Αφού πρώτα έδεσε το ΝΑΤΟ χειροπόδαρα επί ατελείωτο χρόνο προς τέρψιν της Ρωσίας, τελικά ο Ερντογάν πήρε εκβιάζοντας σκληρά τις ΗΠΑ το πολυπόθητο πρόγραμμα των F-16. Ομως το σημαντικό δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι αν μαζί πήρε και μία επανεκκίνηση στις σχέσεις με την Ουάσιγκτον. Το ερώτημα είναι αναπόφευκτο από τη στιγμή που η βοηθός υπουργός Εξωτερικών Νούλαντ έσπευσε στην Αγκυρα αμέσως μετά την τουρκική έγκριση ένταξης της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, για να συζητήσει ζητήματα διμερούς περιφερειακής συνεργασίας και να προτείνει δημοσίως στην Αγκυρα να επιστρέψει στο πρόγραμμα των F-35 με προϋπόθεση να εγκαταλείψει τους ρωσικούς S400.
Στην Αθήνα κρίθηκε ότι η πρόταση δεν έχει σημασία. Περίπου ότι αποτελεί μέρος μιας «παράστασης» για να κρατούν οι Αμερικανοί τον Ερντογάν ήσυχο. Ως επιχείρημα επιστρατεύθηκαν οι δεσμεύσεις που φέρεται να ανέλαβε η αμερικανική κυβέρνηση έναντι του Κογκρέσου των ΗΠΑ για να εξασφαλιστεί ότι η Αγκυρα δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσει τα άλλα αεροσκάφη, τα F-16, εναντίον νατοϊκών συμμάχων, δηλαδή της Ελλάδας. Δυστυχώς πρόκειται για ευσεβείς πόθους: αν κάποιος προτιμά να πιστέψει «πηγές» επικαλούμενες γνώση απόρρητων εγγράφων που εκείνες δήθεν και τα γνωρίζουν και τα γνωστοποιούν (και… τις βολεύουν) αντί να πιστέψει το αρμόδιο μέλος της αμερικανικής κυβέρνησης που μιλά δημόσια από την Αγκυρα και τον εκπρόσωπο του Λευκού Οίκου που λέει ακριβώς το ίδιο την επόμενη ημέρα όταν τον ρωτούν, είναι δικό του θέμα. Αλλά έστω και με δεσμεύσεις με ρήτρα διακοπής του προγράμματος των F-16, τι σημασία θα έχουν όταν οι Τούρκοι θα έχουν πια πάρει τα αεροσκάφη;
Ο Ερντογάν θριάμβευσε με τρόπο παγκοσμίως μοναδικό για την εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον, καθιστώντας πλέον σαφές ότι έχει υπάρξει σύγχυση δύο διαφορετικών, τελικά, πεδίων: ναι μεν οι Αμερικανοί έφυγαν από την αναξιόπιστη Τουρκία, πλην όμως ουδέποτε την εγκατέλειψαν. Εφυγαν για να διασφαλίσουν ότι δεν θα βρίσκονται υπό ομηρεία από τους εκβιασμούς της Αγκυρας, ή ότι δεν θα εμπλακούν σε περιπέτειες αν η Τουρκία διολίσθαινε, όπως φοβούνται, σε άλλο καθεστώς. Ετσι προέκυψε μεταφορά δυνάμεών τους στην Ελλάδα, η οποία ορθότατα υπήρξε και παραμένει απολύτως προσηλωμένη στην ελληνοαμερικανική σχέση που πρέπει να διαφυλαχθεί ως κόρη οφθαλμού.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Αθήνα μπορεί να πλέει σε ψευδαισθήσεις «εγγυήσεων» για τα F-16, πιστεύοντας ότι η Τουρκία θα πληρώσει περί τα 20 δισ. δολάρια για αεροσκάφη των οποίων δεν θα έχει τον έλεγχο. Ξεχνώντας δε ότι πρόβλημα δεν μπορεί να προκύψει μόνον στην περίοδο της παράδοσης, αλλά για πολύ περισσότερα χρόνια. Πώς φαντάζονται λοιπόν οι εμπνευστές αυτής της λαμπρής ιδέας ότι μπορεί να εφαρμοστεί; Θα τα περιμένει ο Εκτος Στόλος μονίμως στο Αιγαίο ως… δικαστικός κλητήρας με το εν λόγω χαρτί στο χέρι να τα σταματήσει μετρώντας συντεταγμένες στις πτήσεις και αναγνωρίζοντας ρητά κυριαρχίες και μάλιστα αποφασισμένος να επέμβει; Ή από κάποιο υπόγειο στη Γιούτα οι Αμερικανοί θα τα μπλοκάρουν με αντίμετρα; Ή θα τους τα πουλήσουν χωρίς φτερά ως… αβανγκάρντ; Αν ναι, βλέπουν πολλές ταινίες. Γιατί τέτοιες ή άλλες αληθινές εγγυήσεις δεν θα δουν.
Αυτό που προφανώς θα δουν θα είναι η συνέχεια εκείνου που ήδη συνέβη: ένα είδος ελληνικής άρνησης της πραγματικότητας, που την έχει απωθήσει. Και την Τουρκία να ξαναεκβιάζει αποτελεσματικά. Δεν θα δουν όμως τον Πούτιν στην Αγκυρα την ερχόμενη εβδομάδα όπως αναμενόταν: οι Ρώσοι βλέπουν στροφή της Τουρκίας προς τις ΗΠΑ. Εκείνο πάντως που ήδη άκουσαν είναι τον Φιντάν να επαναφέρει ολοκληρωτικά τις απολύτως απαράδεκτες διεκδικήσεις της Τουρκίας, παρά την ανοησία που αποκαλείται «Διακήρυξη των Αθηνών». Και με τον μυστικό διάλογο σε πλήρη εξέλιξη. Η κυβέρνηση έχει επιλέξει μια πρωτόγνωρη στάση επιλεκτικής οπτικής της πραγματικότητας. Περίπου όπως κάνουν οι στρουθοκάμηλοι. Που, όμως, τις βλέπουν.