Ο Αγις Στίνας (πραγματικό όνομα Σπύρος Πρίφτης), εμβληματική μορφή του τροτσκιστικού χώρου, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις φυλακές και στην εξορία. Η ζωή του κινήθηκε ανάμεσα στην ανιδιοτέλεια και τις αυταπάτες. Εντάχθηκε στο ΣΕΚΕ (το μετέπειτα ΚΚΕ) το 1920. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 αρχίζει να κάνει αντιπολίτευση στο ΚΚΕ μέσα από τη Λενινιστική Αντιπολίτευση στο ΚΚΕ (ΛΑΚΚΕ). Μετά το 1931 καταδικάζει την πολιτική του ΚΚΕ για την «Τρίτη Περίοδο», σύμφωνα με την οποία ο καπιταλισμός είχε εισέλθει στην τρίτη και τελευταία περίοδό του. Είναι η εποχή που οι σοσιαλδημοκράτες χαρακτηρίζονται σοσιαλφασίστες και η επανάσταση θεωρείται επερχόμενη. Αυτό που ερχόταν όμως ήταν ο ναζισμός. Καταδικάζει και το σύνθημα της «υπεράσπισης της Σοβιετικής Ενωσης». Ενώ το 1936 δεν εγκρίνει ούτε την πολιτική των Ενιαίων και Λαϊκών Μετώπων, αφού αυτά, κατ’ αυτόν, οδηγούν στην υποστολή της σημαίας της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης.
Μετά την αποχώρησή του από το ΚΚΕ, πνεύμα ανήσυχο, δεν εντάσσεται ούτε στους αρχειομαρξιστές ούτε στους τροτσκιστές του Πουλιόπουλου. Ιδρύει την Κομμουνιστική Διεθνιστική Ενωση με εφημερίδα το «Εργατικό Μέτωπο». Στην Κατοχή γλίτωσε την εκτέλεση γιατί, σε αντίθεση με άλλους φυλακισμένους που έμειναν και εκτελέστηκαν, αυτός αποφάσισε να δραπετεύσει και με τη βοήθεια του δεσπότη Καρύστου Παντελεήμονα τα καταφέρνει. Τασσόμενος κατά του ρηχού αντικληρικαλισμού που αναθεματίζει όλους τους ιερείς, υποστηρίζει πως «δεν έχει δίκιο ούτε ο Κορδάτος που τους τοποθετεί όλους στην αντίδραση ούτε ο Ντάντε που τους βάζει όλους στην Κόλαση» (σ. 450). Μετά τον πόλεμο συμμετέχει σε διάφορα σχήματα δικά του ή συνεργατικά (Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας, Διεθνιστικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, Διεθνιστικό Επαναστατικό Κόμμα Ελλάδας) διαφωνώντας με την εθνικιστική – κατ’ αυτόν – γραμμή του ΚΚΕ, αλλά και των άλλων τροτσκιστικών ομάδων. Αν και συναινεί, το 1946, στην ενοποίηση του τροτσκιστικού χώρου, διαφωνεί στη συνέχεια και με αυτό το εγχείρημα.
Σε πολλές όμως από τις διαφωνίες του με τους άλλους τροτσκιστές συναντάμε αυτό που ο Φρόιντ ονόμαζε «ναρκισσισμό των μικρών διαφορών». Δεν ήταν όμως όλες μικρές. Πίστευε πως ο Τρότσκι ως το 1940, το έτος της δολοφονίας του, εξακολουθούσε να έχει ως προτεραιότητα την επανάσταση. Μετά τον Πόλεμο κατανόησε πως ο Τρότσκι και η Δ’ Διεθνής υποστήριζαν τα εθνικά κινήματα αντίστασης. Κριτική άσκησε και στη Δ’ Διεθνή, η οποία μετά τον Πόλεμο αντί της επανάστασης ζητούσε κυβερνήσεις σοσιαλιστών – κομμουνιστών, γιατί πάντα προτεραιότητά της ήταν η «υπεράσπιση της Σοβιετικής Ενωσης».
