Πότε στερείται μια αφήγηση –βιβλίο, ταινία, τηλεοπτική σειρά– πρωτοτυπίας, γνησιότητας, αληθοφάνειας; Οταν στις σελίδες ή στην οθόνη δεν εμφανίζονται άνθρωποι με σάρκα και οστά. Μα στερεότυπα. Καρικατούρες.
Οταν οι ποιητές είναι κάτι νεραϊδοπαρμένοι που ατενίζουν το κενό για να τους έρθει η έμπνευση. Οι πολεμιστές, οι άντρες της δράσης γενικά, έχουν τα δόντια μονίμως σφιγμένα, το χέρι έτοιμο να αρπάξει το σπαθί ακόμα κι αν φοράνε κοστούμι. Οι αγνές κοπέλες κοιτάζουν πάντα χαμηλά ενώ οι λάγνες γυναίκες σφυρίζουν τις λέξεις σαν να βρίσκονται –τι και αν πλένουν πιάτα ή βάζουν ηλεκτρική;– στα πρόθυρα του οργασμού. Ετσι παρουσιάζονται οι ήρωες στα αισθηματογραφήματα, στα «βίπερ Νόρα» που τα λέγαμε κάποτε. Ετσι καθοδηγούσαν τους ηθοποιούς οι σκηνοθέτες στα μελοδραμάτα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου – «Αμάρτησα για το Παιδί μου» και τα ρέστα– αλλά και στα λαϊκά σίριαλ, με τους κακούς πλούσιους και τους καλούς φτωχούς. Ενίοτε οι καημένοι οι ηθοποιοί εγκλωβίζονταν στη μανιέρα που τους είχαν επιβάλει. Σταδιοδρομούσαν παίζοντας τον μεθύστακα ή τον γερολαδά. Το ίδιο το κοινό θα απογοητευόταν σφόδρα εάν έβλεπε τον Σπύρο Καλογήρου να συμπονάει τους αδικημένους. Την «άσχημη» Γεωργία Βασιλειάδου να παντρεύεται από έρωτα. Γιατί να το ρισκάρει ένας παραγωγός; Επρεπε να έχεις τη δημιουργική τόλμη του Θεόδωρου Αγγελόπουλου για να βγάλεις τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο από το κωμικό κουκούλι του και να τον τοποθετήσεις απέναντι στον Μάνο Κατράκη ως εκπρόσωπο της εμφυλιοπολεμικής Δεξιάς στο «Ταξίδι στα Κύθηρα».
Η σειρά για τον Μέγα Αλέξανδρο που προβάλλεται στο Netflix διαθέτει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Οι χαρακτήρες είναι επίπεδοι, προβλέψιμοι μέχρι και στις ανατροπές τους. Η αφήγηση με τις υφέσεις και με τις εντάσεις της –μετά τη μάχη απαραιτήτως μια ρομαντική σκηνή ή ένας αμπελοφιλοσοφικός διάλογος για να ηρεμήσουν τα πνεύματα–, η αφήγηση ακολουθεί τυφλά τους «κανόνες του σεναρίου», που τους έχουν θεσπίσει όχι καλλιτέχνες αλλά τεχνοκράτες της σόου-μπιζ με το ένα μάτι τους στους δείκτες τηλεθέασης. Ως και τα τολμηρά δήθεν ανοίγματα υπαγορεύονται από το μάρκετινγκ. Βάζοντας στον Αλέξανδρο μερικές γκέι πινελιές κολακεύουμε τους λοάτκι τηλεθεατές και μεγαλώνουμε τη διαφημιστική πίτα. Δεν κινδυνεύουμε ωστόσο να αποξενώσουμε τους ετεροφυλόφιλους; Πόσως! Οι μισοί από εκείνους καμώνονται τους απροκατάληπτους, επιδεικνύουν ευαισθησία, ενσυναίσθηση… Μα και οι σκληροί, οι αντιδραστικοί λοατκοφάγοι θα δουν τη σειρά μας, έστω από περιέργεια. Εστω για να την κράξουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Δεν έχει μονάχα το Netflix το κοινό του. Εχει το δικό του και ο Δημήτριος Νατσιός. Ο πρόεδρος της «Νίκης». Διακόσιοι χιλιάδες πολίτες τον έχουν ψηφίσει για να υπερασπίζεται το τρίπτυχο Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια απέναντι στην παγκοσμιοποίηση και στις λοιπές εθνοκτόνες συνωμοσίες. Εφόσον λοιπόν η τηλεόραση αποτελεί τον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή –πόσοι έχουν άποψη για την αμυντική πολιτική της χώρας και πόσοι για τα σίριαλ;–, ο κύριος Νατσιός κατέθεσε στη Βουλή επίκαιρη ερώτηση. Για «την τρισάθλια σειρά, η οποία παρουσιάζει τον Μέγα Αλέξανδρο να έχει ομοφυλοφυλικές σχέσεις με τον Ηφαιστίωνα. Αισχρόν εστίν και λέγειν…». Απαίτησε από την κυβέρνηση να αντιδράσει δυναμικά. Αν όχι να απαγορεύσει τη μετάδοση του εμέσματος εντός των συνόρων μας, τουλάχιστον να στραφεί νομικά εναντίον του Netflix. Η υπουργός Πολιτισμού αντί να τον πάρει στην πλάκα, του απάντησε σοβαρότατα. Σε κάποιο θα απευθύνεται κι εκείνη κοινό.
Το πιο εικονοκλαστικό σχετικό έργο, το πιο ιδιοφυώς σκανδαλώδες, είναι «Ο Μεγαλέξαντρος και το καταραμένο φίδι». Του θεάτρου σκιών. Εκεί, ο μεν στρατηλάτης σκοτώνει ηρωικά τον όφι, ο δε Καραγκιόζης σφετερίζεται το ανδραγάθημα για να κερδίσει δόξα και λεφτά. Πόσο ακριβέστερα να παρουσιαστεί η σχέση της αρχαίας με τη νέα Ελλάδα; Ο Καραγκιόζης εκμεταλλεύεται το προγονικό κλέος δίχως να νιώθει απέναντί του ίχνος σεβασμού. «Ποιος είσαι;» ρωτάει τον λεβέντη με την περικεφαλαία. «Ο Αλέξανδρος ο Μακεδών!» «Α, ο Αλέκος με τα κυδώνια!» χαχανίζει ο θεομπαίχτης. Κι εμείς μαζί του.