Κατάγεστε από τα Τρίκαλα και όπως έχετε πει μεγαλώσατε με τα ακούσματα του Βασίλη Τσιτσάνη, του Κώστα Βίρβου και των άλλων σπουδαίων που γέννησε ο τόπος σας. Εντούτοις αποφασίσατε να ασχοληθείτε με το ρεμπέτικο στο 10ο βιβλίο σας «Κι ως την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω». Γιατί;
Πάντα με γοήτευε ο χώρος του ρεμπέτικου. Υπήρχαν διάφορα πράγματα μέσα στο μυαλό μου αποτυπωμένα. Θεωρώ ότι συνδυάζεται πολύ με τη σημερινή εποχή και όλα τα θέματα της γυναικείας χειραφέτησης, με τη βία. Ηθελα να μιλήσω για το πόσο πιο δύσκολα ήταν όλα τότε για τις γυναίκες. Οι ρεμπέτισσες, κατά κάποιον τρόπο, ήταν οι πρώτες φεμινίστριες στην Ελλάδα. Αγνόησαν τους ανδρικούς κανόνες και ανέβηκαν στο πάλκο.
Από ανάγκη κυρίως, αφού έπρεπε να επιβιώσουν.
Είχε ωριμάσει και ο χρόνος. Υπήρχε μια μαγιά τραγουδιστριών στον Πειραιά, οι οποίες συναντήθηκαν με τις γυναίκες που ήρθαν από τη Μικρά Ασία. Στα τότε τραγούδια κυριαρχούσε ο πόνος, ο οδυρμός. Οι δε στίχοι κάθε άλλο παρά υμνούσαν τις γυναίκες. Περισσότερο τις υποτιμούσαν. Ηρθαν όμως σύγχρονοι στιχουργοί και άλλαξαν το κλίμα μιλώντας με τρυφερότητα και σεβασμό. Στο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας του βιβλίου «Κι ως την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω», της Μενεξιάς, καθρεφτίζονται όλες οι ρεμπέτισσες, όσες έκαναν την επανάστασή τους για να ξεφύγουν από το κατεστημένο. Διάβασα όλες τις βιογραφίες των γυναικών της εποχής και βεβαίως αναζήτησα και ιστορικά στοιχεία. Ηθελα να αποτυπώσω στον χαρακτήρα της Μενεξιάς όλα αυτά που ξέρω αλλά κυρίως να εκφράζει τη δύναμη και τη θέληση των γυναικών αυτών. Τι κάνει για να σηκωθεί όταν πέσει μέσα στη λάσπη.
Από τη μελέτη σας αναδύθηκε κάποιο στοιχείο που σας εξέπληξε;
Κυρίως θα έλεγα ότι με προβλημάτισε. Οι περισσότερες από τις γυναίκες αυτές καταστράφηκαν. Ηθελα την ιστορία να την πω με τα τραγούδια τα οποία περνάνε μέσα στην αφήγηση. Η ιστορία του ρεμπέτικου έχει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι βίας. Εμείς τραγουδάμε τους στίχους που γράφτηκαν με μεγάλο πόνο. Υπάρχει όμως στην ιστορία και αισιοδοξία. Ολοι μπορεί να έχουμε κακές στιγμές, στραβοπατήματα. Το θέμα είναι τι κάνεις για να σταθείς ξανά όρθιος. Αυτό ήταν από την αρχή στο μυαλό μου. Αυτός είναι ο βασικός μου στόχος για όλα μου τα βιβλία. Θέλω να γράφω ωραίες ιστορίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι επιδιώκω το happy end. Θέλω να συντροφεύει τον αναγνώστη για πολύ καιρό, αλλά μου αρέσει να ακούω ότι «σφίχτηκε» το στομάχι του διαβάζοντάς το.
Και η δική σας ιστορία ξεκινάει από τον τόπο που γεννήθηκαν, όπως είπαμε, σπουδαίοι μουσικοί. Η συγγραφή ήταν όνειρό σας;
Μου άρεσε το θέατρο και είχα την επαφή από την εποχή που πήγαινα σχολείο στα Τρίκαλα. Εψαξα να βρω ποιο Λύκειο είχε θεατρική ομάδα και πήγα σε αυτό. Ηρθα στην Αθήνα γιατί πέρασα σε μια σχολή νοσηλευτικής. Παρακολούθησα τα μαθήματα για ενάμιση χρόνο. Πέτυχα όμως στις εισαγωγικές εξετάσεις του Εθνικού Θεάτρου και συνέχισα εκεί.
