Ακριβώς πριν από 79 χρόνια, στις 12 Φεβρουαρίου 1945, υπεγράφη μια ιστορική για τη νεότερη Ελλάδα συμφωνία, η Συμφωνία της Βάρκιζας, με την οποία επιχειρήθηκε να επουλωθούν οι πληγές των διαβόητων Δεκεμβριανών (Δεκέμβριος 1944-Ιανουάριος 1945), να αποκατασταθεί η πολιτική ομαλότητα και να συμφιλιωθούν οι Έλληνες μετά την ολέθρια αδελφοκτόνο σύρραξη που είχε λάβει χώρα αφότου ο ελληνισμός αποτίναξε τον αβάσταχτο ναζιστικό ζυγό (Οκτώβριος 1944).
Η Συμφωνία της Βάρκιζας υπήρξε ο καρπός πολυήμερων συνεδριάσεων και διαπραγματεύσεων ανάμεσα στους αντιπροσώπους της κυβέρνησης Πλαστήρα και του ΕΑΜ (Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου), κατόπιν πρωτοβουλίας που είχε αναλάβει ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, ο οποίος εκτελούσε τότε χρέη Αντιβασιλέως.
Την κυβερνητική αντιπροσωπεία στη λεγόμενη Διάσκεψη της Βάρκιζας (στην πραγματικότητα, το πρώτο πρωτόκολλο αυτής υπεγράφη όχι στη Βάρκιζα, αλλά στη γειτονική Βάρη, στη βίλα Κανελλόπουλου) αποτελούσαν οι Ιωάννης Σοφιανόπουλος, υπουργός Εξωτερικών, Περικλής Ράλλης, υπουργός Εσωτερικών, και Ιωάννης Μακρόπουλος, υπουργός Γεωργίας.
Μέλη της εξουσιοδοτημένης από την Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ αντιπροσωπείας ήταν οι Γεώργιος Σιάντος, γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτριος Παρτσαλίδης, γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ, και Ηλίας Τσιριμώκος, γενικός γραμματέας της ΕΛΔ (Ενώσεως Λαϊκής Δημοκρατίας).
Η υπογραφή της οριστικής συμφωνίας των δύο πλευρών άρχισε ακριβώς στις 7:20 μ.μ. της Δευτέρας 12ης Φεβρουαρίου 1945, στη μεγάλη αίθουσα του υπουργείου Εξωτερικών.
Πρώτος έβαλε την υπογραφή του κάτω από το «Πρακτικόν Συμφωνητικού» ο υπουργός Εξωτερικών και πρόεδρος της Διασκέψεως της Βάρκιζας, Σοφιανόπουλος, μέσα σε κλίμα έκδηλης συγκίνησης, σχετικής ανακούφισης, αλλά και αναμφισβήτητης δυσπιστίας.
Ακολούθησαν, καθένας με το δικό του στυλό, ο Στέφανος Σαράφης (στρατιωτικός σύμβουλος της εαμικής αντιπροσωπείας), ο Παρτσαλίδης, ο Σιάντος (πρόεδρος της εαμικής αντιπροσωπείας), ο Τσιριμώκος, ο Ράλλης, ο Σοφιανόπουλος, ο Μακρόπουλος, ο Παυσανίας Κατσώτας (στρατιωτικός σύμβουλος της κυβερνητικής αντιπροσωπείας), που είχαν καταλάβει τις θέσεις τους στο μεγάλο ωοειδές τραπέζι της αίθουσας του υπουργείου Εξωτερικών.
Η Συμφωνία της Βάρκιζας εξασφάλιζε, κατ’ αρχάς, την ελεύθερη εκδήλωση των πολιτικών και κοινωνικών φρονημάτων των πολιτών, καθώς και την απρόσκοπτη λειτουργία των ατομικών ελευθεριών (συνέρχεσθαι, συνεταιρίζεσθαι, ελευθερία του Τύπου, συνδικαλιστικές ελευθερίες).
Επίσης, προέβλεπε την άρση του στρατιωτικού νόμου σε όλη την επικράτεια, την αμνήστευση των πολιτικών αδικημάτων που είχαν διαπραχθεί από την 3η Δεκεμβρίου 1944 και μετά, καθώς και την άμεση απελευθέρωση των ομήρων.
Εξάλλου, συγκεκριμένα άρθρα της συμφωνίας αναφέρονταν στη στελέχωση του Εθνικού Στρατού και στην αποστράτευση των ενόπλων αντιστασιακών δυνάμεων (ΕΛΑΣ, ΕΛΑΝ, Εθνικής Πολιτοφυλακής), ενώ ο ΕΛΑΣ ανελάμβανε την υποχρέωση να παραδώσει εντός 14 ημερών (έως τις 26 Φεβρουαρίου) σαφώς καθορισμένο αριθμό όπλων (τυφεκίων, οπλοπολυβόλων, βαρέων πολυβόλων, όλμων, πυροβόλων κ.ά.).
Η Συμφωνία της Βάρκιζας διευκρίνιζε ακόμα τους μηχανισμούς με τους οποίους θα γινόταν η εκκαθάριση του Δημοσίου (δημοσίων υπαλλήλων, υπαλλήλων δημοτικών και κοινοτικών υπηρεσιών κ.λπ.) και των Σωμάτων Ασφαλείας (Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων).
Τέλος, τα μέλη των δύο αντιπροσωπειών συνομολογούσαν την όσο το δυνατόν πιο σύντομη (σε κάθε περίπτωση εντός του 1945) διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πολιτειακό ζήτημα και εν συνεχεία ψηφοφορίας για την εκλογή Συντακτικής Εθνοσυνελεύσεως με σκοπό την κατάρτιση του νέου Συντάγματος της χώρας, παρουσία μάλιστα παρατηρητών από πλευράς των μεγάλων συμμαχικών δυνάμεων.
Στο φύλλο των «Νέων» που είχε κυκλοφορήσει την Πέμπτη 21 Μαρτίου 1985, και στο πλαίσιο προδημοσίευσης του δεύτερου τόμου των «Απομνημονευμάτων» του Μάρκου Βαφειάδη που θα εκδίδονταν λίγες ημέρες αργότερα από τον εκδοτικό οίκο «Νέα Σύνορα» (Λιβάνη), είχε περιληφθεί ένα άρθρο που έφερε τον τίτλο «Πώς παραδώσαμε τα όπλα μας – Η Συμφωνία της Βάρκιζας». Εκεί, μεταξύ πολλών άλλων μαρτυριών, σκέψεων και αισθημάτων που περιλαμβάνονται στο «αυτοβιογραφικό γραφτό» —έτσι το χαρακτήριζε ο ίδιος— του πάλαι ποτέ αρχιστρατήγου του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ) και πρώτου προέδρου της αποκαλούμενης Κυβέρνησης του Βουνού, διαβάζουμε τα εξής:
Στις μεγάλες μονάδες του ΕΛΑΣ δεν στάλθηκαν αντίγραφα αυτής της συμφωνίας με όλα της τα άρθρα. Αλλά σε κάθε μονάδα κείνο το σημείο (άρθρο) που την αφορά. Π.χ. στην ΟΜΜ (σ.σ. Ομάδα Μεραρχιών Μακεδονίας) στάλθηκε μόνο το κομμάτι, το άρθρο 3, που αφορούσε τη Μακεδονία. Γιατί; Φαίνεται πως κάποια αντίδραση από μέρος των άλλων μονάδων φοβόντουσαν, γιατί αυτή η περιβόητη ανακωχή δεν ήτανε μόνο μια υποχώρηση από την Αθήνα – Πειραιά όπως υποτίθονταν, μια που είχε χαθεί μόνο μια μάχη και όλη η εκτός Αθήνας Ελλάδα ήταν λαοκρατούμενη.
Κι εκεί που οι Εγγλέζοι ήτανε απελπισμένοι και για την Αθήνα – Πειραιά και κουβάλησαν και τον Τσώρτσιλ στην Αθήνα και εκλιπαρούσαν μόνο την Αθήνα – Πειραιά, εμείς τους δώσαμε όλη την Ελλάδα!
«ΤΑ ΝΕΑ», 21.3.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
[…] Και μόνο το γεγονός που η συμφωνία «ανακωχής» εφαρμόστηκε με τη μεγαλύτερη συνέπεια από μέρους της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας, δείχνει πως η επιτροπή έφερε μια συμφωνία στα μέτρα της ηγεσίας, κι εδώ το ζήτημα πια δεν είναι οι κάθε κατηγορίας επιφυλάξεις που δεν απαντούν στο καθαυτό πρόβλημα, αλλά μια σε βάθος έρευνα της υπόστασης της ηγεσίας και του κάθε μέλους της χωριστά, που θα οδηγούσαν στο αδυσώπητο γεγονός της ταξικής διάβρωσης που την απεχθάνονται και οι δύο τώρα ηγεσίες και την απορρίπτουν «μετά βδελυγμίας»!
[…]
Την εξουσία εμείς την παραδώκαμε στους Εγγλέζους. Δεν υπήρχε άλλη εξουσία, ούτε χωροφυλακή κι ούτε τίποτα άλλο, τους είχαμε καταργήσει σαν θεσμούς που υπηρέτησαν τους καταχτητές, ούτε εθνοφυλακή-στρατός, αλλά μόνο Ελασίτικος και Πολιτοφυλακή και ΕΛΑΝ. Μετά ήρθανε. Εμείς φύγαμε και στη συνέχεια ήρθανε εκείνοι.
Από χέρι σε χέρι δηλαδή. Οι Εγγλέζοι την πήρανε από μας, κατάργησαν τα αυτοδιοικητικά όργανα εξουσίας, τη λαοκρατία, μεταφύτεψαν την Σκομπία της Αθήνας και την παρέδωσαν στους δικούς τους πιστούς υπηρέτες της αποικιοκρατίας τους χωρίς εξαίρεση αν ήταν ταγματασφαλίτες, δοσίλογοι, αρκεί να μην ήταν Εαμίτες!
[…]
Εκεί, στη Βέροια, μας ήρθε και το νέο μαντάτο, η υπογραφή της «Συμφωνίας της Βάρκιζας», μαζί και η διαταγή για τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και παράδοσης των όπλων.
Καλέσαμε σε συγκέντρωση το επιτελείο της ΟΜΜ, τις διοικήσεις των τμημάτων μας που ήταν στρατωνισμένοι στη Βέροια και άλλων στρατιωτικών υπηρεσιών, για να τους ανακοινώσουμε τους όρους της «Συμφωνίας της Βάρκιζας» και τη διαταγή του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ που ’χε εκδοθεί με βάση την παραπάνω συμφωνία.
Ήταν μάλιστα μια διαταγή παρηγοριάς, θα λέγαμε, γιατί ονομαζόντανε σαν αποχαιρετιστήρια Διαταγή του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ προς όλους τους Ελασίτες, όπου λέγονταν ότι ο ένοπλος αγώνας μας τέλειωσε και ο στρατός μας, ο ΕΛΑΣ, αποστρατεύεται!! (δικά μου τα θαυμαστικά για το «αποστρατεύεται», που ’ταν το χρυσωμένο χάπι τού «παραδίνεται»).
Αμέσως όμως φάνηκε πως οι αγωνιστές μας δεν είχαν ανάγκη από δραγουμάνους. Κι αυτοστιγμεί κατάλαβαν πώς, γιατί και τι είδους «αποστράτευση» πρόκειται να γίνει, και μόλις τους ανακοίνωσα πως πρέπει να παραδώσουμε τα όπλα μας, ένα ξάφνιασμα πρώτα και ξέσπασε αμέσως η οργή και η κατάρα για την κατάντια μας.
Δάκρυα και κλάματα πνίγαν αντρειωμένους αγωνιστές που δεν είχαν σκεφτεί ούτε λεπτό τον εαυτό τους, αλλά τον αγώνα για τη λευτεριά. Μα πώς θα γίνει αυτό; Πώς θα παραδώσω εγώ το όπλο μου που το πήρα από τον Γερμανό, από τον Ιταλό, από τον Βούλγαρο, πολεμώντας αυτούς τους καταχτητές της χώρας μου; Μου ανήκει αυτό το όπλο, μου το ’δωσε η Ελλάδα, ο λαός μου το ’δωσε, πώς να το παραδώσω εγώ στους Εγγλέζους και τους δοσίλογους, στους ταγματασφαλίτες;
Κι όμως, πειθάρχησαν μέχρι τον τελευταίο. Όλοι τους, και μέχρι πιστόλι, μέχρι και την τελευταία σφαίρα παραδώσανε.
Φως φανερό ήταν με πόση αγωνία και ψυχικό πόνο ο Ελασίτης, ο Πολιτοφύλακας, ο Ελανίτης πήγαινε να παραδώσει το όπλο του, χωρίς τη θέλησή του.
Γιατί καταλάβαινε ότι χάνει τη δύναμή του, το δίκιο του, ένιωθε αγανάχτηση γι’ αυτό που έπρεπε να γίνει, για την αδικία — το έγκλημα που γίνεται σε βάρος του αγώνα, σε βάρος της ακριβοπληρωμένης λευτεριάς του.
Είναι όμως χαραχτηριστικό και τ’ άλλο: απ’ τη στιγμή που έριχνε το όπλο του στο σωρό, δεν τον κράταγες ούτε λεπτό πια, ούτε λεπτό. Έφευγε όπως μπόραγε. Ούτε για φαΐ έμενε, ούτε για να πάρει, ξέρω γω, αν δεν ήταν έτοιμα και δεν του δίναν για το δρόμο, την ξερή τροφή για το δρόμο.
Δεν σε κοίταγε στα μάτια, έφευγε, αγνώριστος πια γινόντανε ο μαχητής. Και οι αξιωματικοί και οι καπεταναίοι ακόμα είχαν την ίδια ψυχολογία, και λίγοι ήταν κείνοι που δείχναν κάποια αισιοδοξία, «ε, θα τους δείξουμε ακόμα…», που έμοιαζε πιότερο για επιβεβαίωση του ξαφνικού αδιέξοδου που του ’χε προκαλέσει το αίσθημα της αβεβαιότητας παρά κάποια προγραμματισμένη σκέψη – πρόθεση μελλοντική!
Έτσι, εμείς παραδώσαμε τα όπλα ριγμένα στο σωρό για να πέσουν, ύστερα από λίγο, στα χέρια κείνων που μαζί με τους καταχτητές δολοφονούσαν τους πατριώτες αγωνιστές, για να ξαναρχίσουν το δολοφονικό τους έργο στο μεταβαρκιζιανό καθεστώς της αγγλοκρατίας και του δοσιλογισμού.