Η συζήτηση έγινε χωρίς έγκριση από τους προεδρικούς άμβωνες, ασχέτως αν η παρουσία του Στέφανου Κασσελάκη την τελευταία στιγμή άλλαξε τα δεδομένα.
Ηταν πετυχημένη – δηλαδή και κουβεντιάστηκε πολύ και κόσμο μάζεψε που θέλησε να ακούσει αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να μπει «απέναντι στην κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη», κι ας μην απαντήθηκε η ερώτηση σε επίπεδο προσώπου.
Γιατί στ’ αλήθεια η κοινή παρουσία των Διονύση Τεμπονέρα, Μανώλη Χριστοδουλάκη και Εφης Αχτσιόγλου κίνησε το ενδιαφέρον;
Μια εκτίμηση λέει πως τάραξε τα νερά γιατί, μέχρι και την ημέρα διεξαγωγής της, είχε την (περισσότερο ή λιγότερο εσφαλμένη) αίσθηση του αντάρτικου.
Στην πραγματικότητα, όμως, σήκωσε σκόνη γιατί εκεί, στο θέατρο Αλφα, ήταν η πρώτη φορά που στον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο ειπώθηκε με κάποιον τρόπο αυτό που όλοι κουβεντιάζουν στο παρασκήνιο αλλά κανείς δεν λέει δυνατά: δηλαδή την πιθανότητα και τον τρόπο συνάντησης και συνύπαρξης των σχηματισμών που αποτελούν κατά κύριο λόγο τον κεντροαριστερό χώρο.
Το κοινό μυστικό, η συζήτηση που αποφεύγεται όπως αποφεύγει ο διάολος το λιβάνι όταν υπάρχει κάμερα μπροστά, ξεκινάει από τη διαπίστωση πως τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων επιβεβαιώνουν τον κατακερματισμό των προοδευτικών δυνάμεων: μαζί, τα ποσοστά που συγκεντρώνουν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ δεν φτάνουν το ποσοστό της ΝΔ.
Παράλληλα, η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, που το περασμένο καλοκαίρι έπαιξε τα ρέστα της με το αφήγημα της προοδευτικής διακυβέρνησης, βίωσε μια εκλογική συντριβή – από τότε, τα δεδομένα στον ΣΥΡΙΖΑ είναι τελείως διαφορετικά.
Η προϋπόθεση της δεύτερης θέσης
Τι εμποδίζει, επομένως, τις ηγεσίες των κομμάτων να κάνουν ένα βήμα πιο κοντά το ένα στο άλλο; Η απάντηση είναι πως ο δρόμος προς τη συνεννόηση έχει διαφορετικό χαρακτήρα για το κάθε κόμμα.
Στο ΠΑΣΟΚ βλέπουν για πρώτη φορά την ευκαιρία να ηγηθούν ξανά ως αντίπαλος πόλος της ΝΔ – οι ερχόμενες ευρωεκλογές, αν επιβεβαιωθούν οι περισσότερες μετρήσεις, θα είναι αυτές που θα καταγράψουν το κόμμα ως δεύτερη δύναμη για πρώτη φορά από το 2012.
Η ευκαιρία είναι πολύ μεγάλη, γι’ αυτό και ο Νίκος Ανδρουλάκης, αποκαλύπτοντας πως μετά το καλοκαίρι θα απευθύνει κάλεσμα συσπείρωσης του προοδευτικού χώρου «σε κοινωνικό επίπεδο» έβαλε ως προϋπόθεση τη δεύτερη θέση του ΠΑΣΟΚ – έτσι ώστε αυτό το κάλεσμα να γίνει με ξεκάθαρη επίγνωση του ποιος αποτελεί τον πρωταγωνιστή, τον κυρίαρχο πόλο στην προσπάθεια.
Περιμένοντας την αποτίμηση της κάλπης
Οι ευρωεκλογές δεν αποτελούν ορόσημο μόνο για τη Χαριλάου Τρικούπη, αλλά και για την Κουμουνδούρου: η αλλαγή ηγεσίας που σήμανε τη διάσπαση και την αναμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει αποτιμηθεί ακόμα σε εθνική κάλπη, η οποία στο τέλος θα κρίνει και εκ του αποτελέσματος την επιτυχία του εγχειρήματος υπό τον Κασσελάκη.
Εως τότε, λένε οι αναλυτές των αριθμών, θα ήταν αυτοκτονικό για τον ΣΥΡΙΖΑ να περιορίζει την ισχύ του στο πλαίσιο μιας συνεργασίας – γιατί θα ήταν σαν να παραδέχεται πως η καθίζηση που υπέστη είναι μη αναστρέψιμη.
