Η παλιά, καλή ροκ είναι ένα από τα στοιχεία που κάνουν τις «Υπέροχες μέρες» (Perfect Days, Ιαπωνία/Γερμανία, 2023), μια τόσο γοητευτική και κατά κάποιον τρόπο νοσταλγική ταινία. Εκτός από το «Perfect Day» του Λου Ριντ (όπως και το «Pale Blue Eyes»), ο Βιμ Βέντερς χρησιμοποιεί αρκετά αγαπημένα τραγούδια του – το «The House Of The Rising Sun» των Animals, το «Sunny Afternoon» των Kinks, τo «(Sittin’ On) The Dock Of The Bay» του Οτις Ρέντινγκ και άλλα – προκειμένου να «ντύσει» μουσικά το οδοιπορικό στο Τόκιο του κυρίου Χιραγιάμα (Κότζι Γιακούσο), η ρουτίνα του οποίου αποκτά ποιητικές διαστάσεις.
Ενώ πολύ δύσκολα περιμένεις από μια ταινία που ασχολείται με την καθημερινότητα ενός ανθρώπου που καθαρίζει δημόσιες τουαλετών σε μια μεγαλούπολη να σε συνεπάρει για παραπάνω από δύο ώρες, ο Βέντερς όχι μόνο το καταφέρνει αλλά καταφέρνει επίσης να δημιουργήσει ένα από τα πιο αισιόδοξα φιλμ που έχουμε δει τον τελευταίο καιρό! Ο λιγομίλητος, στωικός κύριος Χιραγιάμα – η μορφή του οποίου θυμίζει αμυδρά εκείνη του Τσαρλς Μπρόνσον – είναι ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, που διαβάζει Φόκνερ κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί στο λιτό σπίτι του και κάνει τη δουλειά του με απερίγραπτο επαγγελματισμό.
Τον παρακολουθούμε ενώ «οργώνει» το Τόκιο κάθε μέρα, απολύτως ικανοποιημένος με την εργασία του, καθόλου γκρινιάρης και διαρκώς στις επάλξεις. Η δουλειά τού προσφέρει χαρά, η ζωή του ένας μικρός παράδεισος. Και αυτό ακριβώς λέει η ταινία, ότι οι παράδεισοι βρίσκονται μπροστά μας, στα μικρά, καθημερινά πράγματα, ακόμα και εκείνα που οι άλλοι θεωρούν ευτελή. Βεβαίως, η ταινία δεν περιορίζεται εκεί. Υπάρχει μια ιστορία πίσω από τον κύριο Χιραγιάμα και ο Βέντερς με υπομονή και, κυρίως, αγάπη μάς προσφέρει σιγά σιγά τις ψηφίδες που θα φτιάξουν το ολοκληρωμένο πορτρέτο του, αλληθωρίζοντας και λίγο προς την πρώτη περίοδό του, την πρώτη του ταινία, το «Καλοκαίρι στην πόλη», όπου και πάλι το ροκ εντ ρολ μέσα στο αστικό τοπίο έπαιζε σημαντικό ρόλο.
Ο πλανήτης υπό απειλή
Στην εισαγωγή της ταινίας «Ενα τέλος και μια αρχή» (The End We Start From, Αγγλία, 2023) μια έγκυος, μόνη στο σπίτι, μιλάει χαλαρά με τον άντρα της στο τηλέφωνο. Το κάδρο δείχνει τη γυναίκα μισή και η κάμερα είναι τοποθετημένη ώστε να βλέπουμε τη στάθμη του νερού της μπανιέρας στην οποία πρόκειται να μπει να ανεβαίνει αργά αργά, σχεδόν απειλητικά. Το νερό της μπανιέρας θα καλύψει την οθόνη και αυτή η σκηνή θα λειτουργήσει τελικά συμβολικά: γιατί το νερό όντως αποτελεί απειλή. Ο κόσμος που η σκηνοθέτρια Μαχάλια Μέλιο περιγράφει στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της βρίσκεται σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Ασυνήθιστα καιρικά φαινόμενα, δυνατές, ασταμάτητες βροχοπτώσεις. Για την οικολογική καταστροφή δεν μαθαίνουμε πολλά, δεν έχει εξάλλου σημασία. Γιατί με την παράξενη, σχεδόν υποτονική αυτή ταινία η Μέλιο ενδιαφέρεται απλώς για την καθημερινότητα της επιβίωσης, δίνοντας τον πρώτο λόγο στη γυναίκα που υποδύεται εξαιρετικά η Τζόντι Κόμερ.
