Δεν είναι άγνωστα τα αγροτικά μπλόκα στην ελληνική πολιτική πραγματικότητα – η διαφορά των φετινών, που αποφασίστηκαν μετά από εβδομάδες παρόμοιων κινητοποιήσεων σε μια σειρά από χώρες της ΕΕ, είναι πως κανείς δεν μπορεί να τα αποδώσει σε κάποιο κόμμα της αντιπολίτευσης: κυβερνητικοί παράγοντες παρακολούθησαν σχεδόν έκπληκτοι πως στα παράθυρα των τηλεοπτικών δικτύων που κάλυπταν τις αγροτικές διαμαρτυρίες από την πρώτη στιγμή δεν παρήλαυναν μόνο κόκκινοι ή πράσινοι αγροτοπατέρες, όπως συνηθιζόταν σε μικρότερης κλίμακας πιο «παραδοσιακές» κινητοποιήσεις, αλλά και γνωστοί γαλάζιοι.
Η δεκαετία της κρίσης έπαιξε τον δικό της ρόλο – οι αγρότες δεν ήταν εξαίρεση στο σοκ που υπέστη η ελληνική κοινωνία.
Στις αρχές των δημοσιονομικών περιορισμών, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της αλλαγής ήταν το πρόγραμμα «Νέοι Αγρότες 2009» του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης, το οποίο επιδοτούσε την έναρξη αγροτικής δραστηριότητας νέων ηλικίας 18 έως 40.
Το πριμ που προβλεπόταν κόπηκε στο μισό και οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα, έχοντας πια προσφύγει στη δικαιοσύνη, διεκδικούσαν τα υπόλοιπα χρήματα μέχρι και το 2018 από το ελληνικό Δημόσιο.
Την περίοδο του αντιμνημονιακού μένους, οι πασόκοι αγροτοσυνδικαλιστές που ήταν υπολογίσιμη δύναμη για δεκαετίες σκόρπισαν: η εικόνα του Αλέξη Τσίπρα πάνω στο τρακτέρ τον Φεβρουάριο του 2013 ήταν η συμβολική επισφράγιση μιας πολιτικής σχέσης που είχε διαμορφωθεί και θα κορυφωνόταν δύο χρόνια αργότερα.
Με τη σειρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ απογοήτευσε και αυτός τον αγροτικό κόσμο, κυρίως μετά την υπογραφή του δικού του μνημονίου, μεταξύ άλλων με αύξηση του φορολογικού συντελεστή, του ΦΠΑ και των ασφαλιστικών εισφορών.
Παρότι είχαν πικρή πείρα από τα λεγόμενα «συστημικά» κόμματα, οι αγρότες το 2019 εμπιστεύθηκαν τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία προχώρησε σε μια σειρά μέτρων ανακούφισης του αγροτικού κόσμου μετά την πανδημία.
Λίγους μήνες μετά από μια ακόμα εκλογική νίκη, ωστόσο, είναι ο σημερινός Πρωθυπουργός που βρίσκεται αντιμέτωπος με τις κινητοποιήσεις – τα συσσωρευμένα προβλήματα, η ενεργειακή ακρίβεια και το κόστος παραγωγής, λένε, δεν αντιμετωπίζονται ούτε με τα μέτρα που ήδη εξήγγειλε εκ νέου η κυβέρνηση σε μια προσπάθεια να αποφύγει το κλείσιμο των δρόμων και την κάθοδο των τρακτέρ στην Αθήνα, όπως συμβαίνει στο Παρίσι ή το Βερολίνο.
Ο «παράγοντας Θεσσαλία».
Δεν είναι μόνο η έλλειψη εμπιστοσύνης σε όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν ο λόγος που οι φετινές αγροτικές κινητοποιήσεις δεν έχουν πολιτικό χρώμα – άρα διεκδικούνται από όλους εξίσου, ακόμα και από τα κόμματα της συντηρητικής Δεξιάς.
Το σημείο καμπής ήταν οι πλημμύρες στη Θεσσαλία: δεν υπήρξε ούτε ένας πολιτικός επικεφαλής που να μη φόρεσε τις γαλότσες του και το αντιανεμικό μπουφάν για να επισκεφθεί τις πληγείσες περιοχές. Δεν υπήρχε ούτε ένας που να μην υποσχέθηκε πως θα ασκήσει πιέσεις για γρήγορη αποκατάσταση των ζημιών και γρήγορες αποζημιώσεις –την ώρα που και η κυβέρνηση θεώρησε πως δρούσε έγκαιρα, μοιράζοντας χρήματα που ωστόσο στους επαγγελματίες του Θεσσαλικού Κάμπου δεν φτάνουν για κανέναν, ό,τι κι αν έχει ψηφίσει.
