Aναφέρθηκα πριν από δύο εβδομάδες στον Τζον Λοκ που ενέπνευσε τον Τόμας Τζέφερσον, τον τρίτο πρόεδρο των ΗΠΑ, ο οποίος στην επιστολή του προς την Ένωση Βαπτιστών του Ντάνμπερυ (1802) έκανε λόγο για τον διαχωρισμό της Εκκλησίας από το κράτος. Σύγχρονος του Τζον Λοκ ήταν ο Γάλλος Πιέρ Μπαιλ (1647-1706) που, ως Ουγενότος, είχε υποστεί διώξεις στην πατρίδα του και είχε καταφύγει στην Ολλανδία. Ο Πιέρ Μπαιλ, ως πρόδρομος των Εγκυκλοπαιδιστών, ανέπτυσσε επιχειρήματα για την ανεξιθρησκία βασισμένος στο πνεύμα της Καινής Διαθήκης. Στη συνέχεια, οι διαφωτιστές στον γαλλόφωνο κόσμο –από τον Βολταίρ μέχρι τον Ντιντρό– πρότειναν τον διαχωρισμό της Εκκλησίας-κράτους, αν και με διαφορετική ένταση και φιλοσοφική αφετηρία ο καθένας: μερικοί ξεκινούσαν από πνευματικές αναζητήσεις, άλλοι ήταν αγωνιστές αντικληρικαλιστές. Κατά τον 18ο αιώνα, δεν θεσπίστηκε μόνο η ανεξιθρησκία –ο θρησκευτικός πλουραλισμός στο πλαίσιο μιας επικράτειας– αλλά η ίδια η κοσμικότητα, το δικαίωμα του πολίτη να μην έχει καμιά θρησκευτική πίστη, να είναι «άθεος». Έτσι, το 1802, ο Τζέφερσον μίλησε για «διαχωριστικό τείχος μεταξύ Εκκλησίας και κράτους» εξηγώντας ότι η θρησκεία, ως προσωπική σχέση του ανθρώπου με τον θεό του, δεν επιτρέπει κρατική παρέμβαση. Αν και η πρόταση μπορεί να διαβαστεί μονόπλευρα, ότι δηλαδή η Εκκλησία δεν επιδέχεται κρατική παρέμβαση αλλά ότι, αντιστρόφως, το κράτος μπορεί να επιδέχεται εκκλησιαστική παρέμβαση, η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων, που υιοθετήθηκε το 1791 ήταν σαφής ως προς το «τείχος». Αναπόφευκτα, αν και η νομοθετική, η δικαστική και η εκτελεστική εξουσία εμπνέονται από κάποιες ηθικο-θρησκευτικές αξίες, η Εκκλησία δεν νομοθετεί, δεν δικάζει και δεν εκτελεί καμιά εξουσία: ο ρόλος της είναι η παρηγοριά και η πνευματική στήριξη των πιστών. Το ότι στη συνέχεια η θρησκευτική επιρροή στην αμερικανική πολιτική πήρε θηριώδεις διαστάσεις οφείλεται τόσο στο ξεχείλωμα του θρησκευτικού πλουραλισμού σε ποικίλες αιρέσεις, δοξασίες, cults, καθώς και στην ίδια την παραμόρφωση του πολιτικού συστήματος –όμως όλα αυτά αποτελούν διαφορετική συζήτηση: η ουσία είναι πως οι θεμελιώσεις αρχές του αμερικανικού Συντάγματος, παρά τις πιέσεις για την ίδρυση «χριστιανικής δημοκρατίας», προέβλεπαν μια μορφή κοσμικότητας.
Έτσι, από τη δεκαετία του 1780, ορισμένες χώρες ύψωσαν «τείχος» μεταξύ Εκκλησίας και κράτους, αλλά οι οικονομικές και πνευματικές αλληλεξαρτήσεις παρέμειναν έντονες. Σε μερικές περιπτώσεις, διατηρήθηκαν οι παραδόσεις, τα τελετουργικά, και η ιστορικά επίσημη Εκκλησία συνέχισε να παίζει εμμέσως πολιτικό ρόλο. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκείνο της Αγγλίας, όπου η χριστιανική θρησκεία είναι συνταγματικά καθιερωμένη μέσω της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ενώ παραλλήλως εξασφαλίζεται η ανεξιθρησκία. Πράγματι, ο Βρετανός μονάρχης είναι ο επικεφαλής της Εκκλησίας της Αγγλίας και 26 επίσκοποι (Lords Spiritual) συμμετέχουν στη Βουλή των Λόρδων· ωστόσο, αυτή η επισημότητα είναι μάλλον συμβολική: καταδεικνύει ένα είδος πολιτιστικής υπεροχής στο περιβάλλον της εθνο-θρησκευτικής πολυμορφίας η οποία χρονολογείται από την εποχή της αποικιοκρατίας. Με λίγα λόγια, η κοσμικότητα του βρετανικού κράτους είναι δεδομένη αν και δεν εμφανίζεται με αγωνιστικό τρόπο όπως συμβαίνει στη Γαλλία. Σε άλλες χώρες μπορεί να απαιτείται ο αρχηγός της κυβέρνησης ή του κράτους να πρόσκειται σε μια συγκεκριμένη πίστη: η πιο διαδεδομένη κατάσταση στον κόσμο είναι εκείνη της ψευδο-κοσμικότητας την οποία συναντάμε, λόγου χάρη, στην Ινδία.