Το «Ενα τέλος και μια αρχή» είναι μια ταινία οικολογικής καταστροφής, χωρίς θορύβους, εκρήξεις, εφέ ή θρίλερ. Εξετάζει το αν και το πώς κάποιοι άνθρωποι μπροστά στη χειρότερη συνθήκη στην οποία θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν ότι θα βρεθούν μπορούν να συνεργαστούν και με οδηγό τη λογική και την ψυχραιμία να αντιμετωπίσουν το εντελώς ασυνήθιστο. Οχι ότι δεν θα λείψουν οι εντάσεις ή οι εκπλήξεις (και ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς είναι μια από αυτές), όμως ακόμα και τότε ο ήρεμος ρυθμός της ταινίας δεν θα διαταραχθεί. Και ίσως λόγω αυτής ακριβώς της ηρεμίας όταν η ταινία τελειώνει νιώθεις ένα ελαφρύ σφίξιμο στο στομάχι.
Υπό απειλή βρίσκεται ο κόσμος και στην ταινία «Εκεί που το κακό παραμονεύει» (When Evil Lurks/Cuando acecha la maldad, 2023), μια συμπαραγωγή Αμερικής/Αργεντινής που έγινε talk of the town πέρσι μετά την προβολή της στο Φεστιβάλ του Τορόντο. Το κακό του τίτλου δεν το βλέπουμε ποτέ, βλέπουμε μόνο τις συνέπειες. Μια ανθρώπινη μάζα σάπιου κρέατος παραμορφωμένου από το πύον, ένα ξαφνικό τσεκούρωμα που θα δεχτεί στο κεφάλι κυριολεκτικά από το πουθενά ένας άντρας από τη γυναίκα του, η επίθεση ενός σκύλου σε ένα παιδί. Ολα είναι ανοιχτά και τίποτα συγκεκριμένο, κάτι που κάνει την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη για τον κεντρικό ήρωα της ταινίας (Εζεκιέλ Ροντρίγκεζ), έναν αγρότη που έχει χωρίσει από τη γυναίκα του και που μαζί με τον αδελφό του προσπαθεί να προστατεύσει τα παιδιά του. Αυτή είναι η βασική ιδέα της ταινίας του αργεντινού σκηνοθέτη Ντεμιάν Ρούνια και είναι όντως πρωτότυπη.
Ο Ρούνια έχει υπόψη του όλον τον κινηματογράφο τρόμου και με τη δική του ταινία αποπειράθηκε να κάνει κάτι διαφορετικό μεν αλλά που την ίδια στιγμή φέρνει στη μνήμη εικόνες από «κάτι άλλο» – είτε από τους «Μακάβριους εισβολείς» του Ντον Σίγκελ, είτε από την «Απειλή» του Τζον Κάρπεντερ. Το σίγουρο είναι ότι από τη στιγμή που καταλαβαίνεις τη «λογική» του σεναρίου είναι αδύνατον να χαλαρώσεις, ακριβώς επειδή γνωρίζεις ότι δεν… γνωρίζεις πως το κακό θα εμφανιστεί. Και αυτό φυσικά λειτουργεί πέρα για πέρα για το καλό της ταινίας.
Περιπέτειες της σειράς
Η ανεξέλεγκτη white trash βία στον Αμερικανικό Νότο (και όχι πάντα δικαιολογημένη) είναι το χαρακτηριστικό της ταινίας «Το χέρι της θείας δίκης» (Red Right Hand, ΗΠΑ, 2023) των Εσομ και Ιαν Νελμς, όπου σε ρόλο hillbilly ο βρετανός ηθοποιός Ορλάντο Μπλουμ (που ποτέ δεν με έπεισε ιδιαίτερα σε οτιδήποτε) υποδύεται τον πρώην αλκοολικό loser, ο οποίος θα κληθεί να προστατεύσει τον αδελφό και την ανιψιά του από τα νύχια της τοπικής μαφίας. Ηγέτης της τελευταίας είναι μια ξερακιανή γυναίκα με σχιστά μάτια, ο ορισμός του σαδισμού, που τη «βρίσκει» κόβοντας δάχτυλα με τανάλια ή διαλύοντας με σφυρί τα γόνατα όσων κάνουν το λάθος να την απειλήσουν.
Η Αντι Μακ Ντάουελ υποδύεται την πιο εφιαλτική ηρωίδα της καριέρας της, στον αντίποδα των ρομαντικών και υπερβολικά ευαίσθητων ηρωίδων στις οποίους την έχουμε συνηθίσει νεότερη («Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία», «Πράσινη κάρτα» κ.ά.). Είναι προφανές ότι για αυτόν τον λόγο δέχθηκε τον ρόλο, αλλά τι να το κάνεις; Η ταινία ανήκει στο είδος εκείνων που τα παλαιότερα χρόνια έβγαιναν κατευθείαν στο βίντεο. Και σήμερα δεν έχει να προσφέρει απολύτως τίποτα στην κινηματογραφική οθόνη.
Η στρατιωτική περιπέτεια «Εμπόλεμη ζώνη» (Land of Bad, 2023) του Γουίλιαμ Γιούμπανκ εστιάζει με όλες τις απαραίτητες λεπτομέρειες στην προσπάθεια μιας ομάδας αμερικανών κομάντο να επιβιώσουν υπό εντελώς πρωτόγονες συνθήκες στη ζούγκλα των Νότιων Φιλιππίνων όπου η αρχική αποστολή τους πήγε κατά διαόλου. Από την ομάδα των αμερικανών στρατιωτών μόνο ένας, ο λιγότερο έμπειρος (Λίαμ Χέμσγουορθ), είναι εκείνος που δεν έχει σκοτωθεί ή συλληφθεί και αυτόν θα προσπαθήσει να σώσει ο υπεύθυνος συντονισμού της επιχείρησης, χειριστής drone από τη βάση. Τον υποδύεται ένας απελπιστικά υπέρβαρος, σχεδόν αστεία πλέον, Ράσελ Κρόου που μπροστά του ο Ορσον Γουέλς δείχνει στέκα.
Περιπέτεια β’ διαλογής με τα όλα της, η ταινία ακολουθεί περίτρανα τα ίχνη που άφησε πίσω του ο Ράμπο και διανθίζεται από τα χιλιοειπωμένα κλισέ σκηνών με μάχες σώμα με σώμα, μαρτύρια φυλακισμένων, φλόγες που καταπίνουν ό,τι κινείται και βομβιστικές επιθέσεις που δεν αφήνουν τίποτα όρθιο. Την έχεις δει πριν τη δεις.
Ελληνικά ντοκιμαντέρ
Δύο ντοκιμαντέρ ελληνικής παραγωγής που γυρίστηκαν από γυναίκες και πραγματεύονται θέματα στα οποία τον πρώτο λόγο έχει η γυναίκα εμφανίζονται από σήμερα στις αίθουσες. Στη «Μητέρα του σταθμού» (2023) η Κωστούλα Τωμαδάκη αναζητεί μαρτυρίες από τις «αόρατες» γυναίκες που στη δεκαετία του 1960 αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν από τον τόπο τους και να αναζητήσουν την τύχη τους στη Γερμανία. Οι ελληνίδες γκασταρμπάιτερ δεν θα ζητήσουν ποτέ τον οίκτο σου. Αντιθέτως, ακούς με όρεξη τις ιστορίες τους, συμπάσχεις στο δράμα και τον κρυφό πόνο τους, αναγνωρίζεις την ανάγκη τους να θυμηθούν και θαυμάζεις την ατσαλένια πυγμή τους, το πώς βρήκαν τους τρόπους να μη χάσουν ποτέ την ταυτότητά τους και να παραμείνουν Ελληνίδες σε έναν ξένο τόπο όπου η αντιμετώπιση έκρυβε, στην καλύτερη περίπτωση, επιφύλαξη και, στη χειρότερη, ταπείνωση.
