Δεν φαίνεται σοφή η απόφαση της ηγεσίας του Αρείου Πάγου να αντιπαρατεθεί ευθέως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Από όσο θυμάμαι, μόνο τα Συνταγματικά Δικαστήρια της Γερμανίας και της Τσεχίας έχουν παλαιότερα αμφισβητήσει αποφάσεις όχι ενωσιακών πολιτικών οργάνων αλλά του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Επρόκειτο για καθαρά νομικά θέματα, για διερεύνηση αν αποφάσεις των δύο ενωσιακών θεσμών ήσαν εντός των ορίων των Συνθηκών ή ήσαν ultra vires, καθ’ υπέρβασιν της εξουσίας που τους αποδίδουν οι Συνθήκες. Βεβαίως, αυτές οι αποφάσεις μπορούσαν να έχουν πολιτικές συνέπειες, αν η κυβέρνηση αποφάσιζε να τις ακολουθήσει, επομένως και ενωσιακές αν η Επιτροπή έκρινε ότι κακώς το κράτος τις εφάρμοσε και το παρέπεμπε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Τώρα έχουμε διαδικασία καθαρά πολιτική, αφού ο Άρειος Πάγος εκδίδει «απόφαση», με την οποία απαντά σε πολιτικό όργανο το οποίο ψήφισε σε σχέση με ενέργειες του ελληνικού κράτους, που το εκπροσωπεί βέβαια η Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η κυβέρνηση, όχι ο Άρειος Πάγος. Η δικαιοσύνη, συντεταγμένη, να αποφασίζει πολιτικά, αυτό μου φαίνεται κατεξοχήν ultra vires.
Τις «απαντήσεις» προς το Ευρωκοινοβούλιο εισηγήθηκε στην Ολομέλεια ο εκπρόσωπος τύπου και επί 18ετία συνδικαλιστής αρεοπαγίτης Παναγιώτης Λυμπερόπουλος – δεν αρκούσε άραγε ανακοίνωση του ίδιου επί του θέματος; Γιατί έπρεπε να δεσμευτεί με «απόφαση» το ανώτατο δικαστήριο της χώρας;
Δεν ξέρουμε τι ακριβώς υποστηρίχθηκε από τον εισηγητή και τι τοποθετήσεις υπήρξαν κατά τη συνεδρίαση, ιδιαίτερα από την ισχνή –για να σώσει την τιμή της ελληνικής δικαιοσύνης– μειοψηφία 20% (13 επί 62 αρεοπαγιτών). Για παράδειγμα, με τι επιχειρήματα υποστηρίχθηκε ότι η έρευνα για τις υποκλοπές προχωρά κανονικά, όταν έχουν περάσει 20 μήνες από τότε που διαπιστώθηκε το έγκλημα και δεν έχει απαγγελθεί ούτε μία κατηγορία και γιατί ήταν αναγκαία η αντικατάσταση των αρχικών ανακριτών με αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου; Ακούστηκε κάτι παραπάνω από τον ισχυρισμό «όλα προχωρούν κανονικά»;
Η Ολομέλεια, διαβάσαμε, απέρριψε την αιτίαση του ευρωκοινοβουλίου ότι ο διορισμός της ηγεσίας της δικαιοσύνης από την κυβέρνηση δημιουργεί υποψίες κράτους συναλλακτικού και όχι δικαίου, με το επιχείρημα «αυτό προβλέπει το σύνταγμα». Όμως, πολύ περισσότερο από την γυναίκα του Καίσαρα, ο οποίος ασκεί πολιτική εξουσία, πρέπει και να είναι και να φαίνεται τίμια η δικαιοσύνη – γιατί μόνο αυτή μπορεί να συγκρατήσει την εξουσία. Η ηγεσία της ελληνικής δικαιοσύνης είτε από εντελώς περίεργη αίσθηση καθήκοντος και υπερβάλλον esprit de corps είτε επειδή θέλει όχι να συγκρατήσει αλλά να υπερασπιστεί την πολιτική εξουσία, κινείται εμφανώς ultra vires και εθνικώς και ενωσιακώς.