Οσο εκείνοι διεκδικούν πλήρεις αποζημιώσεις από το Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο έχει βάλει όριο στα μέτρα που δεν ικανοποιεί τους διαμαρτυρόμενους αγρότες, τα κόμματα που θα μπορούσαν να τους εκπροσωπήσουν δεν εμφανίζουν, σ’ αυτήν τη φάση, προοπτική εξουσίας.
Χρησιμοποιούνται άρα ως μέσο πίεσης από τους αγρότες, αλλά δεν είναι εκείνα που καθορίζουν τις κινήσεις τους – οι οποίοι, προφανώς, επιλέγουν να συνομιλούν με όλους.
Η αποκομματικοποίηση των κινητοποιήσεων δεν τις κάνει πιο εύκολο γρίφο για τη ΝΔ.
Μάλλον το αντίθετο: δυσκολεύεται να φανεί άτεγκτη (ήδη στελέχη της αναφέρονται και σε «δίκαια αιτήματα των αγροτών»), δεν μπορεί να τους αποδώσει επικοινωνιακά στην αντιπολίτευση και προσέχει διπλά την πιθανότητα ριζοσπαστικοποίησής τους – στην Ευρώπη, στις πολλές παρόμοιες διαμαρτυρίες που βρίσκονται σε εξέλιξη, είναι η άκρα Δεξιά που φαίνεται πως έχει διεισδύσει στις τάξεις των διαμαρτυρόμενων αγροτών, ακόμα και σε χώρες που οι αγρότες παραδοσιακά αποτελούσαν σοσιαλιστικά στηρίγματα.
Ο γρίφος.
Οι κινητοποιήσεις δεν έχουν απόχρωση για έναν ακόμα λόγο – οι κύριες πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα στηρίζουν την πράσινη μετάβαση που περνάει και μέσα από την Κοινή Αγροτική Πολιτική για το 2023-2027.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κατηγόρησε λανθασμένα τον ΣΥΡΙΖΑ πως στο Ευρωκοινοβούλιο τάχθηκε υπέρ της εξωτερικής σύγκλισης των ενισχύσεων, όμως η συζήτηση στην Ευρώπη έχει ήδη φτάσει σε πολύ διαφορετικές λεπτομέρειες: τα ακραία καιρικά φαινόμενα που έκαναν επιτακτικό το Green Deal και αύξησαν τις «πράσινες» υποχρεώσεις των κρατών-μελών θεωρείται πως δεν βοήθησαν να ληφθούν υπόψη οι ευρωπαίοι αγρότες που καλούνται, για παράδειγμα, να εφαρμόσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αγρανάπαυση σε περιβάλλον ακρίβειας ή να περιμένουν τις επιδοτήσεις για τα φωτοβολταϊκά σε τρία χρόνια.
Στο ίδιο μήκος κύματος για τις αντιδράσεις που έχουν δημιουργήσει στον αγροτικό κόσμο οι περιβαλλοντικές προβλέψεις της ΕΕ, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε πριν από λίγες μέρες πως αποσύρει από το τραπέζι την πρόταση της Κομισιόν για μείωση της χρήσης φυτοφαρμάκων στις ευρωπαϊκές καλλιέργειες, η οποία αποτελούσε κόκκινο πανί και είχε ήδη πέσει πάνω στο πρώτο «όχι» από το Ευρωκοινοβούλιο.
Καθόλου τυχαία, ο Μητσοτάκης έκανε πριν από λίγες μέρες ειδική αναφορά στο ζήτημα των περιβαλλοντικών αλλαγών, επικρίνοντας τις λεπτομέρειες του σχεδίου που καταρτίστηκε από την Κομισιόν. Εξίσου εύλογη είναι η επιμονή των κεντροαριστερών δυνάμεων η πράσινη μετάβαση να μην αφήνει κανέναν πίσω: αυτές οι τοποθετήσεις είναι διαφοροποίηση κάθε πλευράς για μια πολιτική που θεωρείται κοινή κατεύθυνση για όλους.