Το πιο ενδιαφέρον θέμα που θέτει ο «διάλογος» του προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τον δήμαρχο του Βόλου (δεν χρειάζεται να τον επαναλάβουμε αφού έχει γίνει ήδη και μάλιστα πανελλήνια γνωστός) δεν έγκειται ασφαλώς στην επιφύλαξη, την αποστροφή ή την αηδία σε σχέση με τις λέξεις που τον συγκροτούν. Είναι πως αν παλαιότερα συνέβαινε να έχει πραγματοποιηθεί ιδιωτικώς ένας αντίστοιχος «διάλογος» και τον πληροφορούνταν έστω και ελάχιστοι, αυτοί οι ελάχιστοι θα ήταν αδύνατον να φανταστούν ότι θα μπορούσε να μεταφερθεί στη δημόσια σφαίρα χωρίς την ελαχιστότερη συνέπεια ή κύρωση – όπως για παράδειγμα αυτή μιας καθολικής ή μερικής έστω περιφρόνησης – για τους δύο ανθρώπους που συνήψαν τον διάλογο αυτό. Τώρα δεν χρειάστηκε καν να γίνει ο «διάλογος» αυτός κεκλεισμένων των θυρών και να μεταφερθεί με τρόπο που να μπορεί να γίνει «κτήμα» όλων. Πραγματοποιήθηκε ανοιχτά, όπως ακριβώς θα συζητούνταν ένα θέμα, για παράδειγμα το μεταναστευτικό, αυτό των ιδιωτικών πανεπιστημίων ή το άλλο με τους αγρότες. Και αυτό είναι κάτι που τα λέει «όλα».
Κυρίως όσον αφορά την πραγματική θέση που έχουν για τα ζέοντα αυτά προβλήματα οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν ή επαναλαμβάνουν ως όρους για τη μεταξύ τους αντιδικία λέξεις (φτάσαμε σε ένα σημείο που επιβάλλεται να τις χρησιμοποιήσουμε) όπως «χέστηκα» και «χεσμένους». (Θυμάμαι τον σάλο που είχε δημιουργηθεί τη δεκαετία του ’80 με τον θεσσαλονικιό πεζογράφο και αλησμόνητο φίλο Γιώργο Ιωάννου όταν είχε χρησιμοποιήσει ως τίτλο ενός διηγήματός του τη λέξη «Ξεσκάτωμα». Και να σκεφτεί κανείς ότι αφορούσε στη λογοτεχνία, μια υπόθεση εκ των πραγμάτων περιορισμένου βεληνεκούς και όχι στην πολιτική, μια περιοχή που εκόντες άκοντες αντλούμε όλοι από τη δεξαμενή της.)
Σαφώς και δεν είναι λίγοι που θα θαυμάσουν την «ελευθερία» ενός πολιτικού να εκφράζεται με έναν τόσο αθυρόστομο τρόπο. Αναρωτιέται όμως κανείς πού θα φτάναμε αν ο τρόπος αυτός γενικευόταν ώστε σύνολη η πολιτική ζωή να μπορεί να διακινηθεί και να ολοκληρωθεί με λέξεις που λόγω της σύμφυτης με τις ίδιες αηδίας τους, προκαλούν ταυτόχρονα ένα βαθύτατο αίσθημα ανυποληψίας. Θα δημιουργούνταν αυτόματα ένα απέραντο – όσο μια χώρα – ξέφραγο αμπέλι όπου τίποτε δεν θα ήταν δυνατόν να ελεγχθεί. Οπως μάλιστα η επικοινωνία ανάμεσα σε ομοειδή ή σε ετερόκλητα σύνολα θα μπορούσε να υπάρξει με λέξεις που κανείς δεν θα τις εκτιμούσε – αντίθετα θα είχε κάθε ευχέρεια να τις περιφρονεί – θα καταλήγαμε όλοι υποχείρια στις διαβαθμίσεις μια εντελώς νομιμοποιημένης μάλιστα ανοικτίρμονης πολιτικής εξουσίας.
Οπως ακριβώς συμβαίνει εν μέρει σήμερα. Δυστυχώς παρά την απέχθεια που εκδηλώνεται συχνά και από πολλούς για το είδος αυτής της εξουσίας – της πολιτικής – κατά βάθος παραμένουμε λάτρεις της ώστε να μην αντιλαμβανόμαστε πόσο καταλυτική παραμένει η παρουσία της. Ακόμη και αν ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τον δήμαρχο του Βόλου φαντάζονται ως αβυσσαλέες τις διαφορές τους, οι ομοιότητές τους είναι πολύ περισσότερες σε σχέση με όσες, οι ίδιοι τουλάχιστον, θα ήταν δυνατόν να υποψιαστούν. Αφού ούτε ο ένας ούτε ο άλλος θα συμπεριφέρονταν ή θα μιλούσαν με έναν τρόπο που θα ήταν αδύνατον να τον επιχειρήσει οποιοσδήποτε δεν θα διέθετε εξουσία. Στην ουσία είναι η ασυλία της πολιτικής εξουσίας που τους δίνει την ευχέρεια μιας ανεπίτρεπτης συμπεριφοράς και ενός ανεπίτρεπτου λόγου που ενώ τα θεωρούν τολμηρά στην πραγματικότητα είναι προσβλητικά έως χυδαία. Τελικά μιλάμε για ανθρώπους – δημιουργήματα μιας συνθήκης που κάνει τους ουραγούς να καμαρώνουν ως μπροστάρηδες και τα φερέφωνα ως πρωτοπόροι.