Τα συστήματα υγείας στις ανεπτυγμένες χώρες είναι αντιμέτωπα με σημαντικές προκλήσεις. Υπάρχει μεγάλη πίεση για την αύξηση των δαπανών, καθυστερήσεις στην πρόσβαση των ασθενών, κυρίως σε νοσοκομειακές υπηρεσίες, ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό πιεσμένο και λόγω της πανδημίας και λόγω της αύξησης της ζήτησης για υπηρεσίες υγείας, ενώ η διάχυση των υπηρεσιών ψηφιακής υγείας και τηλεϊατρικής που θα περίμενε κανείς να έχουν στηθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας και έκτοτε δεν ήταν σημαντική.
Πέρα όμως από τις τωρινές προκλήσεις, είναι γεγονός πως τα συστήματα υγείας στις περισσότερες χώρες στήθηκαν με προδιαγραφές και επιδημιολογικά πρότυπα των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Βασίστηκαν σε ένα μοντέλο πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, όπου οι γενικοί γιατροί ανέμεναν στα ιατρεία ασθενείς που στην πλειονότητά τους έπασχαν συνήθως από ένα νόσημα και τα διαγνωστικά και θεραπευτικά μέσα ήταν πενιχρά. Τα δε νοσοκομεία χτίστηκαν με προδιαγραφές που δεν αντικατοπτρίζουν πλέον τη συνθετότητα των σύγχρονων ιατρικών προβλημάτων.
Εκτοτε έχουν αλλάξει πολλά. Πλέον έχουμε μεγάλο αριθμό ασθενών με συννοσηρότητες. Στην ηλικία των 50, 1 στους 2 θα πάσχει από ένα τουλάχιστον χρόνιο νόσημα. Η πιθανότητα να πάσχουμε με πάνω από 2 νοσήματα ανεβαίνει όσο μεγαλώνουμε. Παρά ταύτα, ο αριθμός αυτών που έχουν τις συννοσηρότητες είναι μεγαλύτερος στον εργαζόμενο πληθυσμό που είναι νεότερος παρά στους ηλικιωμένους. Και ενώ ακούγεται παράδοξο, δεν είναι, γιατί ενώ η πιθανότητα να έχουμε συννοσηρότητες αυξάνεται με την ηλικία, ταυτόχρονα αυξάνεται η πιθανότητα να πεθάνουμε εξαιτίας των πολλαπλών νοημάτων.
Γιατί κάνω αυτή την εισαγωγή;
Για να επισημάνω πως η υγεία δεν αφορά μόνο τους ηλικιωμένους αλλά και τον παραγωγικό πληθυσμό. Πως δεν είναι μόνο κόστος στους προϋπολογισμούς όπως θεωρούν πολλοί υπουργοί Οικονομικών αλλά και επένδυση στη διατήρηση ενός υγιούς εργατικού δυναμικού. Γιατί η σωστά οργανωμένη και χρηματοδοτούμενη δημόσια υγεία, μαζί με αντίστοιχη δημόσια παιδεία, αποτελούν τους βασικούς πυλώνες μιας πολιτείας, που επιδιώκει και επενδύει στην ισοτιμία και τις ίσες ευκαιρίες για όλους τους πολίτες.
Γνωρίζουμε επίσης, με βάση τα στοιχεία χωρών που έχουν καλές βάσεις δεδομένων, ότι στο 1% των ασθενών αντιστοιχεί το 1/3 του συνολικού κόστους των υπηρεσιών υγείας, ενώ στο 10% αντιστοιχεί το 65%-70% του κόστους.
Οσοι χρησιμοποιήσουν συχνά τις υπηρεσίες υγείας δεν είναι εφάπαξ χρήστες αλλά είναι και πιο πιθανό να νοσηλεύονται συχνά στα νοσοκομεία για αρκετά χρόνια και να επισκέπτονται μεγάλο αριθμό γιατρών και άλλων ιατρικών επαγγελμάτων. Η πιθανότητα ταλαιπωρίας τους, λόγω μη επαρκούς και τεκμηριωμένης ιατρικής φροντίδας, πολυφαρμακίας και αλληλεπιδράσεων φαρμάκων, και μη απαραίτητων εξετάσεων είναι μεγάλη. Σε μια χώρα που υστερεί στην ψηφιοποίηση του ιατρικού φακέλου και τη σωστή διάρθρωση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, τα προβλήματα αυτών των ασθενών επιτείνονται.
Τα νέα δεδομένα επομένως επιβάλλουν και νέες στρατηγικές για την αναδιάταξη του συστήματος υγείας, που θα σχεδιαστούν με προσοχή, και θα υλοποιηθούν σε χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τη διάρκεια μιας κυβερνητικής θητείας.
Ποιοι είναι επομένως οι άξονες στους οποίους θα πρέπει να στηριχθεί μια στρατηγική για την Υγεία.
Ας ξεκινήσω με τη χρηματοδότηση του συστήματος υγείας.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΟΒΕ, η συνολική δαπάνη Υγείας στην Ελλάδα ήταν κατά 1,6 μονάδες του ΑΕΠ μικρότερη των χωρών της ΕΕ-27 στη δεκαετία 2012-2021. Η δημόσια δαπάνη Υγείας ανέρχεται στο 5,7% του ΑΕΠ το 2021, ενώ στις νότιες χώρες είναι στο 7,3% και στην ΕΕ-27 στο 8,9%. Εχουμε επίσης πολύ υψηλές ιδιωτικές δαπάνες και πολύ χαμηλότερες δημόσιες δαπάνες σε σχέση με τις χώρες του Νότου της ΕΕ. Παράλληλα, το 2021 οι δαπάνες Υγείας αντιστοιχούσαν στο 8,1% της συνολικής δαπάνης των νοικοκυριών σε σχέση με 6,5% το 2009. Είναι επομένως καθαρά πολιτικό θέμα το κατά πόσο η χρηματοδότηση του ΕΣΥ πρέπει να αυξηθεί και με ποιον τρόπο. Αν δεν γίνει αυτό, θα πρέπει να υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση με ποιον τρόπο θα αντεπεξέλθει το ΕΣΥ στις σύγχρονες υγειονομικές προκλήσεις.
