Δύο πόλεμοι εν εξελίξει στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, που κανείς δεν ξέρει πότε και πώς θα τελειώσουν. Δύο εκλογικές αναμετρήσεις το 2024 στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου είναι διάχυτος ο φόβος ότι στην πρώτη θα ενισχυθεί η Ακροδεξιά και στη δεύτερη θα εκλεγεί ένας πρόεδρος με στόχο την εκδίκηση. Και μια αίσθηση ότι στην «εποχή του χάους», όπως επαναλαμβάνει διαρκώς ο ΓΓ του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, όσοι δεν προσαρμόζονται στις ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται είναι καταδικασμένοι να βρίσκονται στο περιθώριο ή, ακόμη χειρότερα, στην πλευρά των ηττημένων.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν θα δεχθεί την ερχόμενη Δευτέρα τον Βλαντίμιρ Πούτιν, όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί. O ρώσος πρόεδρος φέρεται να είναι ενοχλημένος από τη συμφωνία της Αγκυρας με την Ουάσιγκτον για άρση του τουρκικού βέτο για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ με αντάλλαγμα την απεμπλοκή της αγοράς των F-16, αλλά και από την πιθανότητα η Τουρκία να ενταχθεί προσεχώς στο πρόγραμμα των F-35. Θα επισκεφθεί έτσι αργότερα την Τουρκία, κατά τα τέλη Απριλίου ή αρχές Μαΐου. Νωρίτερα, και για την ακρίβεια την ερχόμενη Τετάρτη, ο Ερντογάν θα βρεθεί στο Κάιρο, σε μια προσπάθεια να κλείσει το χάσμα που τον χωρίζει με τον Αμπντελφατάχ αλ-Σίσι – τον άνθρωπο ο οποίος το 2013 ανέτρεψε τον εκλεγμένο πρόεδρο και σύμμαχό του, Μοχάμεντ Μόρσι, θέτοντας πρακτικά εκτός νόμου και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Ο προφανής στόχος της Τουρκίας είναι να αποτελέσει βασικό «παίκτη» στο ενεργειακό και γεωπολιτικό παιχνίδι και τις βίαιες ανακατατάξεις στη ΝΑ Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή.
Την ίδια στιγμή, στις τάξεις των συμμάχων της Ουκρανίας, τα σημάδια της κόπωσης από τον συνεχιζόμενο πόλεμο είναι ολοένα πιο εμφανή. Απόδειξη, οι μαραθώνιες και επίπονες διαπραγματεύσεις των «27» για να εγκριθούν τα πακέτα στήριξης προς το Κίεβο, καθώς και το μπλόκο του Κογκρέσου στη νέα βοήθεια που επιδιώκει να στείλει η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν. Από την άλλη πλευρά, η προοπτική της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου, δημιουργεί νέα δεδομένα.
Η Ουκρανία αρχίζει έτσι να δέχεται πιέσεις από τη Δύση να αποδεχθεί τη σκληρή πραγματικότητα και να εγκαταλείψει μαξιμαλιστικούς στόχους όπως η απελευθέρωση της Κριμαίας και του Ντονμπάς και η αποχώρηση όλων των ρωσικών στρατευμάτων. Καθώς πλησιάζει η δεύτερη επέτειος από τη ρωσική εισβολή, οι σύμμαχοι στέλνουν σημάδια στον πρόεδρο Ζελένσκι να αποδεχθεί τη διεξαγωγή μιας διεθνούς συνδιάσκεψης, πιθανότατα με τη συμμετοχή και της Ρωσίας και της Κίνας, που θα επικυρώνει την κατάσταση όπως είναι σήμερα, θα «νομιμοποιεί» δηλαδή την κατοχή του 18% της Ουκρανίας από τη Ρωσία. Οι πρώτες συζητήσεις σε αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να έγιναν στο Νταβός. Και η στροφή του προέδρου Μπάιντεν, ο οποίος δηλώνει πλέον ότι «θα συνεχίσουμε να στέλνουμε όπλα στην Ουκρανία για όσο είναι δυνατό», και όχι «για όσο χρειαστεί», σίγουρα δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε στο Κίεβο ούτε στη Μόσχα.
Ο Στίβεν Κότκιν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και ένας από τους ιστορικούς που γνωρίζουν καλά την ιστορία της Ρωσίας και των χωρών που ανήκαν στην αυτοκρατορία της, πιστεύει ότι η Ουκρανία δεν μπορεί πλέον να κερδίσει τον πόλεμο, θα πρέπει λοιπόν να προσπαθήσει να κερδίσει την ειρήνη. Το ιστορικό προηγούμενο που ταιριάζει περισσότερο, λέει ο Κότκιν, είναι της Κορέας, με ένα μέρος που είναι πλούσιο και δημοκρατικό, και ένα άλλο μέρος απομονωμένο.
Ο άλλος παράγων της γεωπολιτικής εξίσωσης είναι ο πόλεμος στη Γάζα, όπου ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου δεν κρύβει την ενόχλησή του για το ειρηνευτικό σχέδιο που προωθούν ο Αντονι Μπλίνκεν και ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν. Ο Νετανιάχου δεν συμμετέχει στη συζήτηση για ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό κράτος και διακηρύσσει ότι «η επόμενη ημέρα είναι η ημέρα μετά τη Χαμάς. Ολη τη Χαμάς». Είναι σαφές ότι θέλει να συνεχίσει τον πόλεμο, προσδοκώντας κι αυτός σε μια νίκη του Τραμπ.
Η τροπή που παίρνουν οι εξελίξεις έχει προκαλέσει προβληματισμό στην Αθήνα, που σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε να βρεθεί έξω από τα πράγματα σε περίπτωση που δρομολογηθεί το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία και, συνακόλουθα, η (υπό όρους) επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία. Ούτε, βεβαίως, να δει την Τουρκία του Ερντογάν να διευρύνει τον ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή, διεμβολίζοντας τις υπάρχουσες συμμαχίες που έχει οικοδομήσει ή θεωρεί ότι έχει οικοδομήσει η Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, ορισμένες πληροφορίες αναφέρουν πως έχει ξεκινήσει ήδη η προσπάθεια – αν και με πολύ προσεκτικό τρόπο – για να οικοδομηθούν κάποιες «γέφυρες» με τη Μόσχα. .
Αλλά και ο αμερικανικός παράγων δραστηριοποιείται έντονα, έχοντας στο επίκεντρο της προσοχής του τα σημεία της ελληνικής επικράτειας που έχουν γι’ αυτόν στρατηγική σημασία. Ειδικά όσον αφορά στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης, πέρα από τις μεγάλες στρατιωτικές εγκαταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί εκεί, φαίνεται πως διερευνάται η δυνατότητα μετατροπής της σε ενεργειακό κόμβο για την εξυπηρέτηση μιας σειράς χωρών (Βουλγαρία, Ρουμανία, Μολδαβία κ.λπ.).
Τα πιόνια κινούνται έτσι αδιάκοπα, και με ολοένα μεγαλύτερη ταχύτητα, στη γεωπολιτική και ενεργειακή σκακιέρα. Οι γεωπολιτικές πλάκες μετακινούνται στη γειτονιά μας, αυταρχικοί ηγέτες αποκομίζουν κέρδη και η Ελλάδα είναι αποφασισμένη να μην αρκεστεί στον ρόλο παρατηρητή.