Λίγα εικοσιτετράωρα πριν φτάσουν τα τρακτέρ στο κέντρο της Αθήνας, όπως αποφάσισαν την Πέμπτη, οι συνέπειες που θα έχουν οι εν εξελίξει αγροτικές κινητοποιήσεις δεν είναι ακόμη εμφανείς.
Τώρα δε η στάση τους σκληραίνει.
Ακόμη και μετά την χθεσινή τους συνάντηση με τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη δεν μεταπείστηκαν να κατέβουν με λεωφορεία και έχουν αποφασίσει για συλλαλητήριο και κάθοδο στην πρωτεύουσα την Τρίτη με τρακτέρ παρά την απαγόρευση.
Αυτό που είναι, όμως, προφανές σε όποιον έχει παρακολουθήσει έστω και λίγο τα αγροτικά ζητήματα είναι πως έχουν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από του παλιού καιρού. Είχαμε και τότε μπλόκα με τρακτέρ και αγροτοσυνδικαλιστές, ναι – «αγροτοπατέρες» τούς έλεγαν τότε, ολίγον τι ειρωνικά.
Ηταν, βλέπετε, η εποχή που υφάνθηκε το αφήγημα των πολιτικά διεφθαρμένων συνεταιρισμών και των τεμπέληδων που τα έπιναν σε καφενεία και σε επαρχιακά μπουζούκια και στριπτιζάδικα, σκορπώντας τα λεφτά των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων σε γαρδένιες, ουίσκια και κονσομασιόν.
Αλλά ακόμη κι αν ένα μέρος του αγροτικού κόσμου συμπεριφέρθηκε κάποτε έτσι (αλήθεια, υπάρχει άραγε κάποια κλαδική αγγέλων να γραφτούμε όλοι;), αυτή η εποχή έχει παρέλθει προ πολλού. Και, πλέον, ένα όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του απορρίπτει τη γεωργία που απλώς διαχειρίζεται επιδοτήσεις, προβληματίζεται, αποζητά την κρατική παρέμβαση στο πεδίο της ενημέρωσης, του εκσυγχρονισμού της παραγωγής, της ενίσχυσης της αγροτικής επιχειρηματικότητας, της προσαρμογής της στις νέες κλιματικές συνθήκες.
Σήμερα η κινητήρια δύναμη είναι παραγωγοί που θέλουν σύνδεση με την έρευνα και την τεχνολογία, την ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας μαζί με τη διατήρηση της φυσιογνωμίας της και των πολιτιστικών στοιχείων του κάθε τόπου, που σκαρφίζονται πρότζεκτ αγροτουρισμού.
Ανάμεσα στις τάξεις των διαμαρτυρομένων σήμερα βλέπει κανείς παραγωγικούς εκπροσώπους του κλάδου τους, που δουλεύουν σκληρά και έχουν νοικοκυρεμένα οικονομικά αλλά παλεύουν με άνισους όρους απέναντι σε προβλήματα που τους υπερβαίνουν.
Είναι αγρότες, κτηνοτρόφοι, αλιείς της εποχής μετά την κρίση, πολλοί εξ αυτών νέοι, με σπουδές, που τα μνημονιακά χρόνια αποφάσισαν να ασχοληθούν με την οικογενειακή δουλειά. Είναι, συμπτωματικώς, κι αυτοί που επενδύουν περισσότερο για να βγάζουν καλύτερο προϊόν σε καλύτερο περιβάλλον.
Και όχι απλώς δεν έχουν κερδίσει κάτι από την ακρίβεια, αλλά έχουν και περισσότερη χασούρα, αφού οι επενδύσεις αποτελούν μια επιπλέον επιβάρυνση πάνω στα ήδη αυξημένα έξοδά τους. Προσθέστε δε το κόστος που θα επωμιστούν για την (απαραίτητη) «πράσινη μετάβαση».
