«Λίγο δυνατότερα παρακαλώ γιατί είμαι και λιγάκι κουφός».

Ο Φρέντερικ Γουάιζμαν, ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες ντοκιμαντέρ παγκοσμίως, ξέρει πώς να «σπάει τον πάγο».

Κάθεται μπροστά μου σε έναν από τους χώρους του Tennis Club στο Λίντο της Βενετίας, για να κουβεντιάσει για την τελευταία του δημιουργία.

Το πρόβλημα της ακοής του είναι φυσικό καθώς ο Γουάιζμαν είναι 94 ετών. Αλλά το βλέμμα του δείχνει εφηβικό – ίσως και παιδικό. Γεμάτο περιέργεια. Αυτή η περιέργεια εξάλλου είναι που έχει μετατρέψει τον Γουάιζμαν σε θρύλο του κινηματογράφου τεκμηρίωσης στον οποίο εργάζεται από τη δεκαετία του 1960.

Ο Γουάιζμαν, ένας Αμερικανός που ζει εδώ και χρόνια στο Παρίσι, βρέθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο Φεστιβάλ Βενετίας για την πρεμιέρα της τελευταίας δημιουργίας του, «Menus Plaisirs – Les Troisgros», ένα ντοκιμαντέρ διάρκειας 240′ που αφορά το πολυβραβευμένο με αστέρια Michelin γαλλικό εστιατόριο Les Troisgros.

Ο σκηνοθέτης έχει μια σχετική εμπειρία από την haut cuisine διότι δέχεται συχνά προσκλήσεις για να δειπνήσει σε τέτοια εστιατόρια. «Συνήθως περιμένω από κάποιον να με καλέσει σε ένα τέτοιο ρεστοράν, με τα έξοδα φυσικά καλυμμένα» επισημαίνει.

Δεν συνέβησαν όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα με το ντοκιμαντέρ «Menus Plaisirs – Les Troisgros», διότι σε αυτή την περίπτωση ήταν εκείνος που έκανε την πρόσκληση.

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19, ένας φίλος του που έχει σπίτι στη Βουργουνδία, τον κάλεσε για φιλοξενία. Ο Γουάιζμαν έμεινε εκεί όλον τον Αύγουστο του 2020. «Πριν φύγω ήθελα να του κάνω ένα δώρο γιατί με ανέχθηκε έναν ολόκληρο μήνα» είπε.

Οπότε αναζήτησε ένα καλό ρεστοράν. «Μετά το μεσημεριανό και χωρίς να έχω προσχεδιάσει τίποτα, συστήθηκα στον ιδιοκτήτη, του είπα ότι γυρίζω ντοκιμαντέρ και τον ρώτησα αν θα ενδιαφερόταν να κάνω ένα ντοκιμαντέρ για το εστιατόριό του.

Μου ζήτησε να συμβουλευτεί πρώτα τον πατέρα του, έφυγε και έπειτα από μισή ώρα επέστρεψε και μου είπε “γιατί όχι;” Τόσο απλά.» Ο Γουάιζμαν χαμογελά με την ανάμνηση εκείνης της συνάντησης. «Στην πραγματικότητα, όπως μου εξομολογήθηκε αργότερα, δεν πήγε να δει τον πατέρα του αλλά να τσεκάρει ποιος είμαι στη Wikipedia. Οταν κατάλαβε, δέχθηκε. Και μου έδωσε απόλυτη πρόσβαση στα πάντα».

«ΣΑΝ ΑΤΕΛΙΕ ΖΩΓΡΑΦΟΥ».

Η όλη διαδικασία που λαμβάνει χώρα σε αυτά τα εστιατόρια, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο πελάτης έχει την εικόνα τελετουργίας, κάτι που ο Φ. Γουάιζμαν υποψιαζόταν. «Αλλο να το υποψιάζεσαι όμως και άλλο να το βλέπεις να γίνεται μπροστά σου. Μιλάμε για τη δημιουργία ενός ζωντανού έργου τέχνης, υπήρξαν στιγμές που ένιωθα ότι βρισκόμουν σε ατελιέ ζωγράφου.