Γι’ αυτό ο πρόεδρος του κόμματος επιλέγει διαρκώς να μιλάει για «αυτοδύναμο ΣΥΡΙΖΑ» που διεκδικεί τη διακυβέρνηση της χώρας, ακόμα κι αν αυτό δεν αποτυπώνεται στη δημοσκοπική διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να μην απεμπολήσει τη θέση που έχει κατακτήσει την τελευταία δωδεκαετία ως κυρίαρχος προοδευτικός πόλος.
Υπό μία έννοια, η συνεννόηση προκύπτει μέσα από τη σύγκρουση – χωρίς την καταμέτρηση του καλοκαιριού, δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για καμία από τις δύο πλευρές, ώστε να είναι εκείνη που θα κάνει την πρώτη θεσμική κίνηση.
Ο τρόπος, από την άλλη, έχει πάρει μορφή στο παράδειγμα του Δήμου Αθηναίων και στο «μοντέλο Χάρη Δούκα», το οποίο θα μπορούσε λειτουργεί ως know-how για την επόμενη ημέρα – ώστε να μη θεωρηθεί πως επιχειρείται «συγκόλληση δυνάμεων» ή «συμφωνίες κορυφής», τις οποίες σ’ αυτή τη φάση αποκηρύσσει, ως δείγμα μιας διαφορετικής από την πράσινη νοοτροπία, κυρίως η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ.
Και νέοι και με κυβερνητική εμπειρία
Το δικό της χαρτί στις ευρωεκλογές παίζει η Νέα Αριστερά: η Κοινοβουλευτική Ομάδα των «11» αποτελείται κυρίως από πρόσωπα με πρόσφατη κυβερνητική εμπειρία, πολλοί εξ αυτών είναι νέοι σε ηλικία, και η αποσύνδεσή τους από τον ΣΥΡΙΖΑ επιτρέπει ευκολότερα μια αυτοκριτική για τα λάθη και τις αστοχίες της περιόδου 2015 – 2019.
Η τεχνοκρατική κατάρτιση και η πολιτική επάρκειά τους είναι ζητούμενο για τους άλλους δύο.
Ειδικά από τη στιγμή που τόσο η ηγεσία όσο και στελέχη από την πιο αριστερή αλλά και την πιο κεντρώα πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ φέρεται να μιλούν θετικά για το ενδεχόμενο ενός θεσμικού διαλόγου σε επόμενο χρόνο – σ’ αυτήν την περίπτωση πάντως, ο ρόλος του μικρού και του μεγάλου είναι ξεκάθαρος.
Αν ο σχηματισμός εκλέξει ευρωβουλευτή, τότε η διαπραγματευτική του ισχύς εκ των πραγμάτων ανεβαίνει, παρότι το πρόσφατο παρελθόν με τη διάσπαση καθιστά δυσκολότερη την προσέγγιση με τον ΣΥΡΙΖΑ σε κάθε περίπτωση – το έδειξαν οι αντιδράσεις στο κοινό πάνελ.
Στην εκδήλωση της Τρίτης, η Αχτσιόγλου ήταν εκείνη που περιέγραψε πιο ιδεολογικά τον τρόπο που θα μπορούσαν να επιτευχθούν συγκλίσεις, επικρίνοντας παράλληλα τις ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ για «νεοφιλεύθερες συναινέσεις».
Εχει αυτή την ευχέρεια: ο κίνδυνος για τη Νέα Αριστερά είναι να παγιδευτεί στην εικόνα της ιδεολογικής καθαρότητας και επιδιώκει να τον υπερβεί με τα στελέχη της να αρπάζουν κάθε ευκαιρία που έχουν για διάλογο.
Αυτό που είπε η πρώην υπουργός ανοιχτά για συνεργασίες με «δυνάμεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ» και όχι τις ηγεσίες τους, ισχύει και αντίστροφα για τους δύο – ο Κασσελάκης επιτίθεται στον Ανδρουλάκη επαναφέροντας το αφήγημα του «εκβιαζόμενου», ενώ ο Ανδρουλάκης στην ιδέα των συναινέσεων στη βάση δεν προσφέρει το ΠΑΣΟΚ ως σανίδα σωτηρίας στην Κουμουνδούρου.
Μέχρι τις 9 Ιουνίου, πάντως, αυτό που όλοι συζητούν και κανείς δεν λέει δημόσια θα διατηρήσει την αίγλη που έχουν όλα τα σχέδια πριν κάποιος πάρει την απόφαση (και βρει τη φόρμουλα) να τα υλοποιήσει.