Για δεκαετίες η Ευρώπη είχε χτίσει τη «στρατηγική ασφαλείας» της πάνω σε μια συνθήκη που σήμερα φαντάζει σε σημαντικό βαθμό τροποποιημένη.
Ύστερα από έναν καταστροφικό πόλεμο στον οποίο πρωταγωνίστησαν ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Ολοκαυτώματος, οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης εκχώρησαν ουσιαστικά την αμυντική προστασία τους στις ΗΠΑ τόσο μέσα από τη συγκρότηση του ΝΑΤΟ όσο και μέσα από τη διαμόρφωση της αμερικανικής πυρηνικής ομπρέλας.
Ήδη, όμως, πριν από την τυπική κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ, οι χώρες της Ευρώπης κυρίως προσανατολίστηκαν στη διαμόρφωση ενός εκτεταμένου και διευρυνόμενου πλαισίου οικονομικών σχέσεων με την Ανατολική Ευρώπη και την ίδια την ΕΣΣΔ, εκτιμώντας ότι αυτό απέτρεπε ακόμη περισσότερο το ενδεχόμενο ενός πολέμου, ιδίως από τη στιγμή που η Ευρώπη φάνταζε το θύμα είτε στην περίπτωση γενικευμένης πυρηνικής σύγκρουσης είτε στην περίπτωση ενός πολέμου «περιορισμένου θεάτρου» σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης, πρωτοστατούσης της Γερμανίας, θεώρησαν ότι πλέον μπορούσαν να περάσουν σε ένα νέο στάδιο όπου η Ανατολική Ευρώπη θα αποτελούσε είτε ένα είδος οικονομικής ενδοχώρας είτε ένα προνομιακό πεδίο επένδυσης.
Μάλιστα, ακόμη και όταν έγινε εμφανές, με αφορμή την Ουκρανική κρίση του 2014, ότι έχουμε μπει σε μια φάση ενός «Νέου Ψυχρού Πολέμου», η Ευρώπη κατά βάση δεν άλλαξε πορεία, όπως έδειξε και η διατήρηση μεγάλου όγκου συναλλαγών με τη Ρωσία. Επιπλέον, ακόμη και τότε το ζήτημα μιας ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής παρέμεινε, επί της ουσίας, μια απλή ρητορική εξουσία.
Την ίδια στιγμή, όμως, ήδη καταγράφονταν μετατοπίσεις. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, που εξαρχής άλλωστε αποτέλεσμα την έμπρακτη αμφισβήτηση από τις ΗΠΑ οποιασδήποτε δυνατότητας για μια αμιγώς ευρωπαϊκή «πολιτική ασφάλειας», σήμαινε και την ανάδυση μιας σειράς χωρών που παρότι είχαν εισέλθει σχετικά πρόσφατα στην ατλαντική συμμαχία, εντούτοις επιδείκνυαν έναν ιδιαίτερα έντονο ατλαντισμό.
Όλα αυτά φάνηκαν να καταρρέουν όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Για πρώτη φορά μετά τον γιουγκοσλαβικό εμφύλιο η Ευρώπη βρέθηκε αντιμέτωπη με μια μείζονα πολεμική σύγκρουση, για την ακρίβεια με τη μεγαλύτερη πολεμική σύγκρουση σε ευρωπαϊκό έδαφος από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Φαινομενικά η Ρωσική «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» σε βάρος της Ουκρανίας αποτέλεσε τη «βίαιη αφύπνιση» για την Ευρώπη. Εάν κρίνουμε από την ρητορική τόσο των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, ιδίως αυτών της «διεύρυνσης», όσο και των ευρωπαϊκών οργάνων, το αφήγημα είναι απλό: η Ευρώπη ξύπνησε απαλλαγμένη και από τις τελευταίες αυταπάτες της και πλέον συνειδητοποίησε ότι η μεγάλη απειλή είναι αυτή που προέρχεται από τη Ρωσία – σύμφωνα με ορισμένους πάντοτε ερχόταν από τη Ρωσία – και άρα δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την ολόπλευρη υλική στήριξη της Ουκρανίας και την προετοιμασία για μια μακροχρόνια αντιπαράθεση με τη Ρωσία, ξεκινώντας από την ένταξη στο ΝΑΤΟ όσων χωρών δεν ήταν ήδη μέλη και την ενίσχυση των στρατιωτικών υποδομών.
Πέραν του αφηγήματος…
Όπως συμβαίνει συχνά στη ζωή, όσο πιο σαφές και συνεκτικό φαντάζει ένα αφήγημα, τόσο εντονότερα είναι τα ανοιχτά ερωτήματα που βρίσκονται από πίσω.
Καταρχάς υπάρχει το ερώτημα εάν η Ευρώπη βρέθηκε σε μια σύγκρουση με τη Ρωσία ή εάν βρέθηκε εν μέσω μιας σύγκρουσης «δι’ αντιπροσώπων» ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Ρωσία, με επίδικο έναν ευρύτερο συσχετισμό στο διεθνές σύστημα.
