Τις τελευταίες δεκαετίες η ελληνική οικονομία μετεξελίσσεται σε οικονομία των υπηρεσιών με σημαντική συρρίκνωση της συμμετοχής της μεταποίησης, κάτι που καταγράφεται και στα στοιχεία της Eurostat. Και παρά τα «σημάδια» ανάκαμψης η συνεισφορά της μεταποίησης στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της Ελλάδας οδεύει μειούμενη.

Σήμερα, η ελληνική οικονομία έχει από τα χαμηλότερα ποσοστά μεταποίησης στην Ευρώπη και σύμφωνα με την εβδομαδιαία έκθεση της Eurobank «7 Ημέρες Οικονομία», ο κλάδος συνεισέφερε το 10,4% του συνόλου της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας σε τρέχουσες τιμές και το 7,9% του συνόλου της απασχόλησης το 2022. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε 100 ευρώ ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας που παρήχθη στην ελληνική οικονομία το 2022, τα 10,4 ευρώ προήλθαν άμεσα από τη μεταποίηση, ενώ για κάθε 100 απασχολούμενα άτομα γύρω στα 8 εργάστηκαν στη μεταποίηση.

Οπως επισημαίνεται, μετά τη μεγάλη κάμψη της περιόδου 2008-2013 ο κλάδος της μεταποίησης στην Ελλάδα βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης-επέκτασης, με τον ρυθμό ανόδου της παραγωγής να επιταχύνεται τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

Πιο συγκεκριμένα, ο δείκτης παραγωγής μεταποίησης στη χώρα ενισχύθηκε σε ετήσια βάση κατά 4,2% το 2023, από 4,5% το 2022, στηριζόμενος σε κλάδους με υψηλή σχετική βαρύτητα όπως αυτοί των τροφίμων, των πετρελαιοειδών, των μεταλλικών προϊόντων, των φαρμακευτικών και των μη μεταλλικών ορυκτών προϊόντων.

Επιπλέον, την τετραετία 2020-2023 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του δείκτη παραγωγής μεταποίησης σχεδόν διπλασιάστηκε στο 4,1% από 2,2% την εξαετία 2014-2019, μια περίοδο που χαρακτηρίστηκε από την πανδημία, τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, την ενεργειακή κρίση και την έντονη γεωπολιτική αβεβαιότητα. Σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, οι εν λόγω διαταραχές δημιούργησαν ανάγκες – άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο μόνιμες – και ευκαιρίες οι οποίες δύνανται να ερμηνεύσουν εν μέρει την επιτάχυνση του ρυθμού ανόδου της παραγωγής στη μεταποίηση.

Μερίδιο

Παρά ταύτα, το μερίδιο της μεταποίησης στην Ελλάδα (10,4% σε όρους ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας) εξακολουθεί να είναι αρκετά χαμηλότερο σε σχέση με την ευρωζώνη (16,6%), ενώ υπολείπεται των αντίστοιχων μεριδίων χωρών της Νότιας Ευρώπης όπως η Πορτογαλία (14,1%) και η Ισπανία (12,5%).

Ανάμεσα στις 20 οικονομίες της ευρωζώνης πλην της Ιρλανδίας, η Σλοβακία είχε το μεγαλύτερο μερίδιο της μεταποίησης επί της συνολικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας με 22,8%, και ακολούθησαν: Σλοβενία (22,6%), Γερμανία (20,4%), Φινλανδία (18,1%), Λιθουανία (17,9%), Αυστρία (17,7%), Ιταλία (16,6%), ευρωζώνη (16,6%), Εσθονία (14,9%), Λετονία (14,7%), Πορτογαλία (14,1%), Βέλγιο (14,1%), Κροατία (14,0%), Ολλανδία (12,7%), Ισπανία (12,5%), Γαλλία (10,7%), Ελλάδα (10,4%), Μάλτα (7,5%), Κύπρος (6,0%) και Λουξεμβούργο (4,2%).

Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι οι αντιξοότητες έχουν αναδείξει και νέες δυνατότητες στις οποίες μπορεί να βασιστεί η Ελλάδα ούτως ώστε να σχεδιάσει την «επόμενη μέρα» σε πιο στέρεες βάσεις.

Και αυτό την ώρα που η μεταποίηση χαρακτηρίζεται σημείο-κλειδί για την υγιή και ασφαλή ανάπτυξη μιας οικονομίας.