Κάτι που αποφεύγουμε να συζητήσουμε πάνω στα κύρια πνευματικά μας θέματα είναι η καλή τεχνική παιδεία. Μεγάλωσα σε μια εποχή που στη θεατρική μας αγορά κυριαρχούσαν, όχι μόνο πολλές δραματικές σχολές, αλλά κυρίως διαφορετικής αισθητικής θεωρίας δάσκαλοι. Οταν αποφάσισα μέσω των πανεπιστημιακών σπουδών να σπουδάσω θέατρο, με την υπομονή του φιλολόγου γυμνασιάρχη πατέρα μου, που λειτουργούσε εναντίον του επικρατούντος κλίματος στα αστικά σπίτια για τη θεατρική καριέρα, όχι μόνο για λόγους ηθικούς, αλλά κυρίως για λόγους επαγγελματικούς, αφού ο έλληνας ηθοποιός αναζητεί εργασία δύο φορές τον χρόνο, και αν τη βρει. Ο πατέρας μου επέμενε, όντας φανατικός θεατρόφιλος (ήταν φοιτητής στην Αθήνα την εποχή του Φώτου Πολίτη, του Βεάκη, της Παξινού, του Μινωτή, του Κατράκη τη δεκαετία του 1930) να σπουδάσω Φιλολογία, ήταν ο ίδιος δάσκαλος σπουδαίος, και παράλληλα θέατρο, ώστε το δασκαλίκι να είναι αμπάριζα στον βιοπορισμό.
Ευτύχησα να έχω δασκάλους στο Ωδείο Αθηνών τον Ροντήρη, τον ιστορικό του θεάτρου Γιάννη Σιδέρη, στον χορό τον Γιάννη Φλερύ στο ελαφρό θέατρο και στην τραγωδία τη μεγάλη χορογράφο, βασική συνεργάτιδα του Ροντήρη, Λουκία Σακελλαρίου. Ιστορία και πρακτικά του θεάτρου δίδασκε ο Σιδέρης και σκηνογραφία και ενδυματολογία ο Κλώνης, μέγας μάστορας του θεάτρου. Βοηθός του Ροντήρη, που ερχόταν και μας βοηθούσε στις εφαρμογές, ο καλός ηθοποιός Αγγελος Γιαννούλης, στέλεχος του Εθνικού Θεάτρου.
Την εποχή εκείνη, δεκαετία του 1950, δεν υπήρχε τηλεόραση και οι εκπομπές θεάτρου του ραδιοφώνου στελεχώνονταν από μεγάλους πρωταγωνιστές. Ανοιγες το ραδιόφωνο, άκουγες Ιψεν, Πιραντέλο και βέβαια Σαίξπηρ και τραγικούς και κωμικούς αρχαίους έλληνες ποιητές και στην ίδια εκπομπή η διανομή διέθετε Κωτσόπουλο, Μυράτ, Λογοθετίδη, Αλεξανδράκη, Αρώνη, Συνοδινού, Βόκοβιτς (στους αγγελιοφόρους) και Νέζερ. Ετσι εμείς της επαρχίας, φανατικά παιδιά για θέατρο, είχαμε γαλουχηθεί στο μεγάλο παγκόσμιο ρεπερτόριο και την αρχαία τραγωδία και κωμωδία, όταν άρχισε το Φεστιβάλ Επιδαύρου το 1955, λίγα μόλις χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου (με το μακελειό στους δρόμους και στα χωριά και στις πόλεις, ποιος θα ξεκινούσε να πάει στην Επίδαυρο;). Το Φεστιβάλ Επιδαύρου, αλλά και το Φεστιβάλ Αθηνών στο Ηρώδειο, μας εκπαίδευσαν μετά το 1954-1955.
Ηταν η εποχή, μόλις τελείωσε το εμφύλιο μακελειό, που εμφανίστηκε η ιδιοφυΐα του Καρόλου Κουν, έκανε θίασο στο ΡΕΞ η Κοτοπούλη με τον Δημήτρη Μυράτ επικεφαλής (εκεί εμφανίστηκαν η Μελίνα Μερκούρη, η Τζένη Καρέζη, ο Στέφανος Ληναίος και πολλοί άλλοι μετέπειτα σημαντικοί πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες). Τότε το αθηναϊκό κοινό είδε, εκτός από τους μεγάλους τραγικούς, τον Αριστοφάνη, σχεδόν τα άπαντα του Σαίξπηρ, Μολιέρο, Γκολντόνι, Λόπε ντε Βέγκα, Ο’ Νιλ, Παλαμά, Σικελιανό, Χορτάτση, Σενέκα, Θερβάντες. Η γενιά μου είδε πράγματι μεγάλο θέατρο και χάρηκε σπουδαίες ερμηνείες σε έξοχες μεταφράσεις (Ρώτας, Καρθαίος, Γρυπάρης).
