Παρά τις υποτιθέμενες δεσμεύσεις της Διακήρυξης των Αθηνών και αμέσως μετά την κερδοφόρα συμφωνία με τις ΗΠΑ, η Τουρκία διευρύνει ακόμη περισσότερο τις αναθεωρητικές διεκδικήσεις της.
Με το «πακέτο Μπλίνκεν» (F-16 στην Αγκυρα και F-35 στην Αθήνα) η Ουάσιγκτον επιχειρεί την επαναφορά μιας ήδη αυτόνομης Τουρκίας στον «ορθό» νατοϊκό δρόμο και το διεθνές δίκαιο, παρέχοντας παράλληλα ένα μάλλον παροδικό και ανεπαρκές «ποιοτικό πλεονέκτημα» στον δεδομένο σύμμαχο Ελλάδα.
Το «πακέτο Μπλίνκεν» αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα απουσίας διαπραγματευτικού σχεδίου και στρατηγικής αντίληψης των εξοπλισμών από τη χώρα μας.
Κατά την εξαιρετική ομιλία του Πρωθυπουργού στο Κογκρέσο ζητήθηκε από τις ΗΠΑ να μην προχωρήσουν στον εξοπλισμό της Τουρκίας. Υπό την πίεση του «Μητσοτάκης γιοκ» η Αθήνα μετακινήθηκε στη συνέχεια σε ουδέτερη θέση («είναι θέμα Ουάσιγκτον – Αγκυρας»), για να καταλήξει πλέον να πανηγυρίσει για το πακέτο υπερεξοπλισμού της γείτονος.
Ο (φίλος του Πούτιν και της Χαμάς) Ερντογάν επιβραβεύεται ως «άσωτος υιός».
Με τα 119 F-16V, τους 3.000 εξελιγμένους πυραύλους και πάμπολλα συστήματα και ανταλλακτικά ο Ερντογάν μοχλεύει (ίσως για τελευταία φορά) αμερικανική τεχνολογία για να πολλαπλασιάσει τα ήδη σημαντικά επιτεύγματα της δικής του πολεμικής βιομηχανίας.
Προκαλούν γι’ αυτό εντύπωση οι ισχυρισμοί περί ελληνικής υπεροπλίας χωρίς να συνυπολογιστούν όλοι οι επιμέρους τομείς ισχύος (πυραυλικά συστήματα, και δη μακρού πλήγματος, μη επανδρωμένα σε αέρα, θάλασσα ή υποβρύχια, τουρκικό μαχητικό Kaan, αεράμυνα, εξαγωγική αμυντική βιομηχανία, κ.λπ.).
Προσθέτοντας στο εξελισσόμενο ισοζύγιο ισχύος και πολιτικές παραμέτρους (πιθανή επιστροφή της Τουρκίας στα F-35, άρση όλων των δυτικών εμπάργκο εναντίον της, είσοδός της στην αμυντική πτυχή της ΕΕ κ.λπ.), είναι προφανές ότι για να αποτραπεί η Αγκυρα δεν αρκούν 20 F-35.
Στο επίπεδο των πολιτικών ανταλλαγμάτων η Αθήνα περιορίστηκε να διεκδικήσει την (ήδη κατοχυρωμένη στη Συνθήκη της Λωζάννης) απαγόρευση υπέρπτησης των νησιών αντί την έμπρακτη και κατηγορηματική συμπαράταξη των ΗΠΑ στο μείζον ζήτημα: στην άρση της διεκδίκησης νησιών και των θεωριών περί «αποστρατιωτικοποίησης» ολόκληρου του Ανατολικού Αιγαίου.
Τέτοιοι ελληνικοί στόχοι συνάδουν μάλιστα απόλυτα με το αμερικανικό συμφέρον.
Επιπλέον, από διαρρεύσαντα αποσπάσματα της μυστικής επιστολής Μπλίνκεν διαφαίνονται ορισμένοι αξιοποιήσιμοι περιορισμοί στη χρήση των αμερικανικών όπλων, οι οποίοι όμως περιέργως επιβάλλονται και στην Ελλάδα!
Δεδομένων μάλιστα των γνωστών τουρκικών διαστρεβλώσεων περί «διεθνώς αναγνωρισμένων συνόρων», της προσφιλούς στάσης των ΗΠΑ για «ίσες αποστάσεις» και επερχόμενων διεθνών ανακατατάξεων, δεν χωρεί εφησυχασμός.
Παρά την αιφνίδια ανησυχία του υπουργού Αμυνας η κυβερνητική γραμμή συνεχίζει να αποδίδει τις προκλήσεις σε «προεκλογικές σκοπιμότητες» και «παρεξηγήσεις», και να αντιμετωπίζει τις δαπάνες για την εθνική άμυνα μονοδιάστατα, ως δημοσιονομικό και επικοινωνιακό μέγεθος και όχι ως θεμελιώδες εθνικό ζήτημα.
Εκτιμά εμμονικά ότι το διεθνές δίκαιο θα τιμωρήσει τον κραυγαλέο παραβάτη Τουρκία, ενώ την ίδια ώρα δεν αξιοποιεί καν η ίδια το δίκαιο της θάλασσας στο οποίο ομνύει.
Ως αποτέλεσμα, οι εξοπλισμοί κινούνται στη λογική του εκκρεμούς, αυξομειούμενοι χωρίς μακροπρόθεσμο σχέδιο, ανάλογα με τις εκάστοτε αποχρώσεις των τουρκικών απειλών και τις επικοινωνιακές εμπνεύσεις της στιγμής.
Εν κατακλείδι, η παράλογη θεωρία περί επίλυσης των εληνοτουρκικών προβλημάτων μέσω της θετικής ατζέντας οδηγεί σε «ψύχραιμη ανεκτικότητα» απέναντι σε έναν γείτονα που καθημερινά «ροκανίζει» με «χειρουργικά» κτυπήματα την ελληνική κυριαρχία, κυριαρχικά δικαιώματα και διεθνείς αρμοδιότητες.
Υπό τέτοιες συνθήκες και χωρίς μια νέα στρατηγική, ο χρόνος δεν εργάζεται υπέρ των εθνικών συμφερόντων.
Ο Γιάννης Βαληνάκης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών