Η πορεία του Μπάμπη Βελισσάριου δεν είναι συνηθισμένη, μα είναι σίγουρα συνώνυμη της λατρείας για το τραγούδι και μιας αισθητικής εμμονής για την καλή όχθη των πραγμάτων. Για τον πολύ κόσμο είναι ένας ερμηνευτής ανεξίθρησκος που πρόλαβε μεγάλες συνεργασίες με τον Πολυκανδριώτη, τον Πλέσσα, τον Μίκη και τη Μοσχολιού. Για τον πιο στενό κύκλο είναι ένας τενόρος με σπουδές μονωδού, σπουδές μπουζουκιού, σπουδές ηθοποιού και με σταθερή παρουσία στη Λυρική Σκηνή ως χορωδός και με συνεργασίες και συμμετοχές επίσης αξιοσημείωτες. Ο Βελισσάριος μέσα στα χρόνια έχει κατακτήσει να στέκεται ψηλά είτε τραγουδά σε μια ταβέρνα του κέντρου είτε σε μια μεγάλη παραγωγή της Λυρικής ή άλλου φορέα. Εδώ το θέμα δεν είναι όπως καταλαβαίνετε απλώς οι ερμηνευτικές ικανότητες – που είναι δεδομένο – για τον 45άρη τραγουδιστή. Είναι ο τρόπος που εκχωρεί τον εαυτό του και υπηρετεί τα είδη ως ένα. Μια ρομαντική, μα και μαχητική στάση, αναγκαία προϋπόθεση να έχει εκβάλει σε πολλούς δρόμους του μουσικού μας τοπίου, γόνιμα και με επιτυχή τρόπο.
Η πορεία σας. Ξεκινάτε με μπουζούκι; Σε τι περιβάλλον;
Ξεκινώ στα τέσσερά μου που έχω την τύχη να έχω έναν παππού που είχε βινύλιο του «Αξιον εστί» με υπογραφή του Μίκη Θεοδωράκη, γιατί ο παππούς ήταν στο βουνό με τον Αρη ενώ ήταν ράφτης και από τους καλούς της Αθήνας και με φιλία και με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Μετεμφυλιακά, επειδή ντυνόταν καλά δεν κινούσε υποψίες και έκανε παράνομη δουλειά, μέχρι που τον κάρφωσε κάποιος γιατί δεν του δάνεισε ένα ποδήλατο και πήγε Μακρόνησο.
Ο παππούς έκανε τα κοστούμια όταν ανέβηκε στο Ηρώδειο το «Αξιον εστί» στη Μεταπολίτευση. Ακούγαμε όλη μέρα τον δίσκο και τραγουδούσα συνέχεια το «Ενα το χελιδόνι». Οι πρώτες παρέες σχηματίζονται μουσικά με συμμαθητές μου, μετά τις καταλήψεις του 1990-91 και τότε κυρίως παίζουμε και τραγουδάμε Νίκο Παπάζογλου.
Ποια ήταν η γειτονιά σας;
Η Αλσούπολη της Νέας Ιωνίας. Μέσα στην παρέα ήταν ο μπουζουξής και εγγονός του μεγάλου στιχουργού και συνθέτη Χρήστου Κολοκοτρώνη, Παναγιώτης – σήμερα παίζει με την Αννα Βίσση. Γνωρίζω και θυμάμαι χρόνια τον παππού του. Και υπάρχει όλη η αυτή η μουσική ενέργεια. Παίζουμε συνέχεια Παπάζογλου.
