Οι εικόνες από το θαμμένο στην άμμο σκαρί του «Παναγιώτη», του πλοίου που ναυάγησε και έγινε σήμα κατατεθέν μιας από τις πιο διάσημες παραλίες στην Ελλάδα, δημιουργούν αγανάκτηση και προβληματισμό για τον μεγαλύτερο εχθρό των μνημείων και των τοποσήμων της χώρας μας.
Η κλιματική αλλαγή πλέον τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε κλιματική κρίση και τα ακραία φαινόμενα αποτελούν τη νέα κανονικότητα, οδηγώντας στην απώλεια ζωών, στην καταστροφή περιουσιών και υποδομών. Ανεπηρέαστη, όμως, δεν μένει ούτε η πολιτιστική κληρονομιά.
Πολύ συχνά στην ιστορία συναντάμε μνημεία που καταστράφηκαν από πολέμους και φυσικά φαινόμενα. Αλλα κομμάτια του ανθρώπινου παρελθόντος, ωστόσο, έχουν παραμείνει αναλλοίωτα στον χρόνο, σύμβολα μιας συλλογικής μνήμης. Πλέον και αυτά λυγίζουν υπό το βάρος των νέων καιρικών συνθηκών, έχοντας παραδοθεί εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στη μανία της φύσης.
Το 2015 το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι των Βαλκανίων, αυτό της Πλάκας, δεν άντεξε τη μανία της φύσης και κατέρρευσε έπειτα από κακοκαιρία που έπληξε την περιοχή, ωστόσο από το 2019 στέκει και πάλι, αφού πιστό αντίγραφό του σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Τον Σεπτέμβριο του 2023 η κακοκαιρία «Daniel» έπνιξε τη Θεσσαλία και μαζί της και τους αρχαιολογικούς χώρους της περιοχής, όπως αυτόν της Παλαιόσκαλας, στη λίμνη Κάρλα. Πιο πρόσφατη περίπτωση, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, το «Ναυάγιο της Ζακύνθου», με το σκαρί του «Παναγιώτη» να έχει κοπεί πλέον στα δυο μετά από σφοδρή κακοκαιρία που έπληξε το νησί.
«Η κλιματική αλλαγή ασκεί βαθιές επιπτώσεις στην υποβρύχια πολιτιστική κληρονομιά, θέτοντας σε κίνδυνο τη διατήρηση ανεκτίμητων αρχαιολογικών χώρων και αντικειμένων.
Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, οι εντεινόμενες καταιγίδες και η οξίνιση των ωκεανών αποτελούν άμεσες απειλές, επιταχύνοντας τη φθορά» λέει στα «ΝΕΑ» η Βασιλική Αργυροπούλου, καθηγήτρια του Τμήματος Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Εργων Τέχνης του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής.
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γιώργος Παναγιάρης, πρόεδρος του ίδιου Τμήματος του ΠΑΔΑ, ευάλωτες είναι οι συλλογές που φιλοξενούνται στα περιφερειακά μουσεία: «Τα συγκεκριμένα μουσεία (κατά κανόνα λαογραφικά-εθνογραφικά) αφενός διαθέτουν περιορισμένους πόρους, ανθρώπινο δυναμικό και υποδομές και αφετέρου περιλαμβάνουν τέχνεργα αποτελούμενα από τα πλέον ευαίσθητα υλικά που έτσι κι αλλιώς υφίστανται περισσότερο τις δυσμενείς επιδράσεις του περιβάλλοντος».
Η καταστροφή λόγω του κλίματος μπορεί να πάρει ποικίλες μορφές, εξηγεί ο καθηγητής Φυσικής της Ατμόσφαιρας Χρήστος Ζερεφός. «Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τα τοπόσημα και τα μνημεία με πολλούς τρόπους.
Οι επιπτώσεις της μπορεί να διαφέρουν, ανάλογα με τη γεωγραφική τοποθεσία και την ευαισθησία του κάθε μνημείου. Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε αλλοιώσεις και καταστροφές λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας που μπορεί να οδηγήσουν σε επιδείνωση της κατάστασης των υλικών από τα οποία κατασκευάστηκαν τα μνημεία,.
Επίσης, μπορούν να υποστούν ζημίες λόγω καταιγίδων που επιφέρουν διάβρωση, πλημμυρών, πυρκαγιών κ.ο.κ., ενώ τα παράκτια μνημεία είναι ευάλωτα λόγω της αύξησης της στάθμης της θάλασσας».
Στην ευαισθησία των υλικών στέκεται και ο Αλέξης Στεφανής, επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Συντήρησης Αρχαιοτήτων του ΠΑΔΑ.
«Οι φυσικές και οι χημικές διεργασίες φθοράς θα επηρεαστούν από τη μεταβολή στη σύσταση της ατμόσφαιρας, τη θερμοκρασιακή αύξηση και από τις αλλαγές στις βροχοπτώσεις.
