Ο Ντόναλντ Τραμπ συνηθίζει να προκαλεί με τις δηλώσεις του, έστω κι αν αρκετοί αποφεύγουν να τις παίρνουν πάντα στα σοβαρά. Αυτή τη φορά, όμως, οι εταίροι των Ηνωμένων Πολιτειών στο ΝΑΤΟ δεν μπορούν να κάνουν κάτι ανάλογο απέναντι στη νέα «ρουκέτα» που εκτόξευσε ο τέως πρόεδρος της χώρας. Ειδικά καθώς, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, κερδίζει διαρκώς έδαφος στην πορεία προς τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου και προηγείται με διαφορά του Τζο Μπάιντεν ακόμη και σε «γήπεδα» που θεωρητικά ανήκουν στον νυν πρόεδρο, όπως αυτό της οικονομίας.
Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι όσα είπε ο Τραμπ το Σάββατο προκάλεσαν σοκ, καθώς φάνηκε να ανοίγει κερκόπορτα στη Συμμαχία, υπονοώντας ότι θα μπορούσε να μείνει αμέτοχη σε ενδεχόμενη επίθεση της Ρωσίας εις βάρος ενός κράτους – μέλους της ή ακόμη και να την… υποκινήσει! Μιλώντας, συγκεκριμένα, σε προεκλογική συγκέντρωση στο Κόνγουεϊ της Νότιας Καρολίνας, ο Τραμπ επικαλέστηκε ένα διάλογο τον οποίο, όπως ισχυρίστηκε, είχε με ηγέτη άλλης χώρας στο πλαίσιο μιας (απροσδιόριστης) συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ.
«Δεν θα σας προστατεύσω»
«Ο πρόεδρος μιας μεγάλης χώρας σηκώθηκε και με ρώτησε: Λοιπόν, κύριε, εάν δεν πληρώνουμε και δεχθούμε επίθεση από τη Ρωσία, θα μας προστατεύσετε εσείς;», είπε και συνέχισε με την απάντηση που φέρεται να του έδωσε: «Δεν πληρώσατε και είστε αμελείς; Οχι, δεν θα σας προστατεύσω. Για την ακρίβεια, θα τους ενθαρρύνω να κάνουν ό,τι διάβολο θέλουν. Είστε αναγκασμένοι να πληρώσετε τους λογαριασμούς σας».
Οπως ήταν αναμενόμενο, η απάντηση του Λευκού Οίκου ήταν άμεση και έντονη. «Η ενθάρρυνση εισβολής στο έδαφος των στενότερων συμμάχων μας από εγκληματικά καθεστώτα είναι κάτι το αποκρουστικό και ασύλληπτο. Θέτει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, την παγκόσμια σταθερότητα και την οικονομία της πατρίδας μας», δήλωσε ο εκπρόσωπός του, Αντριου Μπέιτς. Πρόσθεσε δε ότι «ο πρόεδρος Μπάιντεν, αντί να καλεί σε νέους πολέμους και να προκαλεί αποδιοργάνωση και χάος, θα συνεχίσει να ενισχύει την αμερικανική ηγεσία και να υπερασπίζεται τα εθνικά μας συμφέροντα – όχι να δρα εναντίον τους».
«Οποιαδήποτε υπόνοια ότι οι σύμμαχοι δεν θα υπερασπιστούν ο ένας τον άλλον υπονομεύει την ασφάλεια όλων μας, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας των ΗΠΑ, και θέτει τους αμερικανούς και τους ευρωπαίους στρατιώτες σε αυξημένο κίνδυνο», αντέδρασε με τη σειρά του ο γ.γ. του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ. «Αναμένω ότι ανεξάρτητα από το ποιος θα κερδίσει τις προεδρικές εκλογές, οι ΗΠΑ θα παραμείνουν ένας ισχυρός και αφοσιωμένος σύμμαχος του ΝΑΤΟ», πρόσθεσε, διαβεβαιώνοντας παράλληλα πως «οποιαδήποτε επίθεση στο ΝΑΤΟ θα αντιμετωπιστεί με ενιαία και δυναμική απάντηση».
Υπενθυμίζεται, βεβαίως, ότι το «μένος» του Τραμπ κατά ορισμένων εκ των εταίρων των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ δεν είναι κάτι νέο. Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2016, για παράδειγμα, είχε απειλήσει ότι η χώρα του ίσως έπαυε να τηρεί τις δεσμεύσεις της που προβλέπουν οι συνθήκες της Συμμαχίας, κυρίως με το περίφημο Αρθρο 5, απέναντι σε όσους εταίρους δεν διαθέτουν το 2% του ΑΕΠ τους σε στρατιωτικές δαπάνες. Και τον περασμένο μήνα είχε πει, σε άλλη συγκέντρωση, ότι ο ίδιος δεν πιστεύει πως εάν ήταν οι ΗΠΑ αυτές που δέχονταν επίθεση οι περισσότεροι εταίροι τους στο ΝΑΤΟ θα τις συνέδραμαν.
Τι λένε οι έρευνες
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, όσο σοκ και αν προκαλούν αυτές οι θέσεις στις Βρυξέλλες και άλλες πρωτεύουσες, δεν μοιάζουν ικανές να αντιστρέψουν την εικόνα που δίνουν οι δημοσκοπήσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Σύμφωνα με έρευνα που έγινε για λογαριασμό των «Financial Times», ο Τραμπ συγκεντρώνει την εμπιστοσύνη του 42% στο ερώτημα ποιος είναι σε θέση να υπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα της αμερικανικής οικονομίας, έναντι μόλις 31% που επιλέγει τον Μπάιντεν – και το 21% που δηλώνει πως δεν εμπιστεύεται κανέναν από τους δύο.
«Το μήνυμα του Μπάιντεν ότι η οικονομία τα πάει περίφημα υπό την ηγεσία του δεν έχει πείσει πολλούς», σχολιάζει στους «FT» ο Ερικ Γκόρντον, καθηγητής στο Ross School of Business. Πράγματι, το 70% σχεδόν χαρακτηρίζει αρνητικά τα οικονομικά δεδομένα που επικρατούν στις ΗΠΑ, ενώ ο ένας στους δύο απαντά πως η οικονομική του κατάσταση χειροτέρευσε αφότου ανέλαβε την προεδρία ο Μπάιντεν, έναντι ενός ποσοστού μικρότερου του 20% που θεωρεί πως βελτιώθηκε.