«Είμαστε, άραγε, ανίκανοι να φανταστούμε μια ήττα;» αναρωτιέται ο γνωστός ιστορικός και συγγραφέας Νιλ Φέργκιουσον σε άρθρο του στο Bloomberg. Το ερώτημά του αφορά τους Αμερικανούς, για τους οποίους σημειώνει πως είναι πιθανό, «έχοντας χάσει πρόσφατα έναν μικρό πόλεμο (στο Αφγανιστάν), ότι δεν θα είχαν δυσκολία να μετατρέψουν σε εικόνα τις συνέπειες που θα είχε η ήττα σε έναν μεγάλο πόλεμο». Στην πράξη, όμως, όπως διαπιστώνει, «η ταπεινωτική εγκατάλειψη του Αφγανιστάν το 2021 εξωθήθηκε αξιοσημείωτα γρήγορα σε μια συλλογική μαύρη τρύπα της μνήμης».
Ο Φέργκιουσον εκτιμά, λοιπόν, ότι κάτι παρόμοιο θα μπορούσε να συμβεί κάποια στιγμή στο μέλλον εάν ο ουκρανικός στρατός, έχοντας στερέψει από πυρομαχικά, υπέκυπτε στους Ρώσους. Αραγε, αναρωτιέται, «το βράδυ που οι Ρώσοι θα παρελαύνουν στην πρωτεύουσα της Ουκρανίας, τα ειδησεογραφικά δίκτυα θα ξαναπαίξουν την ομιλία του Μπάιντεν στο Κίεβο πριν από έναν χρόνο (όταν διαβεβαίωνε τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι πως «θα είμαστε στο πλευρό σας για όσο χρειαστεί»); Ή μήπως κάποιο από αυτά θα μετέδιδε την επόμενη συνέντευξη του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν στον Τάκερ Κάρλσον;».
Το επόμενο ερώτημα αφορά στο τι θα συνέβαινε στην περίπτωση που γινόταν γνωστό ότι το Ιράν κατάφερε να αποκτήσει πυρηνική βόμβα και έδωσε εντολή στη Χεζμπολάχ να επιτεθεί με καταιγισμό πυραύλων στο Ισραήλ. «Θα απειλήσουμε με χρήση των δικών μας πυρηνικών κατά του Ιράν προκειμένου να σώσουμε το Ισραήλ από τον αφανισμό, όπως κάναμε το 1973, όταν η ΕΣΣΔ είχε αφήσει να εννοηθεί ότι θα έμπαινε στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ στην πλευρά των Αράβων; Ή, αντιθέτως, η Ουάσιγκτον θα εξέδιδε μία από τις γνωστές προειδοποιήσεις της προς το Ισραήλ να μην κλιμακώσει τη σύγκρουση που αφορά την επιβίωσή του;».
Το τρίτο σενάριο έχει να κάνει με τον Ειρηνικό και έναν ενδεχόμενο ναυτικό αποκλεισμό της Ταϊβάν από τον στρατό της Κίνας. «Τι θα κάνουμε αν πληροφορηθούμε ότι ο πρόεδρος – αναλογιζόμενος προσεκτικά τον κίνδυνο να ξεσπάσει ένας Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος – αποφάσισε να μη στείλει ναυτική δύναμη ώστε να επιβάλει την ελευθερία στη ναυσιπλοΐα και να προμηθεύσει τον λαό της Ταϊβάν με όπλα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης; Θα δώσουμε, άραγε, στην κατάλυση της δημοκρατίας στην Ταϊβάν και την επιβολή της εξουσίας του ΚΚ Κίνας πάνω της περισσότερη σημασία από ό,τι στην επικείμενη τελετή απονομής των Βραβείων Grammy ή το Super Bowl;».
«Δυσκολεύομαι να απορρίψω την ιδέα ότι και στις τρεις περιπτώσεις ενδέχεται να συναινέσουμε χωρίς να συγκινηθούμε ιδιαιτέρως» συνεχίζει ο γνωστός ιστορικός, τονίζοντας πως «η μοναδική εξήγηση που μπορώ να βρω για αυτό είναι ότι οι Αμερικανοί βαθιά στην καρδιά τους θεωρούν ότι η ήττα είναι κάτι που δεν τους αφορά». Παρ’ όλα αυτά, σημειώνει, «εάν οι ΗΠΑ επιτρέψουν στην Ουκρανία, το Ισραήλ ή/και την Ταϊβάν να ηττηθούν, τότε θα υπάρξουν δυσμενέστατες συνέπειες και για τους Αμερικανούς (…) Κάτι σαφώς χειρότερο από μια ακόμη 11η Σεπτεμβρίου».
Ο Φέργκιουσον παραδέχεται, βεβαίως, ότι όλα αυτά ίσως μοιάζουν σήμερα με φανταστικά σενάρια. Σπεύδει, όμως, να ξεκαθαρίσει πως «δεν είναι πολύ πιο εξωφρενικά από την ασυνήθιστη παγκόσμια ανατροπή που ξεκίνησε στο Περλ Χάρμπορ, στις 7 Δεκεμβρίου 1941». Για να υπενθυμίσει, επίσης, ότι τότε «ήταν κάθε άλλο παρά σαφές – τουλάχιστον μέχρι την επιτυχία της απόβασης την D-Day, δυόμισι χρόνια αργότερα – πως οι Σύμμαχοι θα κέρδιζαν τελικώς τον πόλεμο».
Ο ίδιος, τέλος, δεν διστάζει να αναφερθεί και σε ένα σενάριο στο οποίο οι ΗΠΑ θα βρίσκονται – τυπικά ή ουσιαστικά – υπό τον έλεγχο του ΚΚ Κίνας. Για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως «εάν κανείς δεν ανοίξει τα μάτια του σήμερα και μάλιστα διάπλατα, απέναντι στο πιθανό σενάριο της ήττας, τότε διατρέχει τον κίνδυνο να βρεθεί ακριβώς σε αυτό το σημείο κάποια μέρα».