Συχνά με απασχόλησε με πόση άνεση, χωρίς θεωρητικές απόψεις, το θέατρό μας, στην εξέλιξή του μέσα στα χρόνια, με τόση διαφορετική κάθε φορά φόρτιση των γεγονότων και των εκτιμήσεων, περνούσε από τη μια μορφή στην άλλη. Για σκεφτείτε πώς ένας λαός, χωρίς διακοπές πολιτιστικής πορείας, πέρασε από τον Ομηρο, τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη στα λαϊκά δρώμενα στο Βυζάντιο, στον έρωτα για τους ευρωπαίους κλασικούς, στον Ψυχάρη, στον Ξενόπουλο, στον Μελά, ύστερα στον Καμπανέλλη ως τον Μάτεσι και παράλληλα δίπλα στον Αριστοφάνη, τις λαϊκές κωμωδίες του Σακελλάριου και των έξοχων συγχρόνων του λαϊκών δραματουργών, ενώ, ταυτόχρονα, προσαρμοζόταν και η υποκριτική γλώσσα, το ήθος της, το ύφος της, η λαϊκή της καταγωγή που έγινε επίσημη θεατρική γλώσσα με διεθνή αναγνώριση, ως αυθεντική έκφραση του λαϊκού ύφους, ήθους και σκεπτικού.
Αλλιώς πώς μπορεί κανείς να αφομοιώσει επιστημονικά την άνετη μετάβαση από την τραγωδία και την κωμωδία του κλασικού αιώνα στη λειτουργία της Ορθοδοξίας, με έξοχη δραματική και λυρική απογείωση, με θεατρικούς κώδικες αιώνων της μετάβασης από τον Δία και την Αφροδίτη στην Παναγία και τους χριστιανούς μάρτυρες που απαθανατίστηκαν πάνω σε αγγεία με έξοχες θεατρικές πόζες και συνθήκες. Ο Καραγκιόζης ήρθε, ταξίδεψε από την Ανατολή, πρώτα από την Κίνα και τις Ινδίες και ύστερα από τη Μικρά Ασία, την Τουρκία και την αισθητική του Ισλάμ, έφτασε και έγινε αυθεντικός λαϊκός εκφραστικός τρόπος λαϊκής απόλαυσης στα χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση και όλες τις πολιτικές και πολιτιστικές διαφοροποιήσεις που διαμόρφωσαν την ελληνική κουλτούρα που βρέθηκε και γεωγραφικά στο κέντρο των μεσογειακών πολιτιστικών μεταποιήσεων.
Μεγάλωσα στη ρουμελιώτικη επαρχία, χρόνια πολιτικά δύσκολα μετά το Επος της Αλβανίας, χρόνια σκλαβιάς, πείνας, απόλυτης φτώχειας, με έναν λαό που έφτασε να αποπειραθεί να δολοφονήσει τη σημαντικότερη πολιτική προσωπικότητα των νεότερων χρόνων της ιστορίας του, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αφού είχε ήδη δολοφονήσει τον περασμένο αιώνα τον Ιωάννη Καποδίστρια. Ας μην ξεχνάμε συχνά αυτές τις μαύρες σελίδες της ιστορίας μας. Δυστυχώς, τις επαναλάβαμε με τον Νίκο Μπελογιάννη και τον Ιωνα Δραγούμη. Είναι εξάλλου ο ίδιος λαός που πότισε με κώνειο τον Σωκράτη και εξόρισε τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Γιάννη Ρίτσο.
Mεγάλωσα μέσα σε δύστοκα χρόνια, Κατοχή και Εμφύλιο, μετανάστευση της νεολαίας και καθεστώς πολιτικών φρονημάτων ως αντεθνικών πράξεων. Μεγάλωσα στην ελληνική επαρχία, στη Ρούμελη, με μόνη λαϊκή απόλαυση τον Καραγκιόζη. Εχει ευτυχώς από έλληνες ειδικούς αναλυθεί η εποχή, οι φόρμες της λαϊκής τέχνης της Κίνας και της Ανατολής που βρήκαν αισθητική και ιδεολογική καταφυγή στη λαϊκή ευαισθησία με τέτοιο συνταρακτικό τρόπο που μεταποίησαν μια ξένη, ασιατική λαϊκή μορφή σε εθνική, όχι μόνο αισθητική, αλλά και πολιτισμικό πλούτο.