Μα δεν υπάρχουν σπατάλες, θα μου πείτε, στα δημόσια νοσοκομεία;
Προφανώς και υπάρχουν αλλά, ακόμα και αν αντιμετωπιστούν πλήρως, το χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων χωρών θα παραμείνει. Εκτός αν θεωρήσει κανείς πως χώρες με πιο προηγμένα συστήματα υγείας από το δικό μας δημιουργούν μεγαλύτερη σπατάλη στο σύστημα υγείας σε σχέση με εμάς.
Αν διαθέσουμε περισσότερα, θα έχουμε καλύτερα αποτελέσματα;
Οχι κατά ανάγκη, αν δεν τα διαθέσουμε κατά τον βέλτιστο δυνατό τρόπο. Στη χώρα μας όμως η κατανομή των πόρων στους διάφορους τομείς της Υγείας, όπως στην πρωτοβάθμια φροντίδα, στα νοσοκομεία, ή στο φάρμακο, αλλά και στις περιφέρειες της χώρας, δεν γίνεται με τεκμηριωμένο τρόπο. Ακολουθεί ιστορικές τάσεις και πολιτικές προτεραιότητες.
Ποιος σχεδιάζει τις προτεραιότητες για την Υγεία;
Κανονικά τον ρόλο αυτόν θα έπρεπε να τον παίζει το υπουργείο Υγείας, ενώ ο ΕΟΠΥΥ, με τη μεγάλη αγοραστική δύναμη που διαθέτει, θα έπρεπε να μετεξελιχθεί από παθητικό πληρωτή υπηρεσιών σε πραγματικό ασφαλιστικό φορέα που θέτει κανόνες και εντός του δημοσίου τομέα αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, ως ένας από τους βασικούς πληρωτές των ιδιωτικών υπηρεσιών. Παράλληλα, η διοίκηση του ΕΣΥ, κυρίως σε νοσοκομεία, πρωτοβάθμια και μακροχρόνια φροντίδα υγείας, θα πρέπει να ανατεθεί σε ειδικό οργανισμό αντίστοιχο του ΕΟΠΥΥ, που θα διευθύνει την παροχή των υπηρεσιών.
Τι θα κάνει το υπουργείο Υγείας τότε;
Ενα τεράστιο έργο που δεν κάνει τώρα και το επιτελεί διαχρονικά ελλιπώς. Θα καταγράφει και θα αναλύει συστηματικά τις ανάγκες και τα προβλήματα και θα σχεδιάζει τη διάταξη και τη μορφή των υπηρεσιών υγείας. Τι και πόσα νοσοκομεία θέλουμε, με τι οργανόγραμμα και ποιες οργανικές θέσεις, τι συνέργειες θα αναπτύσσονται μεταξύ των νοσοκομείων, ή πως θα αμείβονται οι γιατροί και οι υγειονομικοί. Επίσης ποια προγράμματα πρόληψης χρειαζόμαστε, και ποια μορφή και ποιο μοντέλο πρωτοβάθμιας φροντίδας απαιτεί το συνεχώς μεταβαλλόμενο επιδημιολογικό πρότυπο, με τον αυξανόμενο αριθμό συμπατριωτών μας με συννοσηρότητες.
Ο στρατηγικός σχεδιασμός προϋποθέτει πως θα έχουμε και προτεραιότητες για το φάρμακο (βιομηχανική πολιτική με κίνητρα για επενδύσεις και πολιτική υγείας, με στόχο την προσβασιμότητα σε φάρμακα που τεκμηριωμένα είναι αποτελεσματικά), και εθνικά σχέδια για τα χρόνια νοσήματα και τους ανθρώπινους πόρους. Με ποιον τρόπο προγραμματίζουμε το ιατρικό δυναμικό του μέλλοντος; Είναι σαφές πως χρειαζόμαστε περισσότερους ογκολόγους αλλά υπάρχει πρόνοια για αυτό; Τι κάνουμε με τη διάχυση της ιατρικής καινοτομίας, πώς διαχέονται η γνώση και οι σύγχρονες ιατρικές τεχνικές στο ΕΣΥ, πώς επιλέγουμε σε ποιους τομείς θα επενδύσει ο δημόσιος τομέας και πού αφήνουμε τον ιδιωτικό τομέα να παίξει συμπληρωματικό ρόλο, ενώ παράλληλα όλα αυτά αποφασίζονται, χωρίς να υπάρχει εθνική πολιτική για δεδομένα, μητρώα ασθενειών, έλλειψη βιοτράπεζας και σύνδεση της βιοτράπεζας με τα δεδομένα που έχει η ΗΔΙΚΑ για τη χρήση των υπηρεσιών υγείας.
Ο Λιούις Κάρολ είχε περιγράψει πολύ καλύτερα βέβαια τη σημασία των στρατηγικών επιλογών, στη σκηνή της συζήτησης της Αλίκης με τη γάτα:
– Μου λες, σε παρακαλώ, προς τα πού να πάω;
– Εξαρτάται πού θέλεις να πας.
– Δεν έχει μεγάλη σημασία για μένα.
– Τότε δεν έχει μεγάλη σημασία ποιον δρόμο θα πάρεις.