Αυτή την υπεράσπιση ο Στίνας θεωρούσε ήδη από τη δεκαετία του 1930 ως προδοσία της Επανάστασης. Μετά τον Πόλεμο «αναγνώρισε» πως πραγματικός τροτσκιστής ήταν ο Πουλιόπουλος. Ο ίδιος διαφωνούσε με τον Τρότσκι και τη Δ’ Διεθνή σε άπειρα θέματα. Τον Πουλιόπουλο πάντως τον εκτιμούσε ως μαρξιστή διανοητή, ο οποίος όμως δεν είχε καμία σχέση με τα επαναστατικά κινήματα. Τελικά οι ανησυχίες του ελλιμενίζονται στις θέσεις του Καστοριάδη περί αυτονομίας του ανθρώπου και των κινημάτων τους. Προς το τέλος της ζωής του μέχρι τον θάνατό του (1987) συνδέεται με το αναρχικό κίνημα.
Οι «Αναμνήσεις» του Στίνα συγκινούν βαθύτατα κάθε άνθρωπο που δεν θεωρεί πως η ανισότητα είναι μια φυσική κατάσταση. Δεν μπορώ όμως να συμφωνήσω με πολλές από τις αρχές του. Οπως είναι οι ιδέες που καταδίκαζαν το αντάρτικο κατά των ναζί. Σύμφωνα με τον δικό του επαναστατικό ντεφετισμό η μόνη ενέργεια που πρέπει να ήταν αποδεκτή για τους επαναστάτες ήταν ο πόλεμος στο εσωτερικό μιας χώρας που θα οδηγούσε σε εμφύλιο και από εκεί στην παγκόσμια επανάσταση. Το καθήκον κάθε επαναστατικού κινήματος είναι να στρέφει την αγανάκτηση κάθε λαού κατά της δικής του «μπουρζουαζίας».
Καταδικάζει μάλιστα την Εθνική Αντίσταση που σκότωνε απλούς γερμανούς εργάτες, αντί να τους καλεί σε από κοινού δράση. Απέρριψε ακόμη και το γράμμα Ζαχαριάδη, στο οποίο αυτός καλούσε όλους – και τους φυλακισμένους κομμουνιστές – σε συστράτευση με το καθεστώς Μεταξά κατά της ιταλικής εισβολής. Το χαρακτηρίζει «γεμάτο σοβινιστικό δηλητήριο». Το να αμύνεται κανείς κατά του εισβολέα και όχι κατά της εθνικής του αστικής τάξης είναι, κατ’ αυτόν, προδοσία του σοσιαλισμού και του διεθνισμού. Το ΚΚΕ άλλαζε θέσεις, ανάλογα με το πώς και προς τα πού έβλεπε ο Στάλιν τα συμφέροντα της γραφειοκρατίας του.
Διαφώνησε και με τη θέση του Τρότσκι πως στη Ρωσία η επανάσταση προδόθηκε από τη γραφειοκρατία, χωρίς αυτό να αλλάζει την επαναστατική φύση του καθεστώτος, μια που διατηρήθηκε η βάση του, η κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Κατά τον Στίνα η σταλινική Ρωσία δεν είχε τίποτα το επαναστατικό πάνω της. Δεν κατάλαβε όμως, όπως παρατηρούσε ο Καστοριάδης στην ομιλία του στην κηδεία του Στίνα, ότι και «ο μπολσεβικισμός και ο ίδιος ο Λένιν από την αρχή δεν είχαν καμία σχέση με την Επανάσταση» (σ. 617). Αν και για να είμαστε δίκαιοι, είχε καταδικάσει από νωρίς την πάταξη της εξέγερσης των ναυτών της Κροστάνδης από τους Λένιν και Τρότσκι. Πάντως ποτέ δεν αποδέχθηκε τις αστικές φιλελεύθερες δημοκρατίες.
Μα τι αξία όμως έχει να διαβάζουμε, σήμερα, την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, τις αναμνήσεις παλιών τροτσκιστών; Αν μας ενδιαφέρει το σήμερα, φαινομενικά καμία. Αν όμως πιστεύουμε πως η σημερινή πραγματικότητα είναι συμπύκνωση των αγώνων των παλαιότερων γενεών για έναν καλύτερο κόσμο, τότε έχει και παραέχει αξία. Ο ρεαλιστικός κυνισμός που αρνείται κάτι τέτοιο είναι χειρότερος και από τον ξεπερασμένο σοσιαλιστικό ρεαλισμό.
Από τις «αναμνήσεις» του πάντως κρατώ και την πληροφορία πως ο Λουνατσάρσκι, κατά την επίσκεψη του στην Ελλάδα, εκτίμησε πολύ τον Καραγκιόζη, τον οποίο πολλοί σημερινοί αντιδραστικοί αγαπούν να μισούν. Αυτή η πληροφορία για τον Λουνατσάρσκι μού τον έκανε ακόμη πιο συμπαθή.