Στα στενά σοκάκια του Σκαλοχωρίου, στη Δυτική Λέσβο, ζωντανεύει εδώ και λίγο καιρό μια συγκινητική ιστορία που εκτυλίχθηκε πριν από 100 χρόνια: η Φερντά Οζτουρκλέρ, εγγονή ενός ανταλλαχθέντος Τούρκου, ψάχνει εκεί τους απογόνους του Γιώργου του Ρωμιού, του Ελληνα που βοήθησε την οικογένειά της να ορθοποδήσει οικονομικά μετά τον ξεριζωμό – σκοπός της, να τους πει ένα μεγάλο «ευχαριστώ» με καθυστέρηση ενός αιώνα.
Ηταν το 1923 όταν ο προπάππους της, ο 20χρονος τότε Μουσταφά Νταρμπούκα, έφυγε από το Σκαλοχώρι της Λέσβου, ως ανταλλάξιμος, μαζί με τη σύζυγό του Χανιφέ.
Η νέα τους ζωή στο Αϊβαλί ήταν γεμάτη φτώχεια και στερήσεις, όπως σχεδόν όλων των προσφύγων και από τις δύο πλευρές. Ωσπου μια νύχτα ένας έλληνας συγχωριανός τους, ο Γιώργος, έφτασε κρυφά με βάρκα στο σπίτι του Μουσταφά και του άφησε μια μικρή περιουσία: είχε πουλήσει τα ζώα και τα κτήματά του στη Λέσβο και θεώρησε χρέος του, διακινδυνεύοντας τη ζωή του, να του παραδώσει τα χρήματα.
Σήμερα, η δισεγγονή του Μουσταφά αναζητά στη Λέσβο στοιχεία για τον Γιώργο. Το Σκαλοχώρι έχει μια ιδιαίτερη ιστορία καθώς κάτοικοί του διατηρούν μέχρι σήμερα σχέσεις με τους απογόνους των ανταλλαχθέντων, συνεχίζοντας την παράδοση των παππούδων τους.
Το παλτό με τις λίρες. «Μεγάλωσα ακούγοντας αυτή την όμορφη ιστορία από την οικογένειά μου», λέει η Φερντά Οζτουρκλέρ στα «ΝΕΑ». «Μου έλεγαν συνέχεια ότι οι Ελληνες είναι καλοί άνθρωποι, φιλικοί και ότι ήταν πολύ κοντά μεταξύ τους. Οταν οι δικοί μου ήρθαν στην
Τουρκία, δεν είχαν απολύτως τίποτε. Δεν είχαν καθόλου χρήματα. Στη Λέσβο διέθεταν ζώα, τα οποία δεν μπορούσαν να πάρουν μαζί. Ετσι, φτάνοντας στο Αϊβαλί, ξεκίνησαν να δουλεύουν ως εργάτες γης σε τσιφλίκια αγάδων και στη συνέχεια μετακόμισαν κοντά στο Δικελί», συνεχίζει.
«Περίπου έναν χρόνο μετά, όπως έλεγε ο παππούς μου, πήγε ο Γιώργος και τον βρήκε. Μιλούσε πολύ καλά τουρκικά, όπως μιλούσαν πολύ καλά ελληνικά οι προπαππούδες μου. Ρωτώντας, λοιπόν, από ‘δώ κι από ‘κεί έφτασε στο σπίτι, όμως ο παππούς μου έλειπε και βρήκε τη γιαγιά μου.
Εβγαλε το παλτό του βιαστικά, το πέταξε στην καρέκλα και της είπε “πρέπει να φύγω γρήγορα τώρα”. Οταν το έπιασε η γιαγιά μου, το παλτό ήταν βαρύ. Μέσα στις τσέπες υπήρχαν λίρες. Είχε πουλήσει την περιουσία της οικογένειάς μου και όχι μόνο δεν κράτησε τα χρήματα, αλλά κινδύνευσε κιόλας για να τα φέρει. Ηταν ένας γενναίος άνδρας και ένας καλός άνθρωπος», λέει η Φερντά.