Ξέρετε τι εφόδιο πνευματικής περιουσίας είναι να φτάνεις στον Στρατό, μετά το Πανεπιστήμιο, και να έχεις χαρεί τον Μινωτή, την Παξινού, την Κοτοπούλη, την Κυβέλη, τον Λογοθετίδη, τον μεγάλο κωμικό Αργυρόπουλο και την έξοχη Μανωλίδου, ηθοποιό πέρα από το μεγαλοφυές, πνευματικό γεγονός ευρωπαϊκού βεληνεκούς. Το Εθνικό Θέατρο με τον Ροντήρη ανέβασε έργα ευρωπαϊκού μεγάλου θεάτρου στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Ρώμη και στη Νέα Υόρκη!! Με αυτή την προϊστορία ευρωπαϊκής θητείας η Παξινού αξιώθηκε να πάρει Οσκαρ, αφού είχε εντυπωσιάσει το αμερικανικό κοινό. Για σκεφτείτε, αγαπητοί φίλοι, ότι σε αυτές τις παραστάσεις μουσική έγραψαν ο Καλομοίρης, ο Δημήτρης Μητρόπουλος, ο Χατζιδάκις, νεαρός ιδιοφυής. Με αυτές τις παραστάσεις στην καριέρα του θριάμβευσε αργότερα ως μέγας διευθυντής ορχήστρας στη Νέα Υόρκη ο Μητρόπουλος, καθώς και στη διάσημη Φιλαρμονική της, ως μόνιμος διευθυντής!
Ως δάσκαλοι ηθοποιών, πέρα από τον Βεάκη ή τον Μινωτή, διέπρεψαν ο Μουζενίδης, ο Καραντινός και βέβαια η μεγαλοφυΐα του Κουν και του σπουδαγμένου στη Μόσχα Σεβαστίκογλου! Η μνημειώδης σκηνοθεσία του Ροντήρη με τον «Αμλετ» το 1937, που παίχθηκε και αποθεώθηκε και στην Ευρώπη και στην Αμερική και το αμερικανικό ρεπερτόριο (Ο’ Νιλ, Τεν. Ουίλιαμς, Μίλερ, Αλμπι) και η πρώτη γνωριμία του αθηναϊκού κοινού με το αμερικανικό μιούζικαλ σταδιοδρομούσαν παράλληλα με έργα του Ξενόπουλου, του Λόρκα, του Μπρεχτ, του Τολστόι, του Ντοστογέφσκι, του Τσέχοφ και του Γιαπωνέζου Μισίμα.
Ενα νέο παιδί σήμερα που λαχταράει να δει θέατρο παγκόσμιο, αφού έχει διαβάσει τις θαυμάσιες μεταφράσεις που κυκλοφορούν στα βιβλιοπωλεία, δεν θα έχει στην καριέρα του πάνω από δυο-τρεις παραστάσεις κλασικών έργων, αφού τα τελευταία χρόνια, πλην εξαιρέσεων, το θέατρο ανταγωνίζεται την τηλεόραση, όμως, ένα φανατικό παιδί μπορεί να κατεβάσει μεγάλες παραστάσεις που κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο και να πάθει ό,τι πάθαμε κι εμείς στα χρόνια μας, βλέποντας τον μεγαλοφυή Ορσον Γουέλς και τον ανεπανάληπτο Καντίφλας. Αναφέρομαι μόνο στο θέατρο, γιατί την ίδια εποχή ο κινηματογράφος του Τσάπλιν, του Φορντ, του Ντε Σίκα, του Μπουνιουέλ μας έμαθε τους μεγάλους ρυθμούς ζωής και θανάτου.
Η Καρέζη βγήκε στο θέατρο για πρώτη φορά δίπλα στον Μινωτή και την Παξινού και ο Θύμιος Καρακατσάνης, μετά την επιτυχημένη θητεία των πρώτων χρόνων στο Θέατρο Τέχνης, δίπλα στον Χατζηχρήστο. Οταν ο Κουν έφερε στο Υπόγειο τον Τσακίρογλου, μαθητή της Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, του Βόκοβιτς και της Αρώνη, έγινε ο μεγάλος γάμος αισθητικής ανάμεσα στην αμερικανική υποκριτική και στη γερμανική στιβαρότητα και, όταν μας γοήτευσε ο μεγάλος ρώσος ηθοποιός Σμοκτουνόφσκι, ξεχάσαμε τις αποκλειστικές μαθητείες σε μια σχολή και χαρήκαμε μια εξαίσια εισβολή σε διαφορετικούς τρόπους υποκριτικής διαδρομής.
Ρίχνοντας μια ματιά τα τελευταία χρόνια, όπου το θέατρο υποσιτίζεται και η τηλεόραση κυριαρχεί, χάσαμε τη μεγάλη ευκαιρία και ευτυχία να επικοινωνούμε με έργα που στέκονται επάξια δίπλα στην Παναγία των Παρισίων, τα Κουαρτέτα του Μπαχ, τη ζωγραφική του Πικάσο και το μυθιστόρημα του Ντοστογέφσκι και του Ντον Πάσος. Την ώρα που γράφω όσα διαβάσατε ακούω τον «Μεγάλο Ερωτικό» του Χατζιδάκι και τα λαϊκά αριστουργήματα του Θεοδωράκη, μαζί με την «Ιθαγένεια» που έγραψα τους στίχους και μελοποίησε ο αείμνηστος φίλος Γιάννης Μαρκόπουλος!