Έπειτα από δεκαετίες άκαρπων ερευνών, η επιστήμη δείχνει να βρίσκεται κοντά στην ανάπτυξη αιματολογικής εξέτασης που προβλέπει την εμφάνιση Αλτσχάιμερ ή άλλων μορφών άνοιας.
Τα υψηλά επίπεδα τεσσάρων πρωτεϊνών που κυκλοφορούν στο αίμα επιτρέπουν την πρόβλεψη διαφόρων μορφών άνοιας ακόμα και 15 χρόνια πριν εκδηλωθούν συμπτώματα, διαπιστώνει μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Nature Aging.
Σήμερα, η Αλτσχάιμερ μπορεί να ανιχνευτεί στο προσυμπτωματικό στάδιο με τομογραφίες εγκεφάλου που εντοπίζουν παθολογικές αποθέσεις μιας πρωτεΐνης που ονομάζονται βήτα αμυλοειδές. Η εξέταση όμως είναι ακριβή και συχνά δεν καλύπτεται από τα ασφαλιστικά ταμεία.
Η ανάπτυξη αιματολογικής εξέτασης θα ήταν σημαντική πρόοδος, καθώς θα επέτρεπε την αναγνώριση ασθενών στους οποίους θα ήταν σκόπιμο να χορηγηθούν τα νέα φάρμακα για την Αλτσχάιμερ που εγκρίθηκαν πρόσφατα στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία (όχι ακόμα στην Ευρώπη). Οι θεραπείες αυτές δεν θα μπορούν να χορηγηθούν αδιακρίτως, δεδομένου ότι έχουν υψηλό κόστος και συνοδεύονται από δυνητικά σοβαρές παρενέργειες.
Ακρίβεια 90%
Στη νέα μελέτη, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Ουόργουικ στη Βρετανία και του Πανεπιστημίου Φουντάν στη Σαγκάη εξέτασαν δείγματα αίματος από βρετανική βιοτράπεζα, τα οποία είχαν ληφθεί το διάστημα 2006-10 από εθελοντές που δεν παρουσίαζαν τότε σημεία άνοιας. Τα χρόνια που ακολούθησαν, 1.417 εθελοντές εμφάνισαν Αλτσχάιμερ, αγγειακή άνοια ή άνοια από άλλα αίτια.
Οι ερευνητές έλεγξαν 1.463 πρωτεΐνες του αίματος και διαπίστωσαν ότι τέσσερις από αυτές -GFAP, NEFL, GDF15 και LTBP2- παρουσιάζουν ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα στα άτομα που θα εμφάνιζαν άνοια 10-15 χρόνια αργότερα.
Οι εθελοντές με υψηλά επίπεδα της πρωτεΐνης GFAP αντιμετώπιζαν υπερδιπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν Αλτσχάιμερ και σχεδόν τριπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν άνοια οποιασδήποτε αιτιολογίας, έδειξε η μελέτη.
Όταν οι ερευνητές δημιούργησαν έναν προγνωστικό αλγόριθμο που συνδυάζει τις τέσσερις πρωτεΐνες με παράγοντες όπως η ηλικία και το οικογενειακό ιστορικό, η ακρίβεια της πρόβλεψης έφτασε το εντυπωσιακό επίπεδο του 90%.
Τα αποτελέσματα είναι σίγουρα ενθαρρυντικά, ωστόσο η ερευνητική ομάδα τονίζει ότι τα ευρήματα θα πρέπει να επιβεβαιωθούν με περαιτέρω μελέτες πριν αξιοποιηθούν στην κλινική πράξη.