Η διάβρωση των υλικών είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα συνέργειας φυσικών, χημικών και βιολογικών διεργασιών και είναι απαραίτητο να μπορέσουμε να αναλύσουμε τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε αυτό το πλέγμα των συνεργιστικών διεργασιών» περιγράφει.
Για ποια μνημεία αδειάζει η κλεψύδρα
«Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής αρχίζουν να εμφανίζονται όλο και πιο έντονα σε κάθε ακτογραμμή, σε κάθε δασική περιοχή που καίγεται, σε κάθε ύφαλο που καταστρέφεται», λέει από την πλευρά του ο Αγγελος Αμδίτης, διευθυντής Ερευνας και Ανάπτυξης στο Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Συστημάτων Επικοινωνιών και Υπολογιστών (ΕΠΙΣΕΥ) του ΕΜΠ.
Σύμφωνα με τη μελέτη «Απειλές από την κλιματική αλλαγή για τα μνημεία πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς της UNESCO στη Μεσόγειο» που κατέγραψε αναλυτικά τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν 244 πολιτιστικά και φυσικά μνημεία –στην οποία συμμετείχε και ο Χρήστος Ζερεφός–, μεταξύ των 12 μνημείων ανά τη Μεσόγειο που αντιμετωπίζουν ακραίο κίνδυνο από τον συνδυασμό της κλιματικής αλλαγής και του σεισμικού κινδύνου, τα πέντε βρίσκονται στην Ελλάδα: Τα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης, το Πυθαγόρειο και το Ηραίο στη Σάμο, οι Μυκήνες και η Τίρυνθα, η Δήλος και η Μεσαιωνική Πόλη της Ρόδου. Ακόμα και η Ακρόπολη, δεν ξεφεύγει από τα «δόντια» της κλιματικής κρίση.
«Η Ακρόπολη, αν και σε σχετικά μικρότερο βαθμό συγκριτικά με τα προαναφερθέντα μνημεία, δεν αποτελεί εξαίρεση και αντιμετωπίζει κίνδυνο, ιδίως από τις ακραίες βροχές και τις υψηλές θερμοκρασίες», τονίζει ο ίδιος.
Ο «Daniel» και οι συνέπειες
Ο Αγγελος Αμδίτης εστιάζει στο βάρος που έχει η χώρα στις «πλάτες» της για τη διαφύλαξη του παρελθόντος του ανθρώπινου πολιτισμού.
«Η Ελλάδα μετράει σήμερα περισσότερα από 15 μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς. Ειδικά για τη χώρα μας, λοιπόν, η επιταγή διαφύλαξής τους είναι πολύ μεγάλη και η ευθύνη δική μας.
Ο “Daniel” και οι καταστροφικές συνέπειές του σε αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία, υπήρξε μια αφορμή για να αντικρίσουμε κατάματα τον κίνδυνο: Στο σημερινό ασταθές και επικίνδυνο παρόν που δημιουργούν τα ακραία καιρικά φαινόμενα ως συνέπεια της εντεινόμενης κλιματικής κρίσης, τα μνημεία μας ενδέχεται να μην αντέξουν στον χρόνο», προειδοποιεί ο ειδικός.
Τι μπορεί, όμως, να αποτελέσει ασπίδα προστασίας της κληρονομιάς μας; Οπως επισημαίνει ο Χρήστος Ζερεφός, η προστασία των μνημείων απαιτεί συνεκτικές προσπάθειες σε πολλά επίπεδα, συμπεριλαμβανομένων της πολιτικής, της κοινωνικής συνείδησης και της επιστημονικής έρευνας.
Οπως επισημαίνει, πέντε δράσεις που μπορούν να παίξουν καίριο ρόλο στη διαφύλαξη των μνημείων: «Η χρηματοδότηση της έρευνας, η ευαισθητοποίηση, η ανάπτυξη σχεδίων προστασίας, η παρακολούθηση της κατάστασης των μνημείων και η διατήρηση των φυσικών οικοσυστημάτων».
Στο πλαίσιο αυτό το υπουργείο Πολιτισμού έχει εκπονήσει εθνικό σχέδιο δράσης που αφορά στην προστασία σημαντικών αρχαιολογικών χώρων και μνημείων που χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης με συνολικό προϋπολογισμό περίπου 30 εκατ. ευρώ.
Μάλιστα, πρόσφατα ολοκληρώθηκαν οι μελέτες για την αντιπλημμυρική θωράκιση του αρχαιολογικού χώρου του Δίου στην Πιερία.
Και ενώ περισσότερο από ποτέ αναδεικνύεται η ανάγκη ανάπτυξης αειφόρων πρακτικών διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς, το ελπιδοφόρο είναι ότι επίσης περισσότερο από ποτέ έχουμε στη διάθεσή μας τεχνολογίες που μπορούν να υποστηρίξουν αυτή την προσπάθεια.