Είναι γνωστές οι ανάγκες της οικονομίας μας σε εργατικό δυναμικό. Μας λείπουν κάθε λογής ειδικότητες. Το θέμα ωστόσο για να βρούμε προσωπικό και να τις καλύψουμε είναι τι προοπτική σταθερής απασχόλησης προσφέρουμε στους εργαζομένους. Αν κοιτάξουμε τη διάρθρωση της οικονομίας μας θα δούμε ότι δεν είναι εύκολο κάποιος να μας εμπιστευτεί για το επαγγελματικό του μέλλον. Μεταξύ των κλάδων που ζητούν κατά κύριο λόγο προσωπικό θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για προσωρινές κυρίως δουλειές.
Οι μεγαλύτερες ανάγκες εντοπίζονται για παράδειγμα στις κατασκευές, με πολλά έργα να βρίσκονται σε φάση ωρίμασης, αλλά και με συγκεκριμένο χρόνο αποπεράτωσής τους.
Το πολύ για 3-4 χρόνια υπάρχουν αυξημένες ανάγκες σε προσωπικό. Επειτα από αυτή την περίοδο δεν υπάρχουν ούτε σχέδια, ούτε προβλεπόμενες χρηματοδοτήσεις. Ξεκάθαρα εποχικές είναι και οι πιο πολλές κενές θέσεις εργασίας που υπάρχουν στις αγροτικές καλλιέργειες και τον τουρισμό. Για να εμπιστευτεί κάποιος αλλοδαπός την Ελλάδα επιλέγοντάς την για να έρθει ο ίδιος να εργαστεί, ενδεχομένως να φέρει και την οικογένειά του, χρειάζεται να του δώσουμε πολύ μεγαλύτερες εξασφαλίσεις μακροπρόθεσμης απασχόλησης. Και αυτές δεν είναι εύκολο να δοθούν, λόγω της πρόσφατης χρεοκοπίας, όταν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι από τα επαγγέλματα όπου τώρα ζητάμε προσωπικό, βρέθηκαν στον δρόμο. Το πρόβλημα που αναδεικνύεται είναι πολύ μεγαλύτερο. Είναι πρόβλημα αναπτυξιακού υποδείγματος της χώρας.
Τη στρεβλή διάρθρωση του τελευταίου, τη βρίσκουμε μπροστά μας ξανά. Οπως παρατηρεί η Eurobank, επικαλούμενη στοιχεία της Eurostat, ο κλάδος της μεταποίησης που σε κάθε πετυχημένη οικονομία είναι από τους βασικούς κινητήριους μοχλούς, στην Ελλάδα προσφέρει μόλις το 10,4% της ελληνικής οικονομίας και μόλις το 7,9% της απασχόλησης. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε 100 ευρώ που παράγονται στην οικονομία, τα 10,4 ευρώ προήλθαν άμεσα από τη μεταποίηση. Ενώ για κάθε 100 απασχολούμενα άτομα, γύρω στα 8 εργάζονται στη μεταποίηση. Τα σχετικά ποσοστά είναι από τα χαμηλότερα στην ευρωζώνη, με εξαίρεση τρεις χώρες αμιγώς υπηρεσιών, τη Μάλτα, την Κύπρο και το Λουξεμβούργο, που βρίσκονται πιο κάτω από εμάς.
Ο μέσος όρος της ευρωζώνης φτάνει το 16,6%, ενώ οι χώρες του Νότου όπως η Πορτογαλία (14,1%) και η Ισπανία (12,5%) κινούνται υψηλότερα της Ελλάδας. Παντού μειώθηκε η συμμετοχή της μεταποίησης, απλά στην Ελλάδα έγινε ακόμα πιο έντονο το πρόβλημα, στα όρια σχεδόν του συναγερμού.
Το παρήγορο που επισημαίνει η Eurobank και είναι αποτέλεσμα της πιο ορθολογικής ανάπτυξης της χώρας την τελευταία 4ετία, είναι ότι την περίοδο 2020-2023, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του δείκτη παραγωγής μεταποίησης σχεδόν διπλασιάστηκε στο 4,1% από 2,2% την 6ετία 2014-2019. Δεν πρέπει να διαφεύγει ότι πρόκειται για την περίοδο που χαρακτηρίζεται από την πανδημία, τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης, την ενεργειακή κρίση και την έντονη γεωπολιτική αβεβαιότητα. Αυτές οι διαταραχές δημιούργησαν ανάγκες και ευκαιρίες. Αυξήθηκε η παραγωγή στα φαρμακευτικά προϊόντα, λιγότερο στα τρόφιμα και ακόμα πιο λίγο στην κατασκευή μεταλλικών προϊόντων και μηχανημάτων ειδών εξοπλισμού.
Καμία μεγάλη βιομηχανική επένδυση, όπως παραγωγής ηλεκτρικών αυτοκινήτων (όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην Σερβία), δεν καταφέραμε να προσελκύσουμε. Υπήρξε ωστόσο μια βελτίωση. Ο στόχος, αν θέλουμε να δούμε την οικονομία να αναπτύσσεται με βιώσιμα χαρακτηριστικά, δημιουργώντας καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας υψηλής παραγωγικότητας, είναι να εξετάσουμε τα κίνητρα που θα δημιουργήσουμε μια έκρηξη ανάπτυξης στη βιομηχανία μας. Και για αυτό έχω την εντύπωση ότι δεν κάνουμε πολλά πράγματα.