Μπορεί η Μύκονος με την πάροδο του χρόνου να έχει δυστυχώς αλλοιωθεί, αλλά φαίνεται ότι υπάρχουν ακόμα κάποιες γωνιές της που κρατάνε το νησί δεμένο με την ιστορία.
Ποιος θα περίμενε ότι στο νησί των ανέμων διατηρείται ακόμα ξυλόφουρνος που χρονογολογείται από τον 15ο αιώνα και μάλιστα τάιζε με το ξεχωριστό ψωμί του τα στρατεύματα του Ναπολέοντα.
Ο «Φούρνος του Γιώρα», που βρίσκεται στη γειτονιά του Λάκκα, έκανε εντύπωση στο BBC για την ιστορία του και την αντοχή του στον χρόνο, καθώς χρονολογείται από τον 17ο αιώνα.
Πως όμως μπορεί τα τάιζε τους Γάλλους του 19ου αιώνα που πολεμούσαν;
Το βρετανικό μέσο επικαλείται την βραβευμένη Ελληνίδα σεφ Μαρία Λόη, η οποία δημιούργησε μάλιστα σχετικό ντοκιμαντέρ με τίτλο «Ο Παρθενώνας όλων των ελληνικών ξυλόφουρνων».
«Το ψωμί που έψηναν ήταν γνωστό ως «ψωμί της θάλασσας» και το πουλούσαν σε μικρά πλοία», εξήγησε η Λόι, η οποία επισκέφτηκε πρόσφατα τον φούρνο στα γυρίσματα της δεύτερης σεζόν της σειράς ντοκιμαντέρ της, «The Life of Loi».
Το θαλασσόψωμο, ένα είδος παξιμαδιού, είχε επίτηδες μεγάλη διάρκεια για να αντέξει μέρες και μήνες στη θάλασσα. Θα μπορούσε να διατηρηθεί έως και ένα χρόνο, καθιστώντας το ιδανικό για μακρινά ταξίδια. «Οι ναυτικοί έπαιρναν αυτό το ψωμί μαζί τους σε μακρινά ταξίδια, βουτώντας το στον ωκεανό [για να το κρατάνε υγρό], απολαμβάνοντας το με ελαιόλαδο και μερικές φορές με φρέσκα θαλασσινά».
Αυτό είναι το ίδιο ψωμί που ο Γιώρας προμήθευε κάποτε τα στρατεύματα του Ναπολέοντα κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους στις αρχές του 19ου αιώνα, σύμφωνα με την Κλόη Παπαϊωάννου η οποία είναι ιδιοκτήτρια του φούρνου μαζί με τον σύζυγό της Γεώργιο Βαμβακούρη. «Αυτά τα ταπεινά μυκονιάτικα παξιμάδια έπαιξαν καθοριστικό ρόλο ακόμη και κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους, καθώς προμήθευαν τις γαλλικές αρμάδες».
Λειτουργεί από το 1420
Οι ξυλόφουρνοι του Γιώρα, λειτούργησαν για πρώτη φορά το 1420, επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Έχει τη διάκριση ότι είναι ο παλαιότερος φούρνος με ξύλα στην Ελλάδα και ίσως στην Ευρώπη. Περιήλθε στα χέρια της οικογένειας Βαμβακούρη από τότε που οι Βενετοί έφυγαν από το νησί το 1718 και παρέδωσαν την επιχείρηση στον προ-προπάππο του Γιώργου Βαμβακούρη.
Στα πρώτα χρόνια, πριν από περίπου 6 αιώνες, το αρτοποιείο ήταν απλώς ένας μεγάλος φούρνος χτισμένος στην πλαγιά ενός λόφου για να διατηρεί τον χώρο κάπως δροσερό, ενώ η φωτιά έκαιγε όλη την ημέρα.
Σήμερα στην οροφή του φούρνου μπορεί να δει κανείς τα μαύρα σημάδια του καπνού που δημιουργήθηκαν μέσα στους αιώνες, μεγάλα ξύλινα δοκάρια που στηρίζουν μικρότερα, δοκάρια, που συντηρούνται από τη θερμότητα και την ξηρότητα του αέρα.
Βέβαια, σήμερα οι Μυκονιάτες το γύρισαν στον τουρισμό και οι παλαιότεροι έχουν πλέον γεράσει, ενώ όπως αναφέρει μάλιστα το βρετανικό δημοσίευμα, οι τουρίστες δεν αγοράζουν ψωμί, αλλά γλυκά ή μπισκότα.
«Πολλοί ντόπιοι Μυκονιάτες που μεγάλωσαν πριν την εισβολή του τουρισμού τώρα επιλέγουν να ζήσουν αλλού. Επιστρέφουν μόνο για να δουλέψουν την υψηλή περίοδο πριν φύγουν ξανά για μεγαλύτερες πόλεις όπως η Αθήνα, παίρνοντας μαζί τους τις αναμνήσεις και τις παραδόσεις τους» αναφέρει η Χλόη Μπρέηνγουεητ.
«Έτσι, πριν από πέντε χρόνια, όταν έφυγε από τη ζωή ο πατέρας του Βαμβακούρη, σταμάτησε η παραγωγή ψωμιού. Δεν μπορούσαν να βρουν κανέναν να βοηθήσει και η ζήτηση απλώς δεν ήταν τόσο υψηλή».
Μπορεί το ζευγάρι να συνεχίζει την τέχνη του στην αρτοποιία στο σπίτι τους, αλλά όπως αναφέρει το δημοσίευμα, «δεν είναι πιθανό [το ψωμί] να είναι ξανά στο μενού του Γιώρα σύντομα».
Άλλη μια θλιβερή ιστορία του «γίναμε Ευρωπαίοι»;