Το δεύτερο ερώτημα είναι εάν όντως η Ρωσία σήμερα αποτελεί μια απειλή συνολικά για την Ευρώπη. Όσοι υποστηρίζουν αυτή τη θέση επισημαίνουν ότι λίγο πολύ «η Ουκρανία είναι η αρχή». Όμως, την ίδια στιγμή δεν είναι δεδομένο ότι η Ρωσία, έχει σκοπό όντως να επιτεθεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, πέραν της Ουκρανίας και άρα να κάνει πράξη αυτό που δήλωσε η επικεφαλής της επιτροπής άμυνας της Μπούντεσταγκ Μαρί-Άγκνες Στρακ-Τσίμερμαν: «πρέπει να συνηθίσουμε την ιδέα ότι είναι ρεαλιστικό ότι ο Πούτιν θα επιτεθεί μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ μέσα στα επόμενα 5-8 έτη».
Το τρίτο ερώτημα είναι τι σημαίνει τελικά μια Ευρώπη που είναι σαφέστατα εχθρική απέναντι στη Ρωσία – και κατ’ επέκταση και σε χώρες που σήμερα συμπορεύονται με τη Ρωσία. Και μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι το μεν ενεργειακό ζήτημα φαίνεται να οδεύει προς σχετική επίλυση, με την εξασφάλιση κυρίως φυσικού αερίου από άλλες πηγές, όμως το ζήτημα της απώλειας πρόσβασης σε μια μεγάλη αγορά παραμένει.
Και βέβαια υπάρχει και το ζήτημα του τι σημαίνει μια Ευρώπη που μπορεί να έχει τη δική της αμυντική ικανότητα, στοιχείο που εκτός των άλλων ήταν και η αιχμή των επικρίσεων του πρώην – και ενδεχομένως μελλοντικού – προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, για την απροθυμία των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ να ανταποκριθούν στην υποχρέωσή τους να έχουν επαρκείς αμυντικές δαπάνες. Εδώ τα πράγματα δείχνουν αρκετά πιο δύσκολα, καθώς ακόμη και δεσμεύσεις όπως αυτή της Γερμανίας για στροφή στον επανεξοπλισμό, δεν φαίνεται να προχωρούν με τον επιθυμητό ρυθμό, παρά το γεγονός ότι το 2024 η χώρα θα ξοδέψει 72 δισεκατομμύρια ευρώ για την άμυνά της, τις μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες στην ιστορία της Μπούντεσβερ.
Η δύσκολη αναμέτρηση με μια ενδεχόμενη ρωσική νίκη
Όμως, η μεγαλύτερη πηγή αμηχανίας πάνω από τη Διάσκεψη του Μονάχου ήταν η διαπίστωση ότι αυτό που διατυπώθηκε ως βασικός δυτικός στόχος, δηλαδή η ήττα της Ρωσίας στον πόλεμο, απέχει ιδιαίτερα από την υλοποίησή του.
Αντιθέτως, φαντάζει αρκετά πιο πιθανή η επίτευξη βασικών ρωσικών στόχων. Μάλιστα, η Διάσκεψη του Μονάχου συνέπεσε με την ανακοίνωση της αποχώρησης των ουκρανικών δυνάμεων από την Αβντίιβκα, μια από τις πιο σημαντικές ρωσικές επιτυχίες στην τρέχουσα φάση του πολέμου, που εκτός όλων των άλλων κατέδειξε και τα όρια μιας ουκρανικής τακτικής που στηριζόταν στην ανοχής σε ιδιαίτερα υψηλές απώλειες. Και όλα αυτά την ώρα που το προηγούμενο διάστημα ήταν εμφανής μια ανοιχτή σχεδόν σύγκρουση εντός της ουκρανικής ηγεσίας ως προς τη διαχείριση των πολεμικών επιχειρήσεων.
Τα πράγματα δεν έχει κάνει πιο εύκολα η καθυστέρηση στη χορήγηση της αμερικανικής βοήθειας στην Ουκρανία, αποτέλεσμα της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ουάσιγκτον, στοιχείο που επίσης έριξε τη σκιά του πάνω από τη Διάσκεψη, ιδίως από τη στιγμή που δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι η Ευρώπη είναι σε θέση να καλύψει τις ανάγκες της Ουκρανίας σε πυρομαχικά.
Όμως, παρά τις δυσκολίες δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια στροφή πολιτικής από τη μεριά της Ευρώπης, ή μια αναζήτηση μιας πολιτικής διεξόδου που θα μπορούσε να βάλει τέλος σε μια ιδιαίτερα αιματηρή σύγκρουση, αλλά και να αποτρέψει μια πιο γενικευμένη αντιπαράθεση μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας.
Αντιθέτως, ολοένα και περισσότερο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δείχνουν να αποδέχονται αυτή τη συνθήκη μιας διαρκούς πολεμικής αναμέτρησης, αυτή που παρουσιάζεται ως ανάγκη «αντοχής» τώρα της Ουκρανίας στο όνομα μιας αλλαγής συσχετισμού σε βάθος χρόνου, ως ενός αναπόδραστου ιστορικού ορίζοντα, αποφεύγοντας ακόμη και το άνοιγμα της συζήτησης για μια εναλλακτική πολιτική.