Αρωγός στην προσπάθειά της έχει σταθεί ο δραστήριος πολιτιστικός σύλλογος του Σκαλοχωρίου «Δρυς» και μια ομάδα ντόπιων, με τη βοήθεια των οποίων προσπαθεί να εντοπίσει το μέρος όπου βρίσκονταν το σπίτι και τα κτήματα της οικογένειάς της.
«Την πρώτη φορά που ήρθα στο Σκαλοχώρι, πέρυσι τα Χριστούγεννα, άρχισα να ρωτάω για κάποιον Γιώργο και τότε κατάλαβα ότι όλοι λέγονται Γιώργος! Είναι πολύ συνηθισμένο όνομα. Οπότε έφαγα ένα σουβλάκι και επέστρεψα στο σπίτι μου», λέει γελώντας.
«Φέτος, όμως, γνώρισα τον Χρήστο Χατζηλία και τους φίλους του που με βοηθούν. Θέλω να βρω τους απογόνους του Γιώργου και να γίνω φίλη τους, να τους πω ένα μεγάλο “ευχαριστώ” γιατί ύστερα από εκείνη την επίσκεψη η ζωή της οικογένειάς μου άλλαξε. Αν βρω την οικογένεια του Γιώργου, θα μάθουμε την ιστορία και από την άλλη πλευρά.
Η αναζήτηση συνεχίζεται…», συμπληρώνει. «Πιστεύω ότι Ελληνες και Τούρκοι μπορούν να έχουν μια δυνατή φιλία. Μοιάζουμε πολύ, σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο, ειδικά όσοι ζούμε στο δυτικό τμήμα της Τουρκίας».
Την οικογένεια της Φερντά συνάντησε στο Αϊβαλί πριν από περίπου έναν μήνα και ο Χρήστος Χατζηλίας, πρόεδρος του συλλόγου «Δρυς».
«Δεν θα ξεχάσω τη συνάντηση με την 93χρονη γιαγιά της. Οταν η Φερντά τής είπε ότι είμαι από το Τσουμλέκιοϊ, δηλαδή το Σκαλοχώρι, μου κράταγε το χέρι και δεν με άφηνε να φύγω», λέει. «Εκλαιγε και του έλεγε “μπορώ να πεθάνω για σένα”», συμπληρώνει η Φερντά. «Στο μυαλό της ο Χρήστος ήταν ο εγγονός του Γιώργου, για τον οποίο άκουγε όλα αυτά τα χρόνια».
Οπως επισημαίνει ο κ. Χατζηλίας, η συγκινητική ιστορία της Φερντά Οζτουρκλέρ είναι μία από τις πολλές που έχει συναντήσει.
«Ως ιστορικός ερευνητής βρήκα στοιχεία για το πώς κατάφερναν οι Σκαλοχωρίτες και άλλοι ψαράδες από τα παράλια της Λέσβου να επικοινωνούν με τους απέναντι μετά την Ανταλλαγή. Είτε με το κοντραμπάντο που έκαναν είτε με συναντήσεις.
Εχουμε, για παράδειγμα, φωτογραφίες από τη δεκαετία του ’50 με έναν χωριανό μας που πήγε και αντάμωσε τους συμμαθητές του – διότι οι μουσουλμάνοι του Σκαλοχωρίου πήγαιναν και στο ρωμαίικο σχολείο – και μετά εκείνοι ανταπέδωσαν την επίσκεψη.
Οι επαφές συνεχίστηκαν και τις επόμενες δεκαετίες. Το 2002 ήρθαν εδώ πρώτης γενιάς ανταλλαχθέντες, ενώ από το 2013 έχουμε συχνά συναντήσεις με τους τέταρτης πλέον γενιάς. Για εμάς οι “Σκαλοχωρίτες του Αϊβαλιού” είναι σαν τους συμπατριώτες μας που μετανάστευσαν στην Αυστραλία και την Αμερική και τους περιμένουμε να μας έρθουν κάθε χρόνο…».