Σε ηλικία 12 ετών και σε χρόνια δύσκολα έφτιαχνα φιγούρες του Καραγκιόζη. Κυκλοφορούσαν μαζί με τις εφημερίδες κόλλες με δύο, τρεις φιγούρες του Θεάτρου Σκιών. Κάναμε συλλογή κι όταν είχαμε εξασφαλίσει ένα βασικό «θίασο» δέκα – δεκαπέντε φιγούρες, τις κολλούσαμε σε χαρτόνια, τις κόβαμε, με καρφίτσες ενώναμε πόδια, χέρια, κεφαλή, που εξασφάλιζαν κίνηση στις φιγούρες και κάθε φίλος στη γειτονιά, όταν το επέτρεπαν οι χώροι του σπιτιού (κυρίως τα υπόγεια που ήταν οι αποθήκες με το λάδι, το κρασί, τα όσπρια και ξερά σύκα και παξιμάδια) στήναμε έναν μπερντέ στην είσοδο του υπογείου και με φωτισμό μια λαμπάδα που βρίσκαμε στους ναούς, ένας ή δύο παίχτες, είτε με τη βοήθεια μικρών φυλλαδίων με έργα του Καραγκιόζη, είτε με αυτοσχεδιασμούς, καλούσαμε τους γείτονες, γονείς, παππούδες και παιδιά να τους παίξουμε τις περιπέτειες του Καραγκιόζη, του Δερβέναγα, του Μεγαλέξαντρου, του Καραϊσκάκη και τη Νίλα του Δράμαλη, με ήρωες τις λαϊκές φιγούρες ενός θιάσου που γαλούχησε τα δύσκολα χρόνια, κυρίως της Κατοχής και του Εμφυλίου, πέρα από τους κλέφτες κι αστυνόμους, τα πνευματικά μας ενδιαφέροντα.
Ξέρετε τι έξοχη εμπειρία είναι να μιμείσαι φωνές ηρώων, δειλών, προδοτών, γυναικών, εχθρών, αγίων και τι πλούτος ήταν αυτός για την πνευματική μας ωρίμανση. Παράλληλα ανακαλύψαμε και το Κουκλοθέατρο και η ενασχόληση για τη δημιουργία του «θιάσου» ήταν πιο δημιουργική. Ο Καραγκιόζης πάλι ήταν σε φιγούρες στα πρακτορεία εφημερίδων. Το Κουκλοθέατρο ήταν ενασχόληση ιδιαίτερα δημιουργική, αφού έπρεπε να φτιάχνεις και τα κουκλίστικα ρούχα κάθε κούκλας, αστυνόμου, αφέντη, ληστή, δάσκαλου, γεωργού, ποιμένα ή και του Αγίου Νεκταρίου! Σπουδαίοι δάσκαλοι, κυρίως συμπατριώτες, δημιουργούσαν εκδηλώσεις στις μεγάλες θρησκευτικές και εθνικές γιορτές, όπου παρουσιάζονταν, είτε στο Θέατρο Σκιών πατριωτικά δράματα, είτε σε Κουκλοθέατρο θρησκευτικούς «μύθους», ιστορικά γεγονότα και φαινόμενα, όπως η κατάκτηση της Σελήνης και η Πολιορκία του Μεσολογγίου.
Ο καθένας μπορεί, ελπίζω, να φανταστεί τι πλούτος ήταν αυτός για τη φαντασία μας και, κυρίως, τι βαθιά κατάδυση στη γλώσσα, αφού έπρεπε να μιμηθούμε δασκαλίστικη ή εκκλησιαστική καθαρεύουσα, λαϊκή ντοπιολαλιά, πολιτική ρητορική, γερμανούς κατακτητές ή Ελληνες με προφορά από την αμερικάνικη ελληνική ιδιόγλωσσα, όταν γύριζαν μετά τη σύνταξη να πεθάνουν στην πατρίδα. Κάποτε αξιόλογοι ιστορικοί της γλώσσας μας ασχολήθηκαν με τις γλωσσικές ντοπιολαλιές και τους ξενισμούς της ελληνικής διασποράς. Συχνά το λαϊκό Θέατρο Σκιών έδωσε τύπους και λαλιά σε νούμερα της Επιθεώρησης και θριάμβευσαν καθαρευουσιάνοι δάσκαλοι ή Πόντιοι ή ελληνοαμερικανοί μετανάστες. Ενας γλωσσικός πλούτος της ευφυΐας και της εφευρετικότητας των χρηστών της ελληνικής διαχρονικής γλωσσικής ιστορίας. Ξέρετε τι βάσανο και τι γοητεία είχε η δασκαλίστικη καριέρα μου, όταν πρωτοδιορίστηκα σε περιοχή της Αττικής που κυριαρχούσαν τα αρβανίτικα; Παιδιά που κελαηδούσαν, μιλώντας, και στα γραπτά τους στην «επίσημη» καθαρεύουσα, όχι απλώς χώλαιναν, αλλά λειτουργούσαν σαν ξένη γλώσσα. Εγώ ως Ρουμελιώτης δεν είχα πρόβλημα, αλλά κρητικοί ή ροδίτες συνάδελφοι βρισκόντουσαν μπροστά σε γλωσσικά τείχη.
