Με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 και την εισβολή της Ρωσίας, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί της ανά τον κόσμο επέβαλαν κυρώσεις τόσο στη Μόσχα όσο και σε Ρώσους ολιγάρχες και αξιωματούχους με απώτερο σκοπό να πλήξουν την πολεμική μηχανή του Πούτιν.
Οι ΗΠΑ προχώρησαν στην κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της Ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας ύψους περίπου 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων, καθώς και 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων περιουσιακών στοιχείων αξιωματούχων που πρόσκεινται στον Βλαντίμιρ Πούτιν,
Ωστόσο, πλέον η κυβέρνηση Μπαίντεν δέχεται επικρίσεις και έντονη κριτική καθώς συνεχίζουν να πληρώνουν τη Ρωσία μέσω της πρεσβείας των ΗΠΑ στη Μόσχα.
Συγκεκριμένα όπως διαπιστώθηκε από έρευνα του Newsweek, οι ΗΠΑ έχουν πληρώσει σε ρωσικές εταιρείες πάνω από 8 εκατομμύρια δολάρια για τη συντήρηση της πρεσβείας τους στη Μόσχα.
«Σημαντικό εισόδημα για τη Ρωσία»
Σύμφωνα με ανάλυση των στοιχείων για τις προμήθειες, η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει αναθέσει 41 συμβάσεις αξίας 8.054.780,36 δολαρίων σε 12 ρωσικές εταιρείες.
Τρεις συμβάσεις εκτιμούν πιθανές συνεχιζόμενες εργασίες, πράγμα που σημαίνει ότι η συνολική χρηματοδότηση των ρωσικών εταιρειών από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία θα μπορούσε να ανέλθει σε 13.129.382,5 δολάρια.
Οι εταιρείες παρέχουν υπηρεσίες όπως διαμόρφωση των κήπων, βαφή, παροχή συμβουλών διαχείρισης, συντήρηση και επισκευές, μεταφορές και εργασίες επιστασίας. Οι συμβάσεις που ανέλυσε το Newsweek ξεκίνησαν μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αν και οι ΗΠΑ έχουν αναθέσει σε ρωσικές εταιρείες εργασίες στην πρεσβεία τους και πριν από τον πόλεμο. Η διάρκεια των επιχειρηματικών σχέσεων διαρκεί για διαφορετικές χρονικές περιόδους, με ορισμένες να διαρκούν χρόνια.
Εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωσε στο Newsweek ότι όλες οι διπλωματικές αποστολές σε ξένες χώρες βασίζονται σε τοπικές εταιρείες για την παροχή βασικών υπηρεσιών. Ένας άλλος αξιωματούχος της αμερικανικής κυβέρνησης δήλωσε ότι οι συμβάσεις ήταν πρακτικές επειδή είναι δύσκολο να φέρεις στη Ρωσία εργολάβους από τις ΗΠΑ ή τρίτες χώρες. Ωστόσο και οι δύο αναγνώρισαν ότι πάντα θα υπάρχουν κίνδυνοι ασφαλείας με την ανάθεση τέτοιων συμβάσεων.
Σύμβαση με εταιρεία που έχει δεχθεί κυρώσεις
Μία σύμβαση, αξίας 26.847 δολαρίων, η οποία διήρκεσε από τον Μάρτιο του 2022 έως τον Σεπτέμβριο του 2023, ήταν με τη δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία τηλεπικοινωνιών της Ρωσίας, τη VimpelCom, στην οποία επιβλήθηκαν κυρώσεις από τον Καναδά τον Ιούλιο του 2023.
Η εταιρεία, γνωστή και με την εμπορική της επωνυμία Beeline, πωλήθηκε από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη της, την ολλανδική εταιρεία VEON, τον Νοέμβριο του 2022 και περιήλθε εξ ολοκλήρου στη ρωσική διοίκηση τον Οκτώβριο του 2023. Παρόλο που δεν έχει υποστεί κυρώσεις από τις ΗΠΑ, καθώς η αμερικανική κυβέρνηση έχει επιβάλει πολυάριθμες κυρώσεις σε ρωσικές ελίτ, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και άλλες βιομηχανίες για να αποδυναμώσει την πολεμική μηχανή του Πούτιν, με τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να υπογράφει εκτελεστικό διάταγμα τον Δεκέμβριο του 2023 για να στοχεύσει την αλυσίδα στρατιωτικού εφοδιασμού της Ρωσίας.
Αξιωματούχος της αμερικανικής κυβέρνησης δήλωσε ότι το υπουργείο κάνει τη δέουσα επιμέλεια για να διασφαλίσει ότι οι συμβάσεις δεν συνδέονται με άτομα στα οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις.
Οι «σχέσεις» της εταιρείας με το Κρεμλίνο
Η ομάδα Leave Russia έχει επικρίνει την εταιρεία για τους φερόμενους δεσμούς της με το Κρεμλίνο, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η PJSC VimpelCom, πρώην περιουσιακό στοιχείο της VEON, συνεργάζεται ενεργά με τη ρωσική κυβέρνηση, όπως λένε οι ίδιοι οι Ρώσοι αξιωματούχοι. Συγκεκριμένα, βοήθησε στη δημιουργία σύνδεσης στα ουκρανικά εδάφη που κατέλαβε από τις 24 Φεβρουαρίου 2022, παρέχοντας εθνικές υπηρεσίες περιαγωγής. Επιπλέον, κατόπιν αιτήματος της κυβέρνησης η VimpelCom PJSC επιδεικνύει ανοιχτά την υποστήριξή της στη γεωπολιτική επιθετική πολιτική της Ρωσίας».
Παρόλο που δεν υπόκειται σε διεθνείς κυρώσεις, ο πρόεδρος της VimpelCom, Αλεξάντρ Αλεξάντροβιτς Πάνκοφ, έχει δεσμούς με τη Ρωσική Ομοσπονδία, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων κυρώσεων OpenSanctions. Όπως αναφέρουν ρωσικά δημοσιεύματα, στο παρελθόν έχει αναλάβει ρόλους στη ρωσική κυβέρνηση, μεταξύ άλλων στην ομοσπονδιακή υπηρεσία Κυβερνητικών Επικοινωνιών και Πληροφοριών και στο υπουργείο Επικοινωνιών και Πληροφορικής.
Δύσκολο να διασφαλιστεί ότι οι συμβάσεις δεν συνδέονται με άτομα που έχουν υποστεί κυρώσεις
Ορισμένοι ειδικοί εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με τις συμβάσεις, καθώς παρότι εκτός από τη VimpelCom οι υπόλοιπες που ανέλυσε το Newsweek δεν συνδέονται άμεσα με εταιρείες στις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις, θεωρούν ότι είναι δύσκολο να διασφαλιστεί ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Ο Ρόμπερτ Μπάριγκτον, καθηγητής πρακτικής καταπολέμησης της διαφθοράς στο Κέντρο για τη Μελέτη της Διαφθοράς στο Πανεπιστήμιο του Σάσεξ στο Ηνωμένο Βασίλειο, δήλωσε ότι όσοι έχουν υποστεί κυρώσεις χρησιμοποιούν ένα δίκτυο ανώνυμων υπεράκτιων (offshore) εταιρειών για να συγκαλύψουν την ιδιοκτησία τους.
Ως εκ τούτου, είναι «πολύ δύσκολο να απαντηθεί» αν οι εταιρείες που έχουν συνάψει συμβόλαιο με τις ΗΠΑ μπορεί να έχουν έναν τελικό πραγματικό δικαιούχο, ένα άτομο στο οποίο έχουν επιβληθεί κυρώσεις.
«Οι επιχειρηματικές συναλλαγές των ολιγαρχών συχνά συγκαλύπτονται σε πολύ μεγάλο βαθμό μέσω αυτού του δικτύου εταιρειών-βιτρίνων και ανώνυμων ιδιοκτητών», προσέθεσε. Εν τω μεταξύ, ανεξάρτητα από τις πιθανές διασυνδέσεις με άτομα στα οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις, έχει υποστηριχθεί ότι κάθε «ένεση» στη ρωσική οικονομία την ενισχύει και επομένως βοηθά τον Πούτιν.
Ο Μάικλ Γούιτ, καθηγητής Διεθνών Επιχειρήσεων και Στρατηγικής στο King’s Business School στο Ηνωμένο Βασίλειο, δήλωσε από την πλευρά του: «Κάθε πρόσθετο εισόδημα που λαμβάνουν οι ρωσικές επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι ως αποτέλεσμα αυτών των συμβάσεων συμβάλλει στη σταθεροποίηση της ρωσικής οικονομίας.
«Δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι πληρώνουν φόρους, βοηθά επίσης τη ρωσική κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο», είπε ακόμα. Ωστόσο, πρόσθεσε ότι «μπορεί να είναι χρήματα που ξοδεύονται καλά», όταν αναλύονται τα οφέλη που αποφέρει μια διπλωματική παρουσία στη Ρωσία.
Αναπόφευκτες αυτές οι συμβάσεις
Παρά το γεγονός ότι προκάλεσε αντιδράσεις οι ειδικοί συμφώνησαν με τον ισχυρισμό του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ ότι οι συμβάσεις είναι ρουτίνα και αναπόφευκτες.
Όπως δήλωσε ο Στηβ Μάιερς, ο οποίος στο παρελθόν ήταν μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής Διεθνούς Οικονομικής Πολιτικής του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ: «Πρώτον, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ συνάπτει συστηματικά συμβάσεις με τοπικές εταιρείες και ιδιώτες για υποστήριξη παντού στον κόσμο. Δεν είναι πρακτικά εφικτό να προσληφθούν Αμερικανοί εργολάβοι για τις περισσότερες υπηρεσίες, ακόμη και με την τεράστια αύξηση του απαιτούμενου κόστους».
«Κάθε χώρα στον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, απαιτεί τη θετική τους έγκριση για να εργάζονται μη πολίτες στη χώρα τους. Επίσης, κάθε χώρα στον κόσμο ελέγχει τον αριθμό των επισκεπτών που μπορούν να εργαστούν σε πρεσβείες ή προξενεία. Τα ονόματα και οι αρμοδιότητες κάθε ατόμου πρέπει να εγκρίνονται από την κυβέρνηση υποδοχής. Η ρωσική κυβέρνηση δεν πρόκειται να δώσει άδεια για την εισαγωγή Αμερικανών εργαζομένων για καθήκοντα που θα μπορούσαν να γίνουν από ντόπιους. Περιστασιακά υπάρχουν διχογνωμίες μεταξύ των εθνών για τέτοια θέματα. Αλλά δεν είναι προς το συμφέρον καμιάς χώρας να προωθούνται μικροσυγκρούσεις όπως αυτή. Αντιστοιχούν σε κάτι περισσότερο από ανούσιους περισπασμούς».
«Τα χρήματα των φορολογουμένων για την υποστήριξη των πρεσβειών είναι απαραίτητα για την άσκηση αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής. Είναι συνταγματικό προνόμιο του προέδρου. Χωρίς ανθρώπους στο πεδίο που κατανοούν τη νοοτροπία των ηγετών των χωρών υποδοχής δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αναπτύξουμε ορθολογική εξωτερική πολιτική», προσέθεσε.
Για τη σύμβαση με τη VimpelCom
Ο Τάιλερ Κούστρα, επίκουρος καθηγητής πολιτικής και διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ στο Ηνωμένο Βασίλειο, συμφώνησε. Είπε ότι ενώ ο Πούτιν μπορεί να ωφεληθεί από την επένδυση λόγω της εισόδου χρημάτων στη ρωσική οικονομία «τα ποσά είναι τόσο μικρά και οι πιθανές πληροφορίες είναι τόσο πολύτιμες που το δεύτερο υπερτερεί του πρώτου».
Από την πλευρά του, ο Ντέιβιντ Λιούις, καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Έξετερ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, δήλωσε ότι οι συμβάσεις διασφαλίζουν την κανονική λειτουργία της πρεσβείας και αποτελούν «ένα μηδαμινό κόστος στο μεγάλο σχήμα των πραγμάτων».
Ειδικά για τη σύμβαση της VimpelCom, είπε: «Αυτό πιθανώς αντιπροσωπεύει δαπάνες για τη χρήση κινητών τηλεφώνων στη Ρωσία από Αμερικανούς διπλωμάτες και το προσωπικό ή τους συνεργάτες τους. Αναπόφευκτα θα χρησιμοποιούν ρωσικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τους στη Ρωσία, οπότε αυτή είναι πιθανώς η μόνη πρακτική λύση για να διασφαλιστεί ότι μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους στη χώρα».
Ο φόβος της κατασκοπείας
Εκτός όμως από τον οικονομικό αντίκτυπο των συμβάσεων, οι ρυθμίσεις προμηθειών έχουν φέρει ξανά στο προσκήνιο τις ανησυχίες σχετικά με το ενδεχόμενο το ρωσικό προσωπικό στην αμερικανική πρεσβεία να κατασκοπεύει τις ΗΠΑ.
Οι ανησυχίες προκύπτουν από το γεγονός ότι δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η κατασκευή της αμερικανικής πρεσβείας ξεκίνησε το 1979 με τη βοήθεια Ρώσων εργατών. Αλλά το 1982, ειδικοί σε θέματα ασφαλείας διαπίστωσαν ότι το κτίριο ήταν γεμάτο με συστήματα υποκλοπών ενσωματωμένα στη δομή του. Τον Αύγουστο του 1984, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ απομάκρυνε τους Σοβιετικούς από το εργοτάξιο, αλλά το 1989, αφού η πρεσβεία συνέχισε να βρίσκει συσκευές κατασκοπείας, η κυβέρνηση αποφάσισε ότι το κτίριο έπρεπε να καταστραφεί και να ξαναχτιστεί από την αρχή. Με κόστος 240 εκατομμυρίων δολαρίων, το κτίριο άνοιξε ξανά το 2000.
Ο Ρεπουμπλικανός βουλευτής του Αϊντάχο, Ρας Φούλτσερ, εξέφρασε την ανησυχία του για το ενδεχόμενο να ξανασυμβεί κατασκοπεία και δήλωσε ότι η ανοικοδόμηση της πρεσβείας «σπατάλησε φορολογικά δολάρια και χρόνο».
«Ας μην επαναλάβουμε την ιστορία εδώ», προσέθεσε
Όπως είπε χαρακτηριστικά ο Μάιερς: «Υπολογίστε ότι οι Ρώσοι θα κατασκοπεύουν την πρεσβεία μας στο μέγιστο δυνατό βαθμό».
Πρόσθεσε όμως ότι οι ΗΠΑ έχουν αναπτύξει «πολύ αποτελεσματικές διαδικασίες και αντίμετρα για τη διασφάλιση της διαβαθμισμένης επικοινωνίας και των πληροφοριών». Ο Αμερικανός κυβερνητικός αξιωματούχος δήλωσε ότι οι ΗΠΑ έχουν μάθει από τα ζητήματα κατασκοπείας της δεκαετίας του 1980.