Η λεπτομέρεια πίσω από κάθε πιάτο είναι απίστευτη.

Το πώς αγοράζονται τα υλικά, το πώς κόβεται το κρέας, τα λεπτά που χρειάζονται για να μείνει το φαγητό στον φούρνο, η δημιουργία της σος, τα μπαχαρικά… Και όλα αυτά τα διαφορετικά στοιχεία, αφορούν μόνο την προετοιμασία.

Μετά ακολουθεί η παρουσίαση που είναι το ίδιο εντυπωσιακή. Δεν είναι τυχαίο που κάθε πιάτο επιθεωρείται από ειδικούς προτού προσφερθεί στον πελάτη. Η όψη έχει την ίδια σημασία με τη γεύση».

Το «Menus Plaisirs – Les Troisgros» όμως δεν περιορίζεται μόνο στα δρώμενα εντός εστιατορίου αλλά επιδιώκει να καλύψει όλο το γύρω φάσμα της βιομηχανίας φαγητού. Οι παραγωγοί, οι προμηθευτές και γενικά όλο το εμπόριο που σχετίζεται με την κουλτούρα του φαγητού βρίσκει θέση στην ταινία δίνοντας μια σφαιρική εικόνα επί του θέματος.

«Ηθελα να τοποθετήσω το φαγητό σε ένα περιεχόμενο αλλά ήθελα επίσης να παρουσιάσω την ανησυχία των ανθρώπων αυτών για τη βιοποικιλότητα» είπε ο Γουάιζμαν.

«Δεν γνώριζα, για παράδειγμα, ότι οι άνθρωποι που ασχολούνται με ένα τέτοιο εστιατόριο θα είχαν ανησυχίες για τα ίδια σύγχρονα θέματα που απασχολούν άλλους ανθρώπους και βρήκα ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο γεγονός ότι συγχρονίζουν την επαγγελματική τους ζωή ώστε να εμπεριέχει αυτές τις ανησυχίες.

Η συμπεριφορά τους είναι συγχρονισμένη με αυτές τις ανησυχίες και αυτό δεν το συναντάμε συχνά».

Γεννημένος στη Βοστώνη της Μασαχουσέτης το 1930, ο Φρέντερικ Γουάιζμαν πολλά χρόνια προτού στραφεί προς τον κινηματογράφο, κάτι που έγινε το 1967, είχε διατελέσει μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου της Μασαχουσέτης και είχε δουλέψει ως εκπαιδευτής/ ερευνητής στα Πανεπιστήμια της Βοστώνης, του Μπράντεϊς και του Χάρβαρντ.

Το 1970 ίδρυσε τη Zipporah Films, Inc., η οποία εξακολουθεί να διανέμει τα ντοκιμαντέρ του, τα περισσότερα από τα οποία είναι αφοσιωμένα στην έρευνα αμερικανικών θεσμών με προβλήματα, τα οποία ο κινηματογραφικός φακός του Γουάιζμαν ξεσκεπάζει.

Το «Basic Training» (1971) εξετάζει τη ζωή στο στρατόπεδο του Φορτ Νοξ του Κεντάκι και τη βασική εκπαίδευση στρατιωτών που πρόκειται να λάβουν μέρος στον πόλεμο του Βιετνάμ, το «Welfare» (1975) δείχνει την πραγματική φύση αλλά και την πολυπλοκότητα του συστήματος πρόνοιας, το «The Store» (1983) εστιάζει στη σχέση εργαζομένων – πελατών σε ένα πολυκατάστημα του Ντάλας, ενώ το «Blind» (1987) εξερευνά τα εκπαιδευτικά προγράμματα και την καθημερινή ζωή των μαθητών από το νηπιαγωγείο μέχρι τη 12η τάξη σε ένα Σχολείο Τυφλών της Αλαμπάμα. Στις μεγάλες δημιουργίες του ανήκει το «Domestic violence» (2001), στο οποίο η κάμερά του είναι στραμμένη προς το The Spring, ένα καταφύγιο για κακοποιημένες γυναίκες και παιδιά στη Φλόριντα.

«ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΜΟΝΤΑΖ».

Ενα ανέκδοτο που έχει κυκλοφορήσει για τον Φρέντερικ Γουάιζμαν είναι ότι το μοντάζ των ταινιών του στηρίζεται στο σύστημα βαθμολογίας με αστέρια Michelin.

Ο σκηνοθέτης γελά. «Είναι ανέκδοτο. Αλλά κατά κάποιον τρόπο ισχύει κιόλας γιατί όταν έχεις στη διάθεσή σου εκατοντάδες ώρες υλικού πρέπει να κρατήσεις μια ιεραρχία». Εξάλλου για τον Γουάιζμαν – και όχι μόνο – «ντοκιμαντέρ σημαίνει μοντάζ».

Σε όλα τα κινηματογραφικά του πρότζεκτ, ο κανόνας αυτός ήταν απαράβατος. «Συνήθως έχω στη διάθεσή μου εκατοντάδες ώρες κινηματογραφικού υλικού και η συγκεκριμένη κινηματογράφηση είχε διάρκεια εννέα εβδομάδων.

Το πρώτο πράγμα που κάνω βεβαίως είναι να δω το υλικό. Εν συνεχεία επιλέγω τα υποψήφια για χρήση τμήματα που ισοδυναμούν περίπου με το 50%. Μετά μοντάρω αυτές τις σκηνές και έπειτα από όλη αυτή τη διαδικασία, που στην προκειμένη περίπτωση διήρκεσε οκτώ μήνες, αρχίζω να δουλεύω τη δομή της ταινίας».

Ρωτώ τον Γουάιζμαν αν έχει ποτέ σκεφτεί ότι εφόσον εκείνος επιλέγει τι θα βάλει και τι όχι στην όποια ταινία του, αλλά και το πώς θα το βάλει, το αποτέλεσμα να σχετίζεται με κάποιον τρόπο και στη μυθοπλασία, την κατασκευή.

Ο σκηνοθέτης συμφωνεί. «Εχετε απόλυτο δίκιο και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θεωρώ ότι κατά βάση κάνω ταινίες μυθοπλασίας» είπε. «Κάθε σκηνή είναι μονταρισμένη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι μικρότερη από την αρχική της διάρκεια.

Το μονταρισμένο υλικό είναι πολύ διαφορετικό στην όψη από ό,τι το πρωτότυπο. Υστερα προσθέτεις ήχο σε μια σκηνή όπου ήχος δεν υπήρχε. Για παράδειγμα, οι σκηνές της κουζίνας σε αυτήν την ταινία ήταν πολύ αθόρυβες.

Πρόσθεσα σε αυτές ήχο έτσι ώστε ο θεατής να έχει την αίσθηση μιας πραγματικής κουζίνας. Επίσης, όταν βλέπουμε έναν σερβιτόρο να μπαίνει στην κουζίνα και να δίνει την παραγγελία, η σκηνή δεν έχει γίνει την ίδια στιγμή που βλέπουμε ότι συμβαίνει.

Είναι πολύ λίγες οι φορές που μια σκηνή την οποία βλέπουμε στην τελική ταινία έχει γίνει ακριβώς όπως τη βλέπουμε.

Κατ’ αρχάς από την διάρκεια και μόνο το καταλαβαίνεις. Οταν μια σκηνή που χρειάστηκε 40 λεπτά να γυριστεί καταλήγει σε τέσσερα και μάλιστα τέσσερα μονταρισμένα από διαφορετικούς χρόνους, δεν χρειάζεται να πω περισσότερα.

Και βέβαια το ντοκιμαντέρ είναι μυθοπλασία. Αλλά ελπίζεις να μην είναι ψέμα γιατί εδώ υπάρχει διαφορά. Διότι δεν προσπαθώ ποτέ να διαστρεβλώσω τα πράγματα που έχω καταγράψει, δεν προσπαθώ ποτέ να συγχρονίσω το υλικό σύμφωνα με την προσωπική μου ιδεολογία».