Δεν έχει ποτέ σοβαρά μελετηθεί τι ρόλο έπαιξε στην Παιδεία μας το ραδιόφωνο που είχε έξοχους συνεργάτες, λογοτέχνες, εκπαιδευτικούς, δημοσιογράφους, μεταφραστές που έδιναν καθημερινά, κυρίως σε ανθρώπους της ελληνικής υπαίθρου με έντονες ντοπιολαλιές, δείγματα της επίσημης κρατικής γλώσσας που έξοχα, με βάση βέβαια την καθαρεύουσα, δεν στέρησε τα ελληνόπουλα από το δημοτικό τραγούδι, τον Παλαμά, τον Σολωμό, τον Ψυχάρη, τον Βάρναλη και τον Ελύτη, τον Αναγνωστάκη, τον Ταχτσή. Πόσο έλειψε από τις νέες γενιές δασκάλων ένα κείμενο αυτής της εποποιίας, να μυείς έναν Επτανήσιο, έναν Μακεδόνα, έναν Ρόδιο χρήστη της τρέχουσας τοπικής γλώσσας στον «Ερωτόκριτο», στον Κάλβο, τον Ψυχάρη, τον Μακρυγιάννη, τον Ροΐδη, τον Παπαδιαμάντη, αργότερα στον «Βασιλικό», στον Τερζάκη, τον Βενέζη και τον Εγγονόπουλο.
Ενας νέος της εποχής εκείνης που είχε έρθει σε επαφή με τις δημοτικές λυρικές και επικές απογειώσεις, ταυτόχρονα μελετούσε στο σχολείο από φωτισμένους δασκάλους την «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη και τα ποντιακά αριστουργήματα της λαϊκής παράδοσης των Ελλήνων της Ανατολής. Οταν υπηρετούσα στην εκπαίδευση πριν από χρόνια υπήρχαν συνάδελφοι που απέφευγαν να διδάξουν κείμενα των αναγνωστικών βιβλίων που αποτύπωναν μορφές της ελληνικής γλώσσας που γαλούχησαν χιλιάδες συμπατριώτες με τη λαϊκή ευφορία και την ποικιλία της μακραίωνης ιστορίας της γλώσσας μας που είχα την τύχη να μη διακοπεί ποτέ. Εχει μάλιστα διαπιστωθεί πως περισσότερα δάνεια της ελληνικής έχει η τουρκική γλώσσα παρά η ελληνική της τουρκικής, που δεν είναι βέβαια λίγα. Για σκεφτείτε πως η ελληνική αρετή έχει τούρκικο όνομα: μπέσα.
Στο Πανεπιστήμιο, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, υπήρχαν δύο ιδεολογικά αντίθετοι δάσκαλοι. Οι καθαρευουσιάνοι που, με σεβασμό βέβαια, εκτιμούσαν και τον «Ερωτόκριτο» ή τον Παλαμά και οι δάσκαλοι με βαθιές ρίζες οικογενειακές ή τυπικές, δίδασκαν με κέφι, αλλά και ιδεολογικό στοχασμό, τα κείμενα του δημοτικισμού, ακόμη και τους εξτρεμισμούς του Ψυχάρη. Ο Μακρυγιάννης δεν έπαψε ποτέ για όλες τις «σχολές» εκπαιδευτικών να είναι μεγάλη γλωσσική μήτρα της γλώσσας μας, το σημαντικό είναι πως το ίδιο πολύτιμος για τη γλωσσική μας περιουσία ήταν ο Ροΐδης. Οταν κάποτε βρέθηκα σε σχολική τάξη που δεν είχε ποτέ της διαβάσει Ροΐδη και Σουρή, αισθάνθηκα ντροπή που είχε συχνά βρωμίσει την εκπαιδευτική ηθική το γεγονός πως σ’ αυτόν τον τόπο μπορούσε ο μορφωμένος με βασική εκπαίδευση Ελληνας να διαβάζει και να κατανοήσει Θουκυδίδη, Ευαγγέλια, «Ερωφίλη», Σικελιανό, ρεμπέτικα τραγούδια και κείμενα του Παπαρρηγόπουλου πλάι σε κείμενα των μεγάλων δασκάλων του δημοτικισμού. Αυτό το κατόρθωμα παιδείας το θαύμασαν και το μελέτησαν έξοχοι ξένοι ιστορικοί της γλώσσας και της Παιδείας.
Ξέρετε τον θαυμασμό που προκαλεί το γεγονός πως ένας έλληνας έφηβος πριν από 50 χρόνια διάβαζε άνετα Βιζυηνό, Μακρυγιάννη και Ξενόπουλο, ακούγοντας στο πανηγύρι δημοτικά, εκκλησιαστικά και καθαρευουσιάνικα κείμενα; Πριν από λίγα χρόνια διάβασα σε μια τάξη ένα κείμενο του Ροΐδη για τη λαϊκή γλώσσα (!) και οι μαθητές με κοίταγαν με την έκπληξη του ξαφνιασμένου από κάτι άγνωστο!!