Μία από τις καλύτερες ευρωπαϊκές ταινίες της σεζόν που διανύουμε είναι η γερμανική υποψήφια για το Οσκαρ μη αγγλόφωνης ταινίας «Στο γραφείο των καθηγητών» όπου παρακολουθούμε την περίπτωση μιας νέας δασκάλας (Λεόνι Μπένες) η οποία έχοντας αναλάβει τα πρώτα καθήκοντά της σε σχολείο, θα βρεθεί στη δίνη του κυκλώνα: μια κλοπή μέσα στην τάξη της τη φέρνει σε αντιπαράθεση με έναν μαθητή που όλα δείχνουν ότι είναι ο ένοχος. Χωρίς να αγνοεί τα λάθη της εκπαιδευτικού στον χειρισμό της κατάστασης, η ταινία λέει τι σημαίνει, τελικά, να είσαι εκπαιδευτικός στους καιρούς μας. Και μου ήρθε τις προάλλες στο μυαλό ακούγοντας την ιστορία και συγχρόνως το παράπονο ενός φίλου εκπαιδευτικού στην Ελλάδα.
Δεν είμαι βεβαίως αρμόδιος να μιλήσω για το εκπαιδευτικό σύστημα στη χώρα μας, όχι μόνον επειδή δεν είναι τομέας του ρεπορτάζ μου αλλά κυρίως επειδή δεν έχω απτά προσωπικά στοιχεία καθότι δεν είμαι πατέρας του οποίου τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο. Ενημερώνομαι και εγώ όπως όλοι οι πολίτες από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και συγχρόνως έχω γνωστούς που μου δίνουν από πρώτο χέρι κάποιες πληροφορίες. Οπως έγινε με τον φίλο προσφάτως.
Μετά από πορεία δεκαετιών στο ΕΚΠΑ, σε διάφορα πανεπιστήμια του πανελληνίου, σε φροντιστήρια Μέσης Εκπαίδευσης, ως επιστημονικός επιμελητής εκδόσεων και ως επιστημονικός συνεργάτης σε διάφορες ιδιωτικές επιχειρήσεις, ο φίλος πριν από λίγα χρόνια διορίστηκε ως αναπληρωτής φιλόλογος σε σχολείο πόλης εκτός Αθηνών. Μέρος των υποχρεώσεών του είναι και οι λεγόμενες εφημερίες, δηλαδή η επιτήρηση των παιδιών (που στην περίπτωση του φίλου μου αριθμούν τα περίπου 350) την ώρα των διαλειμμάτων. Η ευθύνη του εκπαιδευτικού είναι τεράστια διότι σε περίπτωση που συμβεί το οτιδήποτε, ο εφημερεύων είναι νομικά υπεύθυνος.
Μαθαίνω λοιπόν ότι μια από τις αγαπημένες ενασχολήσεις κάποιων μαθητών στο σχολείο του (και μπορώ να υποψιαστώ όχι μόνο σε εκείνο) είναι στα διαλείμματα να χωρίζονται σε αντίπαλες ομάδες και να πετούν ο ένας στον άλλον πλαστικά μπουκάλια γεμάτα νερό. Αυτό γίνεται σε ένα, τουλάχιστον, διάλειμμα την ημέρα. Προσπαθώντας ως εφημερεύων να σταματήσει μια τέτοια σύγκρουση, ο φίλος βρέθηκε ανάμεσα σε δύο ομάδες και ένας μαθητής εκσφενδόνισε ένα μπουκάλι εναντίον του πισώπλατα. Ευτυχώς, έχοντας αντιληφθεί εγκαίρως την κίνηση, ο φίλος είδε το μπουκάλι να περνά ελάχιστα εκατοστά από το κεφάλι του.
Οπως κάθε άνθρωπος, έτσι και ένας καθηγητής σε σχολείο έχει όρια στην υπομονή του, και στην περίπτωση του φίλου μου εκείνη τη στιγμή τα όρια εξαντλήθηκαν. Μου είπε ότι άρπαξε το παιδί από τα πέτα, το πήγε στο γραφείο του διευθυντή και εκεί με συνοπτικές διαδικασίες το παιδί δέχθηκε μία ημέρα αποβολή. Το λιγότερο δηλαδή που θα μπορούσε να γίνει. Ομως το επεισόδιο δεν τελείωσε εκεί. Την επόμενη μέρα η μητέρα του μαθητή επισκέφτηκε το σχολείο, όχι όμως για να ζητήσει συγγνώμη εκ μέρους του παιδιού της αλλά για να κατηγορήσει τον φίλο μου ότι εκείνος ήταν που επιτέθηκε στον γιο της, όχι το αντίθετο. Τον κατηγόρησε για άσκηση σωματικής βίας προς το παιδί. Εκείνος που παραλίγο να δεχθεί το μπουκάλι με το νερό στο κεφάλι, βρέθηκε στην πλευρά τού… απολογούμενου! Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε τι και υπό ποιες συνθήκες έλαβε χώρα στην αντιπαράθεση γονέα – εκπαιδευτικού, η οποία ευτυχώς έληξε εκεί διότι με τα επιχειρήματα του δεύτερου έγινε εμφανές στη μητέρα ότι μπορούσε και εκείνος να ακολουθήσει τη νομική οδό.
Οπως είπα, δεν είμαι ο αρμόδιος να μιλήσω για θέματα εκπαίδευσης. Αν όμως τα μισά που άκουσα σε αυτή την ιστορία αντικατοπτρίζουν τη γενικότερη κατάσταση στην Ελλάδα σε ό,τι τουλάχιστον αφορά τις σχέσεις καθηγητών – παιδιών, τότε μπορώ να πω, πρώτον, ότι χαίρομαι πάρα πολύ που δεν έχω παιδιά και, δεύτερον, ότι λυπάμαι πάρα πολύ κάποιους ανθρώπους που είναι αναγκασμένοι να βγάζουν το ψωμί τους υπό αυτές τις συνθήκες.
Και για να κλείσω όπως άρχισα, με κάτι από τον τομέα μου, κάτι κινηματογραφικό, θα πω τούτο: Εξήντα εννέα ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει από τότε που βγήκε στις αίθουσες η «Ζούγκλα του μαυροπίνακα», η κλασική ταινία του Ρίτσαρντ Μπρουκς στην οποία ο Γκλεν Φορντ στον ρόλο του νεοδιορισμένου καθηγητή βρίσκεται σε αδιέξοδο μη μπορώντας να διαχειριστεί το μπούλινγκ που υφίσταται από τους μαθητές του. Περαιτέρω σχόλια νομίζω περιττεύουν.