Ακολουθήσατε το όνειρό σας. Τι σας έδινε το θέατρο;
Μου άρεσε αυτή η μαγεία που νόμιζα ότι είχε. Απογοητεύτηκα όμως πάρα πολύ. Στο ερασιτεχνικό θέατρο που έκανα στην πόλη μου στα Τρίκαλα, υπήρχε ομορφιά και μαγεία. Αυτή τη μαγεία την έζησα πολύ λίγο. Δυστυχώς δεν υπάρχει σε επαγγελματικό επίπεδο.
Γιατί χάνεται κατά την άποψή σας;
Στην καθημερινότητα της επαγγελματικής αποκατάστασης. «Να ‘χω τη δουλίτσα μου, να πηγαίνω στην παράστασή μου το απόγευμα, να λέω σωστά τα λόγια μου κ.λπ.». Φυσικά δεν έχουν όλοι αυτή την αντιμετώπιση, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Αλλά οι τελευταίες εμπειρίες που είχα δεν ήταν ευχάριστες. Συγκεκριμένα, οι δύο τελευταίες φορές που επιχείρησα να ασχοληθώ με το θέατρο ήταν απογοητευτικές. Στη μια δουλειά δεν με πλήρωσαν και στην άλλη ήταν τόσο κακές οι συνθήκες που έφυγα επιστρέφοντας όσα χρήματα είχα πάρει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Οταν λέω κακές συνθήκες, δεν εννοώ κάποια μορφή κακοποίησης – λεκτικής κ.λπ. –, γιατί είχα βάλει από πολύ νωρίς τα όριά μου. Μιλώ για την ασχήμια του θεάτρου: πήγαινα στις πρόβες και έλεγα «δεν είναι αυτό που θέλω να κάνω». Δεν υπάρχει λόγος για να παίρνω ένα μεροκάματο να βασανίζω την ψυχή μου κάθε βράδυ.
Δεν είχατε την αγωνία του βιοπορισμού;
Φυσικά και την είχα. Δουλεύω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Είχα αρχίσει να εργάζομαι ως ηθοποιός και παράλληλα έκανα και κάποια άλλη δουλειά γιατί οι νέοι ηθοποιοί δεν πληρώνονται καλά. Οταν άρχισα να βιοπορίζομαι – από τη στιγμή δηλαδή που άρχισα να κάνω τηλεόραση – ανακάλυψα ότι δεν τρελαίνομαι και τόσο πολύ με αυτό. Εκεί αποφάσισα και έκανα τη μεγάλη «στροφή» στη ζωή μου. Βλέποντας ότι δεν μπορώ πια υπάρχω στον χώρο με τους δικούς μου κανόνες. Με τον επαγγελματισμό που απαιτούσα εγώ.
Σας πλήγωσε αυτή απόσταση που αναγκαστήκατε να πάρετε από αυτό που είχατε ονειρευτεί;
Στην αρχή ναι. Βρήκα τη δύναμη να αφήσω πίσω το κομμάτι της υποκριτικής – χωρίς να το εγκαταλείψω – δίνοντας προτεραιότητα στη συγγραφή. Και εδραιώθηκε μέσα μου μετά την επιτυχία του πρώτου μυθιστορήματος – δεύτερο βιβλίο – «Η ζωή που έλειπε».
Η μεταβατική περίοδος πώς ήταν;
Πολύ δύσκολη. Δεν βρέθηκα από τη μια στιγμή στην άλλη τα βιβλία να μου αποφέρουν τόσα χρήματα ώστε να μπορώ να ζήσω. Από το τρίτο βιβλίο μπόρεσα να πω ότι μπορώ να βιοπορίζομαι ως συγγραφέας. Ευτυχώς είδα πολύ γρήγορα ότι το κομμάτι της υποκριτικής βυθιζόταν στα τάρταρα και εκεί κατάφερα να δω με καθαρό μυαλό τις επιλογές που είχα. Κατάλαβα ότι δεν είχε νόημα να είμαι αγγιστρωμένος σε κάτι που δεν μπορούσε να με προχωρήσει. Θυμάμαι ότι παρακολουθούσα παραστάσεις φίλων μου και ντρεπόμουν να πάω να τους πω συγχαρητήρια. Δεν μπορούσα να πω ψέματα. Εβλεπα αυτό που είπα νωρίτερα. Παραστάσεις που γίνονται με το σκεπτικό «να κάνουμε τη δουλίτσα μας, να πάρουμε το μεροκάματο». Να πάρουμε το μεροκάματο αλλά να πάμε και λίγο τα πράγματα πιο κάτω. Οταν είδα ότι δεν μπορούσε να γίνει αυτό, έφυγα από το θέατρο. Το εγκατέλειψα γιατί δεν ήθελα να πάρω ψυχοφάρμακα.
