Προσφυγομάνα είναι το προσωνύμιό της. Και όχι άδικα, αφού η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη που υποδέχθηκε τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων το 1922, όταν η σχεδόν 100 ετών Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη πρόκληση της ιστορίας της: κατεστραμμένη στρατιωτικά, διαιρεμένη κοινωνικά, εξουθενωμένη οικονομικά και καταρρακωμένη ηθικά κλήθηκε να διαχειριστεί ένα πρωτόγνωρο ακόμα και σε διεθνές επίπεδο προσφυγικό ζήτημα. Αρκεί μια γρήγορη ματιά στους αριθμούς για να διαπιστώσει κάποιος τα μεγέθη. Η απογραφή του 1928 κατέγραψε 1,2 εκατ. πρόσφυγες σε σύνολο πληθυσμού 6,2 εκατ., ποσοστό 19,6%, εκ των οποίων το 1 εκατ. είχε φτάσει στην Ελλάδα μέσα σε λίγους μόνο μήνες, από τον Σεπτέμβριο του 1922 έως τον Ιανουάριο του 1923.
Και είναι εκείνη που έναν αιώνα μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης για την ανταλλαγή των πληθυσμών (1923), μέσω του ανώτατου εκπαιδευτικού της ιδρύματος, του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, ρίχνει φως στο ζήτημα της αγροτικής εγκατάστασης των προσφύγων, διά του ερευνητικού προγράμματος υπό τον τίτλο «Ψηφίδες της αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων του 1922». Ο επιστημονικός καρπός του, δε, χώρεσε στην ομότιτλη έκδοση 500 και πλέον σελίδων υπό την επιμέλεια του καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Ιάκωβου Μιχαηλίδη, ο οποίος υπήρξε και υπεύθυνος του προγράμματος, και την οικονομική στήριξη της Τράπεζας Πειραιώς.
Το θέμα μπορεί με την πρώτη ανάγνωση να μοιάζει εξειδικευμένο. Αρκεί όμως ακόμα κι ένα ξεφύλλισμα του ογκώδους τόμου για να κερδίσει τον αναγνώστη, καθώς οι αριθμοί και τα στατιστικά στοιχεία προσφέρουν άμεση και σαφή ανάγνωση των γεγονότων. Οι προσωπικές ιστορίες – είτε είναι στιγμιότυπα από την πραγματικότητα των προσφύγων είτε τα πορτρέτα όσων έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαχείριση του ακανθώδους αυτού ζητήματος – μαζί με το πλούσιο και πολυποίκιλο φωτογραφικό υλικό στιγμιοτύπων αλλά και τεκμηρίων, επιτρέπουν στο δύσκολο αυτό κεφάλαιο της Ιστορίας να αποκαλύψει αρκετές αθέατες διαστάσεις του. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την τελευταία πτυχή είχε και η αξιοποίηση άγνωστου έως σήμερα αρχειακού υλικού από τους Κυριάκο Χατζηκυριακίδη, Ρεγγίνα Κατσιμάρδου, Νατάσα Καστρίτη, Ελένη Μπενέκη, Νικόλαο Μισολίδη, Δήμητρα Κουκίου και Ιφιγένεια Βογιατζή, που υπογράφουν τις επιμέρους μελέτες.
145.127 ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ. Ποιος είναι ο λόγος που η αγροτική αποκατάσταση των προσφύγων βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος; Διότι μεγάλος αριθμός τους – 560.000 άτομα, δηλαδή 145.127 οικογένειες – αναγκαστικά διοχετεύθηκε στον αγροτικό χώρο, επειδή εκεί υπήρχαν διαθέσιμες γαίες παρά το γεγονός ότι σε ποσοστό άνω του 50% ήταν αστοί.
Αν και χωρίς αμφιβολία η ανθρωπιστική κρίση που καλούνταν να αντιμετωπίσει η Ελλάδα, η οποία τα προηγούμενα χρόνια είχε βιώσει σκληρές πολιτικές και στρατιωτικές δοκιμασίες (Εθνικός Διχασμός, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και Μικρασιατική Καταστροφή), ήταν η μεγαλύτερη, δεν ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν αντιμέτωπη με το προσφυγικό πρόβλημα. Παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στη Μακεδονία βρίσκονταν 124.000 πρόσφυγες από τη Θράκη, 45.000 από τη Μικρά Ασία, 2.100 από τη Σερβία και 3.100 από τον Καύκασο. Οι τελευταίοι ωστόσο άρχισαν να φτάνουν κατά χιλιάδες το 1919 στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Θεσσαλονίκης, γνωστούς και ως «στρατόπεδα θανάτου», αφού το 1921 1.000 πρόσφυγες πέθαναν σε 35 ημέρες από τύφο.
Ιδιαίτερη βαρύτητα ωστόσο δίνεται στη συγκεκριμένη έκδοση στους αγρότες πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία και τη Βουλγαρία, οι οποίοι επωφελούμενοι από τους όρους της «Σύμβασης περί αμοιβαίας και εθελουσίας μεταναστεύσεως των φυλετικών μειονοτήτων» που υπογράφηκε το 1919 μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, στη Δυτική Θράκη και στη Θεσσαλία. Η εφαρμογή της άρχισε ουσιαστικά στο τέλος του 1922 και υπολογίζεται ότι έως το 1927 αίτηση να έρθουν στην Ελλάδα έκαναν 29.351 υποψήφιοι. Φύλλο πορείας έλαβαν οι 27.085, με πολλές δυσκολίες, καθώς οι Βούλγαροι ήταν απρόθυμοι να παραχωρήσουν τα απαραίτητα έγγραφα και υποτιμούσαν κατ’ εξακολούθηση τις περιουσίες που έπρεπε να εκποιηθούν.