Η Τωμαδάκη δεν ξεφεύγει ποτέ από τον στόχο της που είναι το βλέμμα αυτών των γυναικών, οι οποίες στην ουσία χωρίζονται σε τρεις περιόδους. Τις αγράμματες μετανάστριες της πρώτης γενιάς της μετεμφυλιακής Ελλάδας που αναγκάστηκαν να ζήσουν σε παραπήγματα δίπλα στα εργοστάσια όπου εργάζονταν, εκείνες της δεύτερης γενιάς που μπόρεσαν να μορφωθούν στη Γερμανία και να ακολουθήσουν εκεί καριέρα μακριά από τις φάμπρικες και στην τρίτη γενιά των γυναικών των οποίων η δυναμική δεν διαφέρει από της οποιασδήποτε Ευρωπαίας σήμερα. Μια ταινία που, ακόμα και για λόγους καθαρής πληροφόρησης, οφείλει κανείς να έχει υπόψη του (να σημειωθεί ότι η «Μητέρα του Σταθμού» έκανε πρεμιέρα τον Αύγουστο του 2022, ως υποψήφια για βραβείο, στο Mumbai International Film Festival στη Βομβάη, ενώ προβλήθηκε με επιτυχία στους Ανοιχτούς Ορίζοντες του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης).
Εξίσου ενδιαφέροντα στοιχεία βρίσκεις και στην ταινία «Ladies In Waiting» (Ελλάδα, 2023), της προερχόμενης από τον χώρο της Φωτογραφίας και των Κοινωνικών Επιστημών Ιωάννας Τσουκαλά, που με απέραντο σεβασμό φωτίζει και αυτή έναν άλλον «αόρατο» κόσμο, εκείνον των ψυχιατρικών κλινικών (εν προκειμένω του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής). Βαρόμετρο τις ιστορίας οι σχέσεις ανάμεσα στο νοσηλευτικό προσωπικό και τους ασθενείς. Σύμφωνα με την κυρία Τσουκαλά ο ξένος τίτλος αποδίδεται στα ελληνικά ως «Κυρίες της Αυλής» ή «Κυρίες επί των Τιμών» και παραπέμπει στις γυναίκες που βρίσκονταν γύρω από τη βασίλισσα για να την υπηρετούν.
Κατά προέκταση, στην ταινία (της οποίας το σενάριο είναι της ίδιας της Τσουκαλά και του Αυρήλιου Καρακώστα και στηρίζεται στις προσωπικές εμπειρίες της πρώτης ως εργαζομένης στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής) «ο θεραπευτής είναι μόνιμα σε αναμονή για να βοηθά τον θεραπευόμενο, όπως και το αντίθετο, ο θεραπευόμενος ενισχύει μονίμως τον θεραπευτή και τον υπηρετεί». Η συνθήκη αυτή ακούγεται κάπως ανορθόδοξη, όμως η Τσουκαλά τη στηρίζει εντελώς αβίαστα και χωρίς να επιδιώκει να «πάρει αυτό που θέλει». Αντιθέτως, επιτρέποντας στις εξελίξεις να αναδειχθούν μόνες τους στην αυλή του ψυχιατρείου, δίνει υπόσταση και κύρος στην ταινία αντιμετωπίζοντας με ευγένεια και κυρίως αγάπη τόσο τη μία πλευρά, των αδυνάμων, που σίγουρα έχουν ανάγκη την αγάπη, όσο και την άλλη πλευρά, εκείνων που δουλειά τους είναι να προσφέρουν αγάπη, και μάλιστα άνευ όρων.