Ας αρχίσουμε με τα βασικά; Η μόδα είναι Τέχνη; Για να απαντήσουμε, θα πρέπει, πρώτα απ’ όλα, να ορίσουμε τι είναι Τέχνη. Και επειδή αυτό είναι λίγο δύσκολο, ας το δούμε διά του παραδείγματος. Ο Κριστιάν Ντιόρ όταν, με το New Look, «επανεφηύρε» τη γυναικεία σιλουέτα ανεβάζοντας πιο ψηλά τη μέση και κάνοντας τα πόδια να δείχνουν πιο μακριά, έκανε Τέχνη. Η Μαντέμ Γκρε, που διαχειριζόταν το φόρεμα σαν να ήταν γλυπτό, έκανε Τέχνη. Πολλές από τις δημιουργίες του Γκαλιάνο και του Μιγιάκε που δίνουν έμφαση στις γραμμές ενός ρούχου και όχι κατά πόσον είναι «φορέσιμο», είναι έργα Τέχνης. Το ότι ο Ζαν Πολ Γκοτιέ, με το mix and match, έσπασε τους κανόνες των συνδυασμών και φόρεσε στις γυναίκες δαντελένιες φούστες με χοντρά πουλόβερ, είναι ένα είδος Τέχνης. Οι «Πτυχώσεις» που παρουσιάστηκαν στο Μουσείο Μπενάκη στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας είναι μια προσέγγιση της μόδας με οδηγό την Τέχνη. Η αναδημιουργία, από τη Μαρία Διαμάντη και την ομάδα της, ρούχα κορυφαίων ελλήνων σχεδιαστών όπως ο Ντεσέ, ο Γκαλάνος, ο Ευαγγελίδης, ο Σταυρόπουλος, με υλικά και τεχνικές της εποχής τους, ήταν κάτι που, σωστά, φιλοξενήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη.
Τα παραδείγματα είναι, βέβαια, τυχαία και ενδεικτικά, υπάρχουν δεκάδες άλλα στην Ιστορία της μόδας. Για παράδειγμα, το μικρό μαύρο φόρεμα της Σανέλ στο οποίο εφαρμόσθηκε η ουσία του μινιμαλισμού, ότι δεν πρόκειται δηλαδή για την απόρριψη του περιττού αλλά για την ανάδειξη του σημαντικού, είναι Τέχνη. Το ότι όμως η Μαντεμουαζέλ, απελευθέρωσε τις γυναίκες από τα δεσμά των κορσέδων, επέβαλε τα ψεύτικα κοσμήματα ή εξευτέλισε την πανάκριβη ζιμπελίνα χρησιμοποιώντας της ως φόδρα σε παλτό από κάμποτο, είναι ένα είδος ανατροπής, μια «επανάσταση» ενάντια στα κατεστημένα αλλά δεν είναι Τέχνη. Το ίδιο και η μίνι φούστα της Κουάντ. Ενα τολμηρό βήμα, μια μπούφλα στον συντηρητισμό της εποχής της, μία μόδα που έγραψε Ιστορία αλλά όχι Τέχνη. Εξάλλου, μόδα και Τέχνη έχουν μία ουσιαστική διαφορά. Ενα από τα «αναγνωριστικά» της Τέχνης είναι η υπέρβαση του χρόνου, ενώ, αντίθετα, η μόδα πρέπει να «πεθαίνει» νωρίς για να επιβιώνει το εμπόριο (δεν το λέω εγώ, ο Κοκτό το έλεγε). Γι’ αυτό και σήμερα υπάρχουν σχεδιαστές που, στην ουσία, είναι περισσότερο ή λιγότερο ευφάνταστοι αντιγραφείς, περισσότερο ή λιγότερο καλοί τεχνίτες που συντηρούν αυτήν την τεράστια παγκόσμια βιομηχανία. Δημιουργούς να τους πεις. Καλλιτέχνες δύσκολο.
Σκέψεις με αφορμή την επίδειξη μόδας που έγινε στο Βρετανικό Μουσείο, στην αίθουσα όπου φιλοξενούνται τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Και που ο σχεδιαστής Ερντέμ Μοραλιόγλου θεώρησε το ιδανικό, όπως είπε, σκηνικό για να παρουσιάσει τη συλλογή του επειδή ήταν εμπνευσμένη από τη Μαρία Κάλλας. Είμαστε σοβαροί; Από πότε τα μουσεία – και μάλιστα αίθουσες με τέτοια εκθέματα – είναι σκηνικά; Στα οποία μπορούν να στηθούν κάμερες, να μπουν καλώδια, φώτα, καρέκλες, να «βουλιάξουν» από κόσμο ώστε να αναδειχθούν οι ρόμπες ενός κάποιου Ερντέμ και να υποβιβαστούν τα έργα που φιλοξενούν; Στα οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είχαν γυρισμένη την πλάτη οι ινφλουένσερς (που αμφιβάλω αν οι περισσότερες ήξεραν περί τίνος πρόκειται). Ενα ατύχημα να γίνει, ένας προβολέας να πέσει, μια ινφλουένσερ να μπατάρει μαζί με την καρέκλα της και να σαβουρντιστεί στα γλυπτά, όλα καλά; Και μετά σοκαριζόμαστε με τους ακτιβιστές που ρίχνουν σάλτσες σε έργα Τέχνης; Αν δεν σεβαστούν τα ίδια τα μουσεία τον ρόλο και τα εκθέματά τους θα τα σεβαστεί ο κάθε μουρλαμένος;
Στον Παρθενώνα
Βρέθηκαν, βέβαια, και οι καλοθελητές που συγκρίνουν το πανηγυράκι που στήθηκε στο Βρετανικό Μουσείο (καθόλου τυχαίο, κατά τη γνώμη μου, το ότι έγινε σε μια εποχή που η επιστροφή των Γλυπτών βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας) με τη φωτογράφιση μοντέλων του Dior που είχε γίνει στην Ακρόπολη το 2022 και, στην ουσία, επρόκειτο για αναβίωση αντίστοιχης του 1951. Φωτογράφιση χωρίς κοινό, με φυσικό φως όπου το μνημείο δεν ήταν ούτε σκηνικό, ούτε φόντο αλλά ο φυσικός πρωταγωνιστής. Ενώ τα μοντέλα παρέπεμπαν σε σύγχρονες Καρυάτιδες. Οχι τίποτα άλλο αλλά, πλέον, πρέπει να εξηγείται και το αυτονόητο.