα, τα οποία όλοι μας επικρίνουμε, αλλά το έχουμε συνηθίσει γιατί μας «βολεύουν» και κυρίως γιατί αποτελούν την εύκολη και ασφαλή δικαιολογία για τις παθογένειες μας».
Η πρόεδρος του ΣτΕ Ευαγγελία Νίκα, κατά το χαιρετισμό της, επισήμανε ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το μεγάλο βάρος της παράλληλης υπηρεσιακής απασχόλησης που έχουν οι διοικητικοί δικαστές, ενώ ανέφερε ότι το κόστος των δικαστικών εξόδων στη χώρας μας είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε σχέση με το μέσο Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ακόμη, η κυρία Νίκα αναφέρθηκε στο κτιριακό πρόβλημα των Διοικητικών Δικαστηρίων, εκτός των Αθηνών, όπως και ότι φαινόμενο που παρατηρείται στην επαρχία για τη μη ανταπόκριση στο αίτημα επαφής-συνάντησης με του δικηγόρους.
Ο γενικός επίτροπος Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων Ιωάννης Συμεωνίδης ανέφερε ότι στην εκπνοή του περασμένου έτους (31.12.203) οι εκκρεμείς υποθέσεις στα Διοικητικά Δικαστήρια ανέρχονταν στις 107.000, αλλά παρ΄ όλα αυτά τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί ο όγκος των εκκρεμών υποθέσεων, αλλά και ο χρόνος έκδοσης των αποφάσεων.
Ωστόσο στην επίσπευση έκδοσης των αποφάσεων συνέβαλε ουσιαστικά η κατά 50% μείωση των εισαγομένων υποθέσεων στα Διοικητικά Δικαστήρια, προσέθεσε.
Ο πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών Παναγιώτης Δανιάς, αναφερόμενος στη. αναγκαιότητα κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης, είπε χαρακτηριστικά:
«Η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της Χώρας μας και η έξοδος από τους καταναγκασμούς της περιόδου των Μνημονίων, μας επιτρέπει να θέσουμε και ένα αίτημα οικονομικής φύσεως που αφορά όλο τον Δημόσιο Τομέα: Την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης ποσοστού 2% επί των αποδοχών μας που επιβάλλεται για την καταπολέμηση της ανεργίας. Όταν η ανεργία βαίνει καθοδικά και κάτω από το 10%, σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του ίδιου του κ. Πρωθυπουργού, έναντι του 25% που ήταν πριν από 10 έτη, θεωρούμε ότι η επιβάρυνση αυτή δεν έχει, πλέον, νόημα ύπαρξης και θα πρέπει να καταργηθεί και προς τούτο ζητούμε την στήριξη όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων».
Σχετικά με τις καθυστερήσεις στην Διοικητική Δικαιοσύνη, ο κ. Δανιάς, μεταξύ των άλλων, ανέφερε:
«Για το μεγάλο θέμα της καθυστέρησης στην απονομή της Δικαιοσύνης, είμαστε στην ευχάριστη θέση να σας πούμε ότι δεν αφορά, πλέον, το ζήτημα αυτό τα Διοικητικά Δικαστήρια. Πράγματι, στα περισσότερα Διοικητικά Πρωτοδικεία και Εφετεία οι νέες υποθέσεις προσδιορίζονται στο 1 έτος ή και νωρίτερα, ενώ και στο Δ. Πρωτοδικείο Αθηνών που είναι το πιο επιβαρυμένο και αντιμετωπίζει τις ανεπάρκειες της κεντρικής Διοίκησης σχετικά με την έγκαιρη αποστολή των φακέλων (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο e-E.Φ.Κ.Α), ο χρόνος αυτός φτάνει στα 2 έτη, με καθοδική, όμως, και εδώ τάση» και προσέθεσε:
«Θεωρούμε ότι είμαστε πλέον σε θέση να αναλάβουμε το βάρος που μας αναλογεί, με στοχευμένη μεταφορά υποθέσεων από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ώστε να επιταχυνθεί συνολικά η απονομή της Διοικητικής Δικαιοσύνης».