Εχει κάνει τον μεγάλο Λυκαβηττό. Είναι ο βασικός λόγος να γίνω τραγουδιστής. Ενώ υπάρχουν στα αφτιά μου οι μεγάλοι βάρδοι όπως ο Μπιθικώτσης ή ο Νταλάρας, το κλικ μού γίνεται με τον Παπάζογλου. Κάπου τότε ανεβάζουμε με το σχολείο την παράσταση «Μιας πεντάρας νιάτα» και διακρινόμαστε από όλα τα σχολεία των Αθηνών. Η παρουσίαση γίνεται στο Αρσάκειο και μας αξιολογούν ο Βάσος Ανδρονίδης και ο Δημήτρης Λιγνάδης ανάμεσα σε άλλους. Αρα έρχονται όλα αυτά ως ερεθίσματα και ως πρώτες απόπειρες και κινήσεις στην τέχνη για μένα. Εγώ να σου πω πως ήθελα να προετοιμαστώ για το Εθνικό Θέατρο και τότε προλαβαίνω τον μεγάλο Βασίλη Διαμαντόπουλο. Κάνουμε μαζί προετοιμασία στη σχολή του όλο το καλοκαίρι, δίνω στο Εθνικό, δεν με παίρνουν και γράφομαι στη σχολή της Μαίρης Τράγκα – Βογιατζή. Γεωργίτσης, Ζαφειρίου, Ψάλτης.
Εχω πολύ καλούς καθηγητές. Μπαίνω σε έναν άλλο κόσμο, στο θέατρο. Από τη Β’ Λυκείου έχω αρχίσει εν τω μεταξύ να παίζω και να τραγουδώ σε μαγαζιά με την παρέα της Νέας Ιωνίας.
Μπουζούκι;
Ναι, μαθαίνω μόνος μπουζούκι, μέχρι που μπαίνω στην πρώτη σχολή των Επόμενων του Θανάση Πολυκανδριώτη. Ο Θανάσης ο Πετρέλης είναι τότε σειρά μου μουσικών, και άλλοι. Στο Ηράκλειο, είναι η πρώτη ταβέρνα όπου παίζω. Μετά στην Παλιά Πεντέλη, στον Μαυρογιάννη όπου μαθαίνω ουσιαστικά το ρεμπέτικο. Ολη την παρέα μας βλέπει ένας επιχειρηματίας, μας παίρνει στο Χαλάνδρι, ανοίγει μουσική σκηνή. το Καφέ Σαντάν το 1997, ένα 200άρι που είναι γεμάτο σχεδόν κάθε μέρα!
Δεν είμαι ακόμη 18 ετών. Μόλις είχα ξεκινήσει τη δραματική σχολή και μαθήματα τραγουδιού με τον Γιώργο Ζερβάνο. Μια πολύ ιδιαίτερη φωνή, τενόρος της Λυρικής Σκηνής.
Θέατρο, μπουζούκι, εμφανίσεις…
Ακριβώς.
Πώς είναι η μαθητεία δίπλα στον σολίστ Θανάση Πολυκανδριώτη;
Είναι δάσκαλος ο Θανάσης Πολυκανδριώτης. Με πυλώνες τον Μανώλη Μιχαλάκη και τον Γιώργο Παχή τότε στη σχολή του.
Ο Θανάσης ξέρει πως βρίσκομαι σε αυτή την κατάσταση, μεταξύ θεάτρου και τραγουδιού, και διαλέγει τέσσερις μαθητές του για να ξεκινήσουμε το Χάραμα μετά την περίοδο και τη μεγάλη επιτυχία της Δήμητρας Γαλάνη. Το σχήμα είναι Θανάσης Πολυκανδριώτης και Μίμης Πλέσσας.