Η σταδιακή και πιο οργανωμένη άφιξη των προαναφερθέντων προσφύγων δεν μπορούσε βεβαίως να συγκριθεί με εκείνους της Μικρασιατικής Καταστροφής, εκ των οποίων το 50% έπασχε από κάποια ασθένεια και περίπου 200.000 πρόσφυγες έχασαν τη ζωή τους στα λοιμοκαθαρτήρια από τις μολυσματικές ασθένειες και τις αντίξοες καιρικές συνθήκες τον χειμώνα 1922-23. Επιπλέον είχαν δημογραφκές ιδιομορφίες: υπήρχε δυσαναλογία ανδρών γυναικών – με τις γυναίκες να υπερτερούν – και ενηλίκων προς ανηλίκους. Επίσης τα προσφυγόπουλα έως 10 ετών ήταν περισσότερα από τα συνομήλικά τους που ζούσαν στην Ελλάδα, ενώ τα ορφανά άγγιζαν τις 95.000.
ΓΙΑΤΙ ΑΓΡΟΤΕΣ; Για ποιους λόγους όμως αν και, όπως προείπαμε, οι περισσότεροι πρόσφυγες ήταν αστοί κλήθηκαν να γίνουν αγρότες, και δη στη Βόρεια Ελλάδα; Η οικονομική πολιτική των Φιλελευθέρων που επεδίωκαν την αύξηση της αγροτικής παραγωγής δίνοντας έμφαση στην αγροτική αποκατάστασή τους ήταν ένας εκ των βασικών λόγων. Παράγοντες δε όπως η εγκατάλειψη της ακίνητης περιουσίας των μουσουλμάνων της Μακεδονίας μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών και η ύπαρξη σημαντικών εκτάσεων καλλιεργήσιμης γης – σε αντίθεση με τις νότιες περιοχές της χώρας, που αδυνατούσαν να απασχολήσουν τον υπάρχοντα πληθυσμό οδηγώντας τον στη μετανάστευση – κατέδειξαν τη Βόρεια Ελλάδα ως την καλύτερη επιλογή. Ταυτοχρόνως η παρουσία των προσφύγων ενίσχυε την εθνική ταυτότητα, σε μια εποχή που είχε αναζωπυρωθεί το μακεδονικό ζήτημα.
Η αποκατάστασή τους δεν ήταν πάντα ομαλή και η διανομή γαιών προκαλούσε διενέξεις με τους ντόπιους πληθυσμούς. Χαρακτηριστικά είναι τα αιματηρά επεισόδια που ξέσπασαν στην Πρώτη Σερρών με 50 τραυματίες, 12 σπίτια καμένα και τον προσφυγικό οικισμό Νέας Μπάφρας ολοκληρωτικά κατεστραμμένο.
Τα στοιχεία δείχνουν πως η αγροτική αποκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων στοίχισε ως τα τέλη του 1930 περί τα 8 δισ. δραχμές, ποσό που κατά περίπου 65% κατανεμήθηκε στη Μακεδονία και 35% στη Θράκη με την αποκατάσταση 145.000 οικογενειών και την οργάνωση λίγο περισσότερων από 2.000 συνοικισμών. Η αυξημένη θνησιμότητα των προσφύγων, με τους 70 στους 100 θανάτους το δεύτερο μισό του 1923 στη Μακεδονία να οφείλονται στην ελονοσία και τους προσφυγικούς οικισμούς από τις Σέρρες ως την Κατερίνη να χάνουν το ένα πέμπτο του πληθυσμού τους τον επόμενο χρόνο από δυσεντερία, τυφοειδή πυρετό και άλλα νοσήματα σχετιζόμενα με το ακατάλληλο νερό, οδήγησε για πρώτη φορά στην ίδρυση αγροτικών ιατρείων, στο καθένα από τα οποία αντιστοιχούσαν περί τα 3.300 άτομα και με τις δαπάνες να καλύπτονται με ετήσια συνδρομή 200 δραχμών ανά οικογένεια.
«Περιεργαζόμενος» ο αναγνώστης τις ψηφίδες περί αγροτικής αποκατάστασης των προσφύγων στις σελίδες της έκδοσης θα εντοπίσει μεταξύ πολλών άλλων τους δύο βασικούς πυλώνες της κρατικής πολιτικής επί του θέματος: την αναδιανομή της μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας και τη γεωργική εκπαίδευση με στόχο την εισαγωγή νέων καλλιεργειών. Τον ρόλο της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων που δημιούργησε τις μόνιμες δομές εγκατάστασης για τους πρόσφυγες, της Αγροτικής Τραπέζας Ελλάδος (1929) στην τόνωση της αγροτικής παραγωγής, των ξένων ανθρωπιστικών οργανώσεων στο τιτάνιο έργο της αποκατάστασης των προσφύγων και του Τύπου ως προς την προσέγγιση της ανθρωπιστικής διάστασης του ζητήματος, όσο και αργότερα στη χειραγώγηση της προσφυγικής ψήφου.