Τα οφέλη της υγιεινής διατροφής είναι αδιαμφισβήτητα. Οταν όμως στην εξίσωση μπαίνει το οικονομικό ζήτημα, τότε καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα πως δεν είναι εύκολη υπόθεση να ακολουθεί πιστά τις διατροφικές οδηγίες της επιστημονικής κοινότητας, λόγω (και) των υψηλών τιμών στο σουπερμάρκετ και γενικότερα στις αγορές τροφίμων. Συνεπώς, οι συμβουλές… ενός καθηγητή Καρδιολογίας, του παγκοσμίου φήμης πανεπιστήμιου Johns Hopkins, για το πώς μπορούμε να τρεφόμαστε σωστά αλλά και οικονομικά είναι πολύτιμες!
Οταν το ζητούμενο είναι η διατήρηση της καλής υγείας «ορισμένα τρόφιμα είναι λιγότερο επιθυμητά από άλλα, που έχουν παρόμοια τιμή», λέει ο Dr. Kerry Stewart. Και παραθέτει το εξής παράδειγμα: οι διάφορες ποικιλίες γάλακτος κοστίζουν περίπου το ίδιο, αλλά το αποβουτυρωμένο γάλα και το γάλα με 1% λιπαρά παρέχουν λιγότερα κορεσμένα λιπαρά από το γάλα με 2% λιπαρά ή το πλήρες γάλα.
Το ίδιο ισχύει και για το γιαούρτι. Μάλιστα, όπως ο ίδιος προσθέτει, ορισμένα γιαούρτια, αν και φέρουν την ένδειξη «χαμηλών λιπαρών», έχουν πολλές θερμίδες και ζάχαρη. «Συνεπώς, συγκρίνοντας τα στοιχεία των διατροφικών δεδομένων στις ετικέτες, μπορείτε να κάνετε μια πιο υγιεινή επιλογή, αγοράζοντας εκείνο το προϊόν με χαμηλότερη περιεκτικότητα σε λιπαρά όσο και σε ζάχαρη χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα ξοδέψετε περισσότερα».
Ο χάρτης των σουπερμάρκετ. Επειτα, ο καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Johns Hopkins δημιουργεί έναν πολύ ενδιαφέροντα χάρτη, κατηγοριοποιώντας με κριτήριο την ποιότητα των τροφίμων που φιλοξενούν τους διαδρόμους των σουπερμάρκετ. «Ψωνίστε κυρίως από τους εξωτερικούς διαδρόμους. Εκεί τείνουν να διατίθενται φρέσκα φρούτα, λαχανικά, γαλακτοκομικά, ψάρια και κρέας», προτρέπει τους καταναλωτές.
Και συνεχίζει: «Στους μεσαίους διαδρόμους, αναζητήστε τροφές που ωφελούν την καρδιά όπως τόνο, σολομό και σαρδέλες σε κονσέρβα, κατεψυγμένα μη επεξεργασμένα φιλέτα ψαριών και αποξηραμένα ή κονσερβοποιημένα φασόλια».
Μας προτρέπει μάλιστα να μην έχουμε πάντα το βλέμμα μας στραμμένο ψηλά, αλλά να κοιτάμε και προς τα κάτω. Η αιτία; Συχνά τα πιο ακριβά προϊόντα βρίσκονται στα ράφια στο ύψος των ματιών, ενώ οι φθηνότερες μάρκες των καταστημάτων τοποθετούνται χαμηλότερα.
Πάντως, όπως διαπιστώνει κανείς, ο Dr. Stewart δεν αποκλείει από τη λίστα με τα ψώνια του τα κονσερβοποιημένα ή κατεψυγμένα προϊόντα και τα φασόλια. Και αυτό διότι, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, μπορεί να περιέχουν τόσα θρεπτικά συστατικά όσα και τα φρέσκα προϊόντα και μάλιστα σε καλή τιμή. Αρκεί κανείς να εξετάζει προσεκτικά τις ετικέτες των συσκευασιών αναζητώντας την ένδειξη «χαμηλό νάτριο» ή «χωρίς προσθήκη αλατιού».
Στο πλαίσιο αυτό, ένα ακόμη σημαντικό tip που δίνει είναι το ακόλουθο: «Προσθέστε φασόλια σε πιάτα με κρέας, ώστε να μη χρειάζεστε τόσο κρέας – αυτό το απλό βήμα θα μειώσει το κόστος και την πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών. Ξεπλύνετέ τα όμως πριν τα μαγειρέψετε για να μειώσετε την περιεκτικότητα σε νάτριο».
Φρούτα και λαχανικά. Το να επιλέγει κανείς φρούτα και λαχανικά στην εποχή τους είναι ακόμη μία συνήθεια που ωφελεί την υγεία αλλά και το πορτοφόλι των καταναλωτών. Για παράδειγμα, το καλαμπόκι είναι σωστό να το καταναλώνει κανείς το καλοκαίρι, όπως άλλωστε και τις ντομάτες, ενώ τα μήλα αποτελούν ένα εξαιρετικά θρεπτικό φρούτο που μπορεί κανείς να απολαμβάνει το φθινόπωρο και τον χειμώνα.
Ο Dr. Stewart όμως δεν ξεχνά να αναφερθεί και σε ένα λάθος που κάνουμε συχνά όλοι μας, με αποτέλεσμα να συμπαρασυρόμαστε από την όρεξή μας και να γεμίζουμε το καρότσι με τρόφιμα λαχταριστά, που όμως δεν ωφελούν την υγεία μας και αυξάνουν κατακόρυφα τον λογαριασμό στο ταμείο. «Μην ψωνίζετε όταν πεινάτε. Θα μπείτε λιγότερο στον πειρασμό του πρόχειρου φαγητού και των παρορμητικών αγορών – όπως αυτά τα λαχταριστά είδη αρτοποιίας και τα μικρά σνακ που βρίσκονται ακόμη και στα ράφια, δίπλα από το ταμείο».
Οσο για την τελευταία, πλην όμως εξίσου σημαντική, συμβουλή του, αυτή δεν είναι άλλη από το να καταναλώνουμε όσο το δυνατόν συχνότερα μαγειρεμένο, σπιτικό φαγητό. «Ερευνα του Johns Hopkins δείχνει ότι οι άνθρωποι που μαγειρεύουν γεύματα στο σπίτι τρώνε πιο υγιεινά και καταναλώνουν λιγότερες θερμίδες από εκείνους που μαγειρεύουν λιγότερο συχνά», καταλήγει ο ίδιος.