Όλες οι δημοκρατικές χώρες, εκτός από την Ελλάδα, έχουν διαχωρίσει την Εκκλησία από το κράτος: μερικές, όπως η Αυστραλία, οδηγήθηκαν στον διαχωρισμό εξαιτίας της ίδιας της δομικής κοινωνικής και πολιτιστικής τους ανομοιογένειας· άλλες, όπως η Γαλλία, οδηγήθηκαν στον διαχωρισμό υπό το βάρος των θρησκευτικών πολέμων και διώξεων. Πουθενά ο δρόμος προς τον διαχωρισμό ή/και την κοσμικότητα δεν ήταν ευθεία γραμμή: υπήρξαν ποικίλες ερμηνείες του αμερικανικού συνταγματικού υποδείγματος και ποικίλες νομολογίες σχετικά με τη χρηματοδότηση θρησκευτικών εκπαιδευτηρίων, με τη μισθοδοσία ιερέων, με τον θρησκευτικό προσηλυτισμό και με τη θρησκευτική εκπαίδευση στο γενικό σχολείο. Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα εκτυλισσόταν διελκυστίνδα μεταξύ της «αρχής της κρατικής ουδετερότητας» και εκείνης της «θρησκευτικής πολυμορφίας» η οποία μπορεί εύκολα να εκφυλιστεί σε πλουραλιστική θεοκρατία –κάτι που, όπως είπα, συμβαίνει τρόπον τινά στις ΗΠΑ.
Το γαλλικό υπόδειγμα της laïcité, το οποίο κατέληξε το 1905 στον νόμο για τον διαχωρισμό των εκκλησιών και του κράτους, καθώς και στην ίδρυση του λαϊκού, κοσμικού σχολείου, είναι πολυσυζητημένο και παρεξηγημένο. Πρόκειται για ένα μοντέλο που προστατεύει τους θρησκευτικούς θεσμούς από κρατικές παρεμβάσεις –άρα, μολονότι αποθαρρύνει τη δημόσια θρησκευτική έκφραση, είναι επιθυμητό από τις εκκλησίες. Η προσπάθεια να τοποθετηθεί η θρησκευτική εμπειρία στην ιδιωτική σφαίρα υπήρξε μεγάλο βήμα προόδου στην αρχή του 20ού αιώνα: απελευθέρωνε τη δημοκρατική εξουσία από τις επιρροές των θρησκευτικών θεσμών, εξορθολόγιζε τον δημόσιο λόγο και διαπαιδαγωγούσε σκεπτόμενους πολίτες, όχι μέλη ποιμνίων. Πολλά έμελλε να συμβούν: καθώς η γαλλική κοινωνία γινόταν όλο και πιο ποικίλη ως προς τις ιστορικές, θρησκευτικές και πολιτιστικές της ρίζες, η κρατική ουδετερότητα έναντι των θρησκειών υπονομεύτηκε: οι Γάλλοι βρέθηκαν στη θέση να πρέπει να υπερασπιστούν την ιστορία του Καθολικισμού, ο οποίος είχε, ομολογουμένως, παίξει πρωτεύοντα ρόλο στον πολιτισμό της χώρας. Εξάλλου, η απουσία του κράτους από τους θρησκευτικούς θεσμούς ευνόησε τις ιδιωτικές και κοινοτικές πρωτοβουλίες: ανεξέλεγκτες ομάδες και πολιτικά ρεύματα πήραν στα χέρια τους τις διάφορες θρησκείες χρηματοδοτώντας κατηχητικά σχολεία· και μάλιστα με την πάροδο του χρόνου περισσότερο μουσουλμανικά παρά χριστιανικά. Η γαλλική laïcité φάνηκε να κατατρώγει τον ίδιο της τον εαυτό. Πιθανώς χρειαζόταν κάποιος συμβιβασμός: η αναγνώριση μιας θρησκείας που έχει σφραγίσει την τοπική ιστορία και η ανοχή όλων των άλλων θρησκειών –όχι δηλαδή η αποθάρρυνση όλων των θρησκειών σε πλαίσιο εξισωτισμού. Το αδιέξοδο της γαλλικής laïcité πρέπει να αποδοθεί στον αντικληρικαλισμό και στην προσδοκία των Γάλλων επαναστατών ότι η θρησκεία ως όπιο του λαού είχε ημερομηνία λήξεως.
(Στο επόμενο άρθρο θα αναλύσω περαιτέρω τη γαλλική εμπειρία και θα τη συγκρίνω με άλλες.)