Στο Μέγαρο Μαξίμου βρέθηκε χθες το απόγευμα ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος Μάνφρεντ Βέμπερ, στον απόηχο του καταδικαστικού ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που εκφράζει ανησυχίες για την τήρηση των κανόνων του κράτους δικαίου στην Ελλάδα.
Σημειώνεται ότι το ΕΛΚ, η ευρωπαϊκή «οικογένεια» της ΝΔ, καταψήφισε πλειοψηφικά το επίμαχο ψήφισμα. Ενάντια στην κεντρική γραμμή, όμως, το στήριξαν επτά ευρωβουλευτές του, ενώ ο Μάνφρεντ Βέμπερ απουσίαζε από την ψηφοφορία.
Η συνάντησή του χθες με τον Πρωθυπουργό έγινε πίσω από τις κλειστές θύρες του Μαξίμου, παρουσία του γραμματέα Διεθνών Σχέσεων της ΝΔ Τάσου Χατζηβασιλείου και της διευθύντριας του Διπλωματικού Γραφείου του Πρωθυπουργού Αννας Μαρίας Μπούρα. Δεν ακολούθησαν δηλώσεις κι οι κυβερνητικές πηγές απέφυγαν κάθε αναφορά στο ψήφισμα ή τις διαρροές της ψηφοφορίας, σχολιάζοντας ότι το θέμα δεν συζητήθηκε καν.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, όμως, η παραφωνία των επτά ευρωβουλευτών που διέφυγαν την επίσημη γραμμή του ΕΛΚ δεν άφησε αδιάφορο το Μαξίμου, ούτε τη χθεσινοβραδινή συνάντηση. Και το κλίμα δεν ήταν ακριβώς εύκρατο. Αξιοσημείωτες ήταν οι διαρροές πως οι δυο εκ των επτά ψήφισαν «κατά λάθος». Αλλά κι ότι δόθηκαν δυο διαφορετικές ερμηνείες για την αποχώρηση του Μάνφρεντ Βέμπερ από την αίθουσα πριν από την ψηφοφορία, με κάποιες πηγές να υποστηρίζουν πως είχε συνάντηση κι άλλες να λένε πως έπρεπε να αναχωρήσει για το ταξίδι του στην Αθήνα.
«Αβάσιμες κατηγορίες»
Ο πρόεδρος του ΕΛΚ, πάντως, είχε χρόνο για να διαμηνύσει την απόλυτη στήριξή του στην κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη σε δηλώσεις του στην ΕΡΤ αργότερα το ίδιο βράδυ, αποδίδοντας το ψήφισμα σε «κομματική πολιτική κατάχρηση» του κράτους δικαίου από τους Σοσιαλιστές. Για τα ζητήματα που θέτει το ψήφισμα, ο Βέμπερ είπε πως είναι υποθέσεις «για δικαστήρια, όχι για κοινοβούλια», καταλήγοντας ότι «πρόκειται για περιττές και αβάσιμες επιθέσεις κατά της ΝΔ και της ελληνικής κυβέρνησης».
Υπενθυμίζεται ότι το ψήφισμα έκανε λόγο για «πολύ σοβαρές απειλές κατά της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων». Ως κομβικό ζήτημα αναδεικνύεται η υπόθεση των υποκλοπών και των παρακολουθήσεων, η «εργαλειοποίηση», όπως επισημαίνεται, των φερόμενων «απειλών για την εθνική ασφάλεια» προκειμένου να παρακολουθούνται δημοσιογράφοι και πολιτικοί αντίπαλοι και οι καταχρηστικές αγωγές και μηνύσεις (SLAPP), με αναφορά σε αυτές που έχει καταθέσει «ο ανιψιός και πρώην γενικός γραμματέας του Πρωθυπουργού».
Οι αντιδράσεις
Για συκοφάντηση της Ελλάδας έκανε λόγο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. «Το πιο λυπηρό είναι ότι μέσα σε αυτούς που υπερψήφισαν το συγκεκριμένο ψήφισμα είναι και έλληνες ευρωβουλευτές, οι οποίοι έβαλαν το πολιτικό, μικροκομματικό τους συμφέρον πάνω από τη χώρα» είπε, καταλήγοντας πως «είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι έλληνες πολίτες ποιοι ενοχλούνται τόσο πολύ από την επιτυχία της Ελλάδας και ποιοι ψηφίζουν κατά και της ίδιας τους της χώρας».
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανος Κασσελάκης έκανε λόγο για την «πιο μαύρη σελίδα στην ευρωπαϊκή διαδρομή της χώρας μας, μετά την ευρωπαϊκή καταδίκη της χούντας του 1967-74».
Ενώ ο Νίκος Ανδρουλάκης, που αναφέρεται στο ψήφισμα ως πολιτικός που είχε τεθεί υπό παρακολούθηση, σχολίασε ότι αποτελεί «ένα καθαρό μήνυμα των ευρωπαϊκών θεσμών στην κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, που έχει επιφέρει πλήγματα στους θεσμούς, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη διάκριση των εξουσιών». Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ τόνισε δε ότι το ψήφισμα το εισηγήθηκε η πολιτική ομάδα των Φιλελευθέρων, «όπου κραταιό κόμμα είναι το κόμμα του Εμανουέλ Μακρόν», χαρακτηρίζοντας «διαστρέβλωση και προπαγάνδα» το ότι παρουσιάζεται ως «πολιτικό παιχνίδι» της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς.