Σημαντικές ελλείψεις παρατηρούνται σε μια σειρά από φαρμακευτικά σκευάσματα κατά τις τελευταίες εβδομάδες. Το φαινόμενο δεν είναι νέο, αλλά φαίνεται να έχει λάβει σημαντικές διαστάσεις ήδη από τις αρχές του έτους, με φαρμακοποιούς και συνδικαλιστικούς φορείς του κλάδου να τονίζουν ιδιαίτερα τις ελλείψεις που υπάρχουν σε σκευάσματα που χρησιμοποιούνται τακτικά από ασθενείς και χρονίως πάσχοντες. Το πρόβλημα, όπως λένε, εντοπίζεται τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στην Περιφέρεια, με τα ράφια των φαρμακείων να αδειάζουν. Οι λόγοι για τα υπό εξαφάνιση σκευάσματα είναι ποικίλοι και έγκεινται στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η φαρμακευτική αγορά παγκοσμίως, στην αυξημένη ζήτηση της χειμερινής περιόδου, στα φάρμακα που εισάγονται στην Ελλάδα αλλά ακολούθως «φεύγουν» ως εξαγωγές, καθώς και στην πολιτική που ακολουθούν οι αρμόδιες αρχές της χώρας για τη φαρμακευτική δαπάνη.
Οι ελλείψεις, λοιπόν, αφορούν πολλές κατηγορίες φαρμακευτικών σκευασμάτων. «Οι ελλείψεις είναι πάρα πολλές και αφορούν πάρα πολλά φάρμακα, δεν είναι μια συγκεκριμένη κατηγορία» ξεκαθαρίζει εμφανώς προβληματισμένος στα «ΝΕΑ» ο Κώστας Λουράντος, πρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αττικής. «Η ίδια κατάσταση επικρατεί σε όλη την Ελλάδα, δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες περιοχές το πρόβλημα» σημειώνει, από την πλευρά της, η αντιπρόεδρος του Φαρμακευτικού Συλλόγου Τρικάλων Βανέσσα Λαζαροπούλου.
Απαραίτητα
Οπως γίνεται σαφές, οι σημαντικότερες ελλείψεις είναι αυτές που παρατηρούνται σε σκευάσματα που δεν υπάρχουν ούτε τα πρωτότυπα («επώνυμα») των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών αλλά ούτε και γενόσημα με την ίδια δραστική ουσία. Σε αυτά συγκαταλέγονται οι πόσιμες ή ενδοφλέβιες σκιαγραφικές ουσίες, οι οποίες είναι απαραίτητες για τη διενέργεια αξονικών και μαγνητικών εξετάσεων, τα αντιβιοτικά φάρμακα με δραστική ουσία την αμοξυκιλλίνη (και ειδικότερα αυτά με μικρότερη δοσολογία που απευθύνονται σε παιδιά), οι οφθαλμικές αλοιφές (κορτιζονούχες και αντιβιοτικές), ορισμένα αγχολυτικά και – σε μικρότερο βαθμό – οι ινσουλίνες και ο αντιτετανικός ορός.
Ελλείψεις καταγράφονται επίσης, εδώ και μήνες, σε συγκεκριμένους κωδικούς αναλγητικών, όπως το αναβράζον Panadol Extra, σε αντιεπιληπτικά φάρμακα, σε παιδικά εμβόλια και σε εισπνεόμενα σκευάσματα για δυσλειτουργίες του αναπνευστικού. Η πιο πρόσφατη λίστα του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκου (ΕΟΦ), που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο (19/1), αναφέρει 157 φαρμακευτικά σκευάσματα περιορισμένης διαθεσιμότητας. «Ελλειπτικά δεν θεωρούνται μόνο αυτά που δεν υπάρχουν καθόλου, αλλά και αυτά που έχουμε σε περιορισμένες ποσότητες» σημειώνει ο πρόεδρος του ΕΟΦ Ευάγγελος Μανωλόπουλος.
«Τα αντιβιοτικά, κυρίως τα παιδικά, με βάση την αμοξυκιλλίνη, είναι σε μεγάλη έλλειψη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι παγκοσμίως πρόβλημα με τη διαθεσιμότητα της δραστικής ουσίας» λέει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Φαρμακαποθηκαρίων Θεόδωρος Σκυλακάκης. Εξάλλου, οι αντιβιώσεις γενικότερα έχουν ιδιαίτερα αυξημένη ζήτηση αυτή την εποχή, λόγω των ιώσεων που κυκλοφορούν. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το Augmentin.
Σε ό,τι αφορά στις ελλείψεις στις οφθαλμικές κρέμες και στα κολλύρια, το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι η φαρμακευτική εταιρεία που τα παράγει δεν φέρνει αρκετές ποσότητες στην Ελλάδα. «Η μείωση υπολογίζεται στο 60% από το 2018 μέχρι σήμερα» εξηγεί ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Φαρμακαποθηκαρίων και συμπληρώνει: «Στα φάρμακα κατά του σακχαρώδους διαβήτη, όπως το Ozempic, υπάρχει δραματική αύξηση στη ζήτηση παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια. Η εταιρεία που το παράγει είχε προγραμματίσει την παραγωγή δύο-τρεις φορές λιγότερων σκευασμάτων από ό,τι καταναλώνονται σήμερα».
Στοκάρουν
«Οι ελλείψεις δημιουργούν έναν κύκλο ανασφάλειας: Ο πολίτης δεν ξέρει αν θα βρει το φάρμακό του κάθε μήνα, με αποτέλεσμα να στοκάρει και να είναι λιγότερα τα διαθέσιμα σκευάσματα» τονίζει ο Μανώλης Κατσαράκης, γενικός γραμματέας του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου. «Το φαινόμενο των ελλείψεων δεν είναι καινούργιο, πάει πολλά χρόνια πίσω. Η βασική αιτία είναι η τιμολογιακή πολιτική της Ελλάδας για το φάρμακο. Τα χρόνια των μνημονίων, θεσμοθετήθηκε η φαρμακευτική δαπάνη να αναλογεί στο 1% του ΑΕΠ. Ωστόσο, ακόμα κι αν έχουμε αφήσει τα μνημόνια πίσω μας, η πολιτική αυτή δεν έχει αλλάξει», προσθέτει ο ίδιος.
Αν και σε μια πρώτη ανάγνωση, το γεγονός ότι οι τιμές του φαρμάκου στην Ελλάδα κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα ακούγεται κάτι μάλλον θετικό, είναι ένας παράγοντας που δημιουργεί και σημαντικές «αρρυθμίες». «Η τιμή του φαρμάκου στην Ελλάδα ορίζεται ως ο μέσος όρος των τριών χαμηλότερων τιμών στην Ευρώπη. Είναι πολύ χαμηλή η τελική τιμή, με αποτέλεσμα να φεύγουν προς άλλες χώρες της Ευρώπης εξασφαλίζοντας πολύ μεγαλύτερα κέρδη, ειδικά σε Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο» εξηγεί ο Αναστάσιος Σπαντιδέας, παθολόγος και κλινικός φαρμακολόγος, τονίζοντας, παράλληλα, πως θα πρέπει να δοθεί μια λύση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η χαμηλή τιμή πώλησης λειτουργεί ιδιαίτερα αποθαρρυντικά για τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες, που επιλέγουν να κρατήσουν μόνο μικρές ποσότητες για τη χώρα μας, ιδιαίτερα στα ακριβά τους φάρμακα, καθώς το περιθώριο κέρδους είναι ελάχιστο. «Μπορεί να γλιτώνουμε έτσι χρήματα από τη φαρμακευτική δαπάνη, όμως ένας ασθενής που δεν έχει το φάρμακό του μπορεί να καταλήξει στο νοσοκομείο και εν τέλει το κόστος της νοσηλείας του να είναι μεγαλύτερο» σχολιάζει ο Κωνσταντίνος Δελήμπασης, φαρμακοποιός πάγκου στον Δομοκό Φθιώτιδας.
Σαν ύστατη λύση, για την κάλυψη των ελλείψεων υπάρχει το Ινστιτούτο Φαρμακευτικής Ερευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ), θυγατρική του ΕΟΦ που αναλαμβάνει την εύρεση φαρμάκων από την ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά σε περίπτωση απόλυτης έλλειψης σκευασμάτων. Ωστόσο η «έκτακτη» αυτή εισαγωγή έχει και μεγαλύτερο κόστος για το κράτος.