Εχω την άποψη, ή μάλλον την πεποίθηση, πως στα ζητήματα δικαιωμάτων δεν χωρούν ούτε πολιτικαντισμοί, ούτε εκπτώσεις, ούτε δίκες προθέσεων. Ούτε θέσφατα υπάρχουν, αλλά η κριτική επί της κριτικής οφείλει να είναι επίσης απαλλαγμένη από προκαταλήψεις. Τα λέω αυτά, γιατί, παρόλο που μπορεί να ακούγονται από πολύ γενικά έως αυτονόητα, υπέστησαν βαριά και, φοβούμαι, άδοξη δοκιμασία στην πράξη: δυο επίσημες εκθέσεις από αρμόδιους φορείς σε κρίσιμα ζητήματα δικαιωμάτων αντιμετωπίστηκαν από την κυβέρνηση, επειδή της ασκήθηκε κριτική, περίπου σαν ανθελληνική προβοκάτσια και πάντως σίγουρα τους αποδόθηκε χροιά πολιτικής μεροληψίας (από ποιους άραγε: τους «ξένους» που πείστηκαν ή τους «πατριώτες» που δεν αμύνθηκαν αποτελεσματικά;). Η ψύχραιμη ανάλυση άλλα δείχνει.

Το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την κατάσταση του κράτους Δικαίου και της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, δεν είναι ένα κείμενο, ούτε μια κίνηση, που επιτρέπεται να αντιμετωπίζεται χαλαρά, απλουστευτικά ή υποτιμητικά. Οχι μόνο γιατί προέρχεται από το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο, το σημαντικότερο από πλευράς δημοκρατικής νομιμοποίησης στην Ευρωπαϊκή Ενωση, έτσι ώστε αψήφησή του να σημαίνει κατ’ ουσίαν απείθεια ή παραγνώριση του ίδιου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ούτε μόνο γιατί είναι η πρώτη φορά σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης που εκδίδεται ένα τόσο επικριτικό ψήφισμα κατά της Ελλάδας, όπως έχει γίνει σε λίγες άλλες περιπτώσεις χωρών (Ρουμανίας, Μάλτας, Πολωνίας, Ουγγαρίας). Αλλά κυρίως γιατί δεν είναι ούτε λογικό ούτε δίκαιο, όταν θεσμοί της Ενωσης, όπως η Επιτροπή, επιδαψιλεύουν επαίνους στη χώρα μας –για παράδειγμα στον τομέα της οικονομίας, και όχι αδίκως– να θεωρούνται ότι κομίζουν αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ασκούν κριτική ή επισημαίνουν προβλήματα να τους αποδίδεται κακή πρόθεση. Ακόμη λιγότερο λογικό και δίκαιο είναι να προσπερνιούνται οι αιτιάσεις που διατυπώνονται ρητά στο επίμαχο ψήφισμα: «πολύ σοβαρές απειλές κατά της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ελλάδα», «μεγάλη πίεση στο σύστημα ελέγχων και ισορροπιών», «πολυάριθμες περιπτώσεις υπερβολικής χρήσης βίας από τις αστυνομικές υπηρεσίες», «απειλή κατά της πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης», «παράνομη εργαλειοποίηση του όρου εθνική ασφάλεια ως δικαιολογίας για τις απαράδεκτες υποκλοπές», «μεγάλη ανησυχία ότι ανεξάρτητες Αρχές υφίστανται αυξανόμενη πίεση», «έλλειψη προόδου στη δικαστική έρευνα» (για υποκλοπές, τραγωδίες Πύλου και Τεμπών). Μήπως αντί να οχυρώνεται πίσω από την πεποίθηση ότι τα κάνει όλα σωστά και ότι την κυνηγούν σκοτεινές δυνάμεις, η κυβέρνηση θα κέρδιζε λαμβάνοντας μέτρα σε όλους αυτούς τους τομείς;

Εξίσου σοβαρή κι εξίσου επίσημη είναι η κριτική που ασκείται από την Ενωση Ελλήνων Ποινικολόγων στο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Κι αυτοί, έγκριτοι δικηγόροι και πανεπιστημιακοί, συλλήβδην ανθέλληνες και αντικυβερνητικοί είναι; Το ίδιο και ο μέγας δημοκράτης δικαστής Γιώργος Κουβελάκης, που, από τις στήλες αυτής της εφημερίδας, έκανε λόγο για «υπερβολική αυστηροποίηση των ποινών» και «επικίνδυνη απομάκρυνση από τις αρχές του κράτους Δικαίου»; Θα αγνοήσουν άραγε ο αρμόδιος υπουργός και η κυβέρνηση τις παρατηρήσεις, που είναι συγχρόνως και εκκλήσεις, για «παντελή υπερπήδηση της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής», «σοβαρά προβλήματα νομοτεχνικής και ουσιαστικής φύσεως καθώς και ασυμβατότητα προς το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ», «κίνδυνο συμφόρησης των φυλακών», «οξύτατα προβλήματα ισότητας ενώπιον του νόμου», «αφόρητο περιορισμό θεμελιωδών δικαιωμάτων των κατηγορουμένων»;  Μήπως και γι’ αυτά ευθύνεται η κυρία Ιν’ τ Βελτ, που μεθοδικά εξυφαίνει την ευρωπαϊκή συνωμοσία κατά της Ελλάδας;