Εχετε φανταστεί ποτέ τι θα γινόταν αν προσπαθούσατε παραπάνω στο θέατρο;
Αν έμενα, θα έκανα πάρα πολύ κακό στον εαυτό μου. Μου αρέσει η ελευθερία.
Αν δεν τα καταφέρνατε ως συγγραφέας;
Θα προτιμούσα να επιστρέψω στο χωριό μου και να έχω την ησυχία μου. Να μείνω να παλέψω για τι; Για αυτή την εφήμερη διασημότητα, του να σε κυνηγάει κάποιος, για παράδειγμα, να σου πάρει ένα αυτόγραφο; Επειδή θα ήμουν – ίσως – ένα επαναλαμβανόμενο πρόσωπο στην τηλεόραση και ουσία μηδέν;
Ισως η συγγραφή και η σιγουριά που προσφέρει σας δίνει τη δυνατότητα να κάνετε πιο επιλεγμένα πράγματα ως ηθοποιός.
Αλήθεια είναι. Επαιξα σε μια γαλλική ταινία, «Το παιδί που μετρούσε τον κόσμο», η οποία θα βγει το καλοκαίρι, και στην αγγλική σειρά «The Durrells». Αυτή ήταν η πιο ωραία εμπειρία που είχα ως ηθοποιός. Σε αντιμετωπίζουν με σεβασμό είτε λες δυο ατάκες είτε είσαι ο πρωταγωνιστής. Να πω χαρακτηριστικά ότι κανόνισαν να πάω το πρωί στο Λονδίνο για να κάνω δοκιμή τα ρούχα και το απόγευμα να επιστρέψω στην Ελλάδα. Η μόνη δυσκολία που είχα ήταν ότι κάναμε 50 φορές γύρισμα για να πω την «κουκουβάγια» (owl). Στα Τρίκαλα μεγάλωσα, δεν μπορώ να έχω προφορά Οξφόρδης. Μια-δυο φορές που προσπάθησα να πω κάτι άλλο μιμητικά, μου είπαν «όχι, θέλουμε όπως μιλάς κανονικά».
Οι αρνητικές κριτικές για τα βιβλία σας σάς επηρεάζουν;
Τις μελετάω και προσπαθώ να βελτιωθώ. Υπάρχουν κάποιοι που νομίζουν ότι μπορούν να με πληγώσουν, όμως στην ουσία μού κάνουν καλό. Ισως μετράει και ο τρόπος που μεγάλωσα. Αναγκάστηκα να δουλέψω από πολύ μικρός για να μπορώ να έχω αυτά που ήθελα ως παιδί και δεν μπορούσε να μου τα προσφέρει η οικογένειά μου. Αυτές οι δυσκολίες με καθόρισαν. Δούλεψα στη νύχτα αλλά είχα δίπλα μου ανθρώπους που με πρόσεχαν να μην παραστρατήσω. Ηταν ένα επικίνδυνο περιβάλλον, όπου τα ναρκωτικά κυκλοφορούσαν πολύ. Από τύχη δεν έμπλεξα. Την ίδια στιγμή όμως είχα την τύχη να έχω «αγγέλους», μέντορες. Και συνεχίζουν να υπάρχουν στη ζωή μου. Αυτές οι εμπειρίες, η απόρριψη, ο πόνος, ο έρωτας, η απώλεια είναι υλικό από το οποίο αντλώ και βάζω στις ιστορίες των βιβλίων μου. Ο πόνος, για παράδειγμα, που ένιωσα ως παιδί όταν έμαθα ότι η αδελφή μου – είμαι το πέμπτο παιδί της οικογένειας – είχε σκοτωθεί από μια χειροβομβίδα που είχε μείνει από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θυμάμαι όταν μου το είπε ο πατέρας ήμουν περίπου επτά. Εκλαψα πολύ, σαν να την είχα γνωρίσει και την έχασα βίωσα την απώλειά της, και ας μην είχαμε συναντηθεί ποτέ.