Βάλτε και τις απώλειες εξαιτίας του ανταγωνισμού τους με εισαγωγείς από χώρες εκτός ΕΕ, που πουλάνε φθηνότερα, υπονομεύοντας την ακριβότερη ευρωπαϊκή παραγωγή. Αλλά και τις τρομερές επιπτώσεις, σε ποιότητα και ποσότητα, που προκαλούν η κλιματική αλλαγή και φυσικές καταστροφές όπως ο «Ντάνιελ» στη Θεσσαλία.
Η δυσπιστία της κοινής γνώμης
Στην κρισιακή αυτή συγκυρία τοποθετείται και η κοινή γνώμη.
Η οποία δεν πείθεται ότι οι αγρότες που διεκδικούν τώρα είναι οι αρχοντοτεμπέληδες του παλιού παραμυθιού και εμφανίζει στις δημοσκοπήσεις υψηλά ποσοστά συμπάθειας και στήριξης του αγώνα τους.
Εν μέρει, λένε κάποιοι, αυτό οφείλεται βασικά στο ότι δεν έχουν προχωρήσει στις λεγόμενες «αντικοινωνικές» μεθόδους διαμαρτυρίας όπως το κλείσιμο οδικών αρτηριών.
Περισσότερο όμως – και σε αυτό συμφωνούν όλοι – μέσα από τη στήριξη στους παραγωγούς εκφράζεται και η ενόχληση και δυσπιστία της κοινωνίας για τις αυξημένες τιμές των τροφίμων και η αντίληψη ότι αυτές δεν οφείλονται στους ανθρώπους που τα παράγουν, ούτε επιστρέφεται με κέρδος στις τσέπες τους.
Είναι επίσης γνωστό ότι όλο και περισσότεροι καταναλωτές, ιδίως νεότερων γενεών, είναι εντόνως συνειδητοποιημένοι ως προς την ευρωπαϊκή διάσταση των προβλημάτων, χωρίς να πείθονται όμως ότι καθετί αρνητικό είναι «ξενόφερτο».
Αναγνωρίζουν επίσης το μέγεθος της κλιματικής κρίσης και το πόσο άμεσα επιβαρύνει τους παραγωγούς της τροφής μας, ενώ είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι σε ζητήματα βιωσιμότητας που καθιστούν και περιβαλλοντικά επείγουσα την προστασία της εγχώριας παραγωγής.
Αυτό το σημείο όπου συναντιούνται το διεθνές με το εθνικό, το κλαδικό με το κοινωνικό, αυτή η ποιοτική διαφορά των τρεχόντων προβλημάτων και του προφίλ του σημερινού αγρότη, κάνει τις διαδηλώσεις τους ένα πιο σύνθετο, πιο ιδιαίτερο μέτωπο για την κυβέρνηση.
Πόσω μάλλον που πρόκειται για έναν παραγωγικό τομέα στον οποίο η ΝΔ επικράτησε με συντριπτικά ποσοστά στις εκλογές του περασμένου καλοκαιριού (43%-48%, ανάλογα με το ποια ανάλυση exit poll διαβάζει κανείς).
Παρά την εγγύτητα που μπορεί να νιώθει, ωστόσο, με το εκλογικό κοινό της, η ΝΔ και η κυβέρνηση καταφανώς αντιλαμβάνονται πως δεν μπορούν να «ξεκλειδώσουν» την κρίση αυτή με κλασικές παλαιοκομματικές μεθόδους, με τοπικούς βουλευτές και συμφωνίες με φιλικά χτυπήματα στην πλάτη.
Ούτε το χρήμα ρέει άφθονο για να εξαγοράσει την ησυχία της, ούτε υπάρχει πια εκείνος ο συνδικαλισμός που έπαιζε μπάλα με τέτοια κόλπα. Λογικό. Μαζί πάνε αυτά. Αλλαξαν και οι εποχές.
Μαζί τους θα πρέπει να αλλάξει και η αντιμετώπιση των προβλημάτων του πρωτογενούς τομέα, ειδάλλως τα μεθαυριανά μπλόκα θα τα βλέπουμε κάποτε σαν ρομαντικές φωτογραφίες μιας εποχής ανέμελης προσαρμογής.