Από μία οπτική, πρόκειται για αλλαγή μοντέλου που καταγράφεται την τελευταία δεκαετία. Μια σειρά Ελλήνων καταφέρνουν να ξεφύγουν από τον εγχώριο μικρόκοσμο και να αφήσουν το δικό τους, ξεχωριστό στίγμα σε μια διεθνή σκηνή σκληρή και απαιτητική. Ο 22χρονος Γιώργος Καρλαύτης είναι ξαφνικά δις πρωταθλητής στο αμερικάνικο φούτμπολ, σε ένα άθλημα που δεν έχει κοινό στην Ελλάδα, αλλά αποτελεί μαζί με το μπέιζμπολ το άθλημα με τα οποία μεγαλώνουν οι γενιές στις ΗΠΑ. Ο τελικός του πρωταθλήματος του NFL, το περίφημο Super Bowl, είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από ένα παιχνίδι, πρόκειται για το ακριβότερο σόου στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού και προκαλεί ντελίριο σε διαφημιστές και διαφημιζόμενους. Δέκα χρόνια νωρίτερα θα φαινόταν αδιανόητο ένα παιδί που μεγάλωνε στις αθηναϊκές γειτονιές να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το παιχνίδι.
Την ίδια ώρα, ο Γιώργος Λάνθιμος προετοιμάζεται για την απονομή των Οσκαρ, έχοντας απέναντι ιερά τέρατα του παγκόσμιου κινηματογράφου, όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε και ο Κρίστοφερ Νόλαν. Με μια σειρά από μεγάλα βραβεία για την τελευταία ταινία του («Poor Things»), έχει πλέον αποκτήσει τον δικό του ζωτικό χώρο και μια ιδιαίτερη ταυτότητα στη διεθνή κινηματογραφική βιομηχανία. Μερικά χρόνια νωρίτερα θα ήταν επίσης αδιανόητο το άλμα ενός παιδιού που είχε ως αφετηρία το Παγκράτι και μια εγχώρια κινηματογραφική σκηνή που αναζητεί σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο το δικό της στίγμα. Η επιτυχία του Λάνθιμου έχει ξεπεράσει ήδη όσα είχαν καταφέρει ο Μιχάλης Κακογιάννης ή ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, αλλά ακόμη και ο Κώστας Γαβράς.
Αφετηρία γι’ αυτή τη στροφή που επιτρέπει σε Ελληνες να κατακτήσουν παγκόσμιες κορυφές αποτελεί μάλλον ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, ο οποίος έχει πλέον εξελιχθεί σε διεθνές πρότυπο. Η εσωτερική αμφισβήτηση από εκείνους που επικαλούνται τις νιγηριανές ρίζες του πρωταθλητή του NBA που εκπροσωπεί τα εθνικά μας χρώματα, δεν αλλάζει την πραγματική εικόνα: για το Μιλγουόκι, την Αμερική και τον πλανήτη ολόκληρο ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και τα αδέλφια του είναι τα παιδιά από την Ελλάδα που επιστρέφουν σε κάθε ευκαιρία στα στενά των Σεπολίων και του Ζωγράφου. Είναι εξίσου σαφές ότι προδιαγραφές για ένα αντίστοιχο άλμα και μια παγκόσμια αναγνωρισιμότητα που υπερβαίνει τα όρια του τένις, διαθέτει και ο Στέφανος Τσιτσιπάς, έχοντας ήδη μια θέση στα μεγάλα ονόματα του δικού του αθλήματος.
Προφανώς η πορεία τους δεν είναι κοινή, ούτε ίδιος ο βαθμός δυσκολίας στο δικό τους εγχείρημα. Οπως δεν προέρχονται από κάποια ελληνική σχολή που λειτουργεί ως φυτώριο για όσους θέλουν να κατακτήσουν τον κόσμο. Η επιτυχία τους είναι αποκλειστικά ατομική, κανείς γηγενής δεν είχε ήδη ανοίξει τον δικό τους δρόμο. Αλλά και οι τέσσερις παγκόσμιοι Ελληνες στέλνουν έστω και ασυνείδητα το μήνυμα ότι στην Ελλάδα μπορούν να διαμορφωθούν σήμερα οι συνθήκες για να αναδειχθούν ταλέντα που θα αφήσουν βαθύ αποτύπωμα πέρα από τα σύνορα. Κοιτώντας πίσω, θα έπρεπε να φτάσει κανείς στη Μαρία Κάλλας και τον Αριστοτέλη Ωνάση για να καταγράψει την αναγνωρισιμότητα που καταγράφουν σήμερα ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και ο Γιώργος Λάνθιμος στο παγκόσμιο χωριό, συμβάλλοντας ο καθένας με τον τρόπο του στη διαμόρφωση και μιας παγκόσμιας κουλτούρας. Η δική τους περίπτωση είναι μια απόδειξη ότι ενίοτε η Ελλάδα μπορεί να μην «τρώει» τα παιδιά της, αλλά να προσφέρει εφόδια.
Η διαφορά μοντέλου έχει να κάνει ακριβώς με αυτό – για να προβάλλει την εικόνα της η χώρα δεν χρειάζεται να αναζητεί μόνον όσους διαπρέπουν στον τομέα τους και έχουν ελληνικές ρίζες, γόνοι δεύτερης και τρίτης γενιάς μεταναστών ή να επενδύει σε ξεχωριστούς δημιουργούς που εντάσσονται στην ομάδα των φιλελλήνων. Καιρός είναι να εκμεταλλευθεί οργανωμένα και μεθοδικά και τα δικά της ταλέντα – και να δημιουργήσει ακόμη περισσότερα.