Ο Πλέσσας φέρνει τους τραγουδιστές του όπως τον Γιάννη Κούτρα που είναι μεγάλο σχολείο και μόνο να τον ακούς. Εκπληκτικός τραγουδιστής. Εγώ τον θαυμάζω ήδη έτσι κι αλλιώς από τον «Σταυρό του Νότου» αλλά στο Χάραμα ο Κούτρας λέει και λαϊκά του Μίμη ή του Θανάση και είναι εμπειρία. Δεν μιμείται κανέναν. Εγώ είμαι στην ομάδα των μουσικών του Θανάση, εκεί και ο μαέστρος – μεγάλο κεφάλαιο, ο Φαίδων Λιονουδάκης. Και είμαστε νέοι στο καμαρίνι ξαφνικά του Τσιτσάνη. Μεγάλη εμπειρία. Τραγουδούσα ήδη εκεί. Και μπαίνω πολύ μέσα σε αυτό. Τραγουδώ 18 ετών στο Χάραμα. Εγώ ρεπερτόριο είχα μάθει όπως σου είπα στο Χαλάνδρι όπου παίζαμε κάθε μέρα σχεδόν. Το μεγάλο θέμα στους νέους ερμηνευτές είναι να εργάζονται σε έναν χώρο με μεγάλη συχνότητα γιατί μόνο έτσι μπορούν να έχουν μεγάλο ρεπερτόριο. Αφού γίνεται το Χάραμα, έρχεται δεύτερη πρόταση να ξαναείμαστε εκεί αλλά αντί του Μίμη στη 2η σεζόν με τη Βίκυ Μοσχολιού. Και εκεί κάνω την επανάστασή μου.
Δηλαδή;
Φεύγω. Παρότι ξεκινήσαμε και πρόβες εγώ έφυγα. Και έκανε καιρό ο Πολυκανδριώτης να μου το συγχωρήσει.
Με τη Μοσχολιού όμως συνεργάζεστε…
Την επόμενη χρονιά. Η Βίκυ τότε εμφανίζεται στη Μυροβόλο στην Πάρο με μπουζούκια τον Μανώλη Πάππο και τον Μανώλη Μιχαλάκη. Ο Μανώλης για τους λόγους του φεύγει από το σχήμα και πάω εγώ. Και λίγο μετά κάνω σεζόν με τη Βίκυ στα Βριλήσσια, στο κέντρο Εποχές.
Και εκεί για μένα είναι το μεγάλο σχολείο. Δύσκολη περίπτωση η Βίκυ, δεν θέλει πολλά πολλά. Θέλει να τραγουδάει. Το απόσταγμα όλο είναι πως μιλάμε για έναν άνθρωπο τόσο χορτασμένο, τόσο μεγάλη μουσική προσωπικότητα. Το καταλάβαινες ακόμη και στις δύσκολες στιγμές της. Μεγάλο μέγεθος. Οπως η Βέμπο ή η Νίνου που τις μελέτησα μεγαλύτερος. Τέτοιο μέγεθος. Παίρνουν τα πράγματα τον δρόμο τους. Πάω φαντάρος. Κανείς δεν μπορούσε να με προετοιμάσει τι θα βρω στον στρατό και πόσο έντονη ήταν η όλη εμπειρία. Από Θήβα πάω στη Λυκόφη, κοντά στο Σουφλί που είναι δύσκολα. Και είμαι μάχιμος, κάνω δύο Παρμενίωνες, Τότε με παίρνει ο Θανάσης για μια σειρά συναυλιών. Κάνουμε τότε μια μαγική συναυλία στη Σύμη. Μου δίνει ο διοικητής την άδεια να πάω στην ταξιαρχία μου και να φτιάξω ορχήστρα για να γίνουν διάφορες εκδηλώσεις. Κι ενώ είναι όλα μαύρα για μένα, γνωρίζω μαγικούς μουσικούς.
Φτιάχνουμε μια τρομερή μπάντα. Εκεί μαθαίνω ρεπερτόριο υπέροχο, ποντιακά, θρακιώτικα και άλλα. Με τα χρόνια καταλαβαίνω πως όλα αυτά τα τόσο διαφορετικά διδάγματα μπαίνουν στη φαρέτρα μου.
Τα αποδομώ και τα κάνω στοιχεία μου. Δεν υπήρχε χαμένος χρόνος. Δούλευα στο μεγαλύτερο σκυλάδικο του νομού Εβρου. Τους τραγουδάω τα «Πέτρινα χρόνια» του Σπανουδάκη. Μου άρεσε που ήμουν εκεί.
Πώς ενώ φτάνετε εκεί, σε σκυλάδικα του Εβρου και με προγενέστερη εργασία με τον Πολυκανδριώτη, τον Πλέσσα, να είστε τενόρος λίγο μετά;
Στη δραματική σχολή, έχω μια δασκάλα που μας κάνει μουσική. Λέγεται Φρίντα Τρύπη, η μαμά της Τάνιας. Με άκουσε και μου λέει, πρέπει να ψαχτείς. Τελειώνει η δραματική, λέω δεν μπορώ να μείνω εδώ. Θέλω κι άλλες σπουδές. Κι έρχεται μπροστά μου το ωδείο Athenaum. Θέλω να κάνω μονωδία. Η Μαρίνα Κρίλοβιτς είναι εκεί, η δασκάλα μου. Μπαίνω σε μια τάξη που είναι όλοι αστέρια. Και οι δάσκαλοι. Παναγιώτης Αδάμ, Νίκος Βασιλείου κ.ά. Μπαίνω σε μια παρέα μαγική.
Πάντα οι παρέες στη ζωή σας…
Ναι, παράλληλα δουλεύω. Πρωί ωδείο, απόγευμα είμαι στη Λυρική ως κομπάρσος. Το βράδυ νύχτα – τότε με Μοσχολιού. Κουλουμπής, Μοδινός, Χατζησίμος στη Λυρική πιο νωρίς. Ολο αυτό όπως σου είπα το κόβει ο στρατός. Αν και εκεί, όπως σου τόνισα, τελικά αποκόμισα τις δικές μου εμπειρίες. Γυρνώ Αθήνα χωρίς να έχω καμία επαφή με τίποτε. Και χωρίς λεφτά. Ευτυχώς με τους γονείς δίπλα μου, με μπαμπά οικοδόμο και μαμά μοδίστρα. Ηθελαν να έχω πάντα αυτό το μαξιλάρι, να κάνω αυτό που ήθελα.
Και τι γίνεται;
Ερχεται αυτό το μαγικό ραβδάκι. Η δασκάλα μου, η Κρίλοβιτς, μαθαίνει πως απολύομαι και με παίρνει τηλέφωνο.
Μου λέει πως έχει η Λυρική σε λίγες ημέρες ακρόαση για χορωδούς αφού θα ανέβει για την Πολιτιστική Ολυμπιάδα η «Λυσιστράτη» σε μουσική του Μίκη. Κατασκηνώνω μερικές ημέρες σπίτι της και με παίρνουν αμέσως. Μπαίνω στη Χορωδία της Λυρικής, ξεκινώ το Ωδείο από εκεί που το άφησα. Ξαναγνωρίζω κόσμο και μπαίνω εκ νέου στη δουλειά. Πήγα σε μαγαζιά όπου είχα κάποιες επαφές. Εντάσσομαι. Το μικρόβιο του τραγουδιού δεν μου έφυγε ποτέ.
Το βλέπατε πάντα ως ένα πράγμα το τραγούδι;
Δεν χρειάζεται επίθετο δίπλα.
Τι δηλώνετε;
Είμαι τραγουδιστής. Ο τενόρος δεν είναι τραγουδιστής; Είμαι τενόρος βάσει σπουδών. Το τι είναι ο καθένας φαίνεται όταν βγαίνει στη σέντρα. Είτε είναι η ταβέρνα Κληματαριά, είτε το Νιάρχος. Ολα τα άλλα είναι για να κάνουμε συζητήσεις.
Πολύ μετά συνεργάζεστε με τον Μίκη;
Το 2016. Τότε αρχικά που σας λέω είναι ο συνθέτης και παραβρίσκεται σε όλες τις πρόβες.
Πολύ διακριτικός και έχει τον σεβασμό όλων.
Σαν το παιδί που του φέραν νέο παιχνίδι να παίξει.
Το έχετε ξαναπεί αυτό, όταν σας διηύθυνε στο Καλλιμάρμαρο.
Τότε ακριβώς είναι από τις λίγες φορές που έχω κοιτάξει άνθρωπο ενώ τραγουδώ.
Τον έβλεπα πώς φώτιζε. Σαν να μας λέει σε κάθε τραγούδι «ευχαριστώ που ασχολείστε με το έργο μου». Ηταν εμπειρία ζωής για μένα.
Πολύ λίγο για να το περιγράψει κάποιος. Και είπε διάφορα κολακευτικά για μένα που ντρέπομαι να τα λέω όπως για την ερμηνεία της «Ομορφης πόλης».
Οταν αργότερα συμμετείχα στις συναυλίες της Ορχήστρας Μίκη Θεοδωράκη ζητούσε από τον ηχολήπτη Αλεξάκη να γράφει όλες τις πρόβες και να τις ακούει.
Πώς επίσης βρίσκεστε σε περιοδεία στη Γαλλία για το ρεμπέτικο με τον συγγραφέα του «Ελληνικού καλοκαιριού» Ζακ Λακαριέρ;
Εντελώς συμπτωματικά. Με είδαν στο Χαλάνδρι, στο μαγαζί, και με ζήτησαν για την περιοδεία. Στον Νότο ταξιδέψαμε πολύ, ο Ζακ είναι σε όλες τις συναυλίες. Εγώ έχω πάει με την τραγουδίστρια Σοφία Εμφιετζή. Και το επιμελείται όλο ο μουσικός Νικόλας Σύρος που μένει μόνιμα στη Γαλλία. Ο Ζακ μάς παρουσίαζε κιόλας. Μακάρι ήδη να ήξερα πράγματα για τον Ζακ από τότε. Διάβασα πολύ αργότερα.
Τομή για εσάς είναι και ο συνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου.
Κρατώ πού τη φιλία του. Είναι απόλαυση. Σκέψου τώρα και τη διδασκαλία του. Μου έδωσε την ευκαιρία να τραγουδήσω το τραγούδι του «Οταν όλα περάσουν» σε στίχους του Μανώλη Αναγνωστάκη και μετά ήλθε η συνεργασία μας στο «Μόμπι Ντικ».
Μια τριβή μάς έφερε κοντά. Εχει αυτό το ταλέντο ο Δημήτρης, να βρίσκει τους ανθρώπους.
«Να είμαι το ξερό σφουγγάρι που αποζητά την υγρασία»
Διδάσκεστε όσο μεγαλώνετε ή γίνεστε λιγότερο δεκτικός;
Οι Αμερικανοί ζητούν από τους μαθητές τους να είναι πάντα «coachable». Πάντα ήθελα να είμαι το ξερό σφουγγάρι που αποζητά την υγρασία.
Στη Λυρική πήρατε ρόλους.
Εκτός από το δύσκολο κομμάτι της χορωδίας – έχει χρησιμοποιηθεί υποτιμητικά για μένα – που το θεωρώ μεγάλη εμπειρία, ναι. Η χορωδία έχει απαιτήσεις που δεν είναι εύκολες.
Στη Λυρική έχω δουλέψει υπό τον Φράνκο Τζεφιρέλι όπως στους «Παλιάτσους». Και με άλλα μεγάλα ονόματα. Πάντα δε υπάρχει αυτό το μικρόβιο του λαϊκού τραγουδιού που θέλω να με φάει! Τώρα κάνω μια συμμετοχή με τον συνθέτη Πασχάλη Τόνιο πάνω σε Κωστή Παλαμά. Θα κάνω τον «Επιτάφιο» στο Μπαράκι της Διδότου. Και στο δεύτερο μέρος κοινωνικά τραγούδια. Και έχω χαρά για αυτό (σ.σ.: έχει τραγουδήσει τον «Επιτάφιο» και τον «Αξιον εστί» το 2023 και στο Παλιό Φρούριο της Κέρκυρας με τη Συμφωνική Ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης).
Εχετε ανοιχτό μέτωπο στο τραγούδι.
Και θέλω έτσι να παραμείνω. Και λέω και εύκολα όχι. Τώρα μελετάμε το «Ανοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόνι». Πώς να μη λατρεύω τη δουλειά μου όταν πληρώνομαι για να μελετώ Κουρτ Βάιλ και Μπρεχτ;