Ενώ τα σοβαρά και λιγότερα σοβαρά βρετανικά ΜΜΕ ασχολούνται με τις νύφες του Μπάκιγχαμ, στο επιβλητικό δικαστικό μέγαρο της οδού Fleet στο Λονδίνο, δύο δικηγόροι υπενθύμισαν μια ιστορία ενός «Ασανζ» της δεκαετίας του 1970, που την έβγαλε καθαρή.
Ειδικότερα, πριν σχεδόν 50 χρόνια, ο πρώην πράκτορας της CIA Φίλιπ Άγκι είχε διαρρεύσει λεπτομέρειες για τις παράνομες δραστηριότητες της χώρας του, για λογαριασμό νοτιοαμερικανών δικτατόρων στο βρετανικό περιοδικό Time Out.
Παρά τους ψευδείς ισχυρισμούς ότι οι αποκαλύψεις οδήγησαν σε θανάτους, ο Άγκι τελικά δεν εκδόθηκε ποτέ στις ΗΠΑ, αν και απελάθηκε από τη Βρετανία από την κυβέρνηση των Εργατικών το 1977.
Μετά από πολλά χρόνια, ο Άγκι όμως θα δήλωνε πως τη σύγχρονη εποχή θα ήταν πολύ δύσκολο να κάνει αυτό που έκανε και να τη… βγάλει καθαρή. Γιατί αλλάξανε οι εποχές όμως και τι σημαίνει αυτό τον Ασάνζ;
Η περίπτωσή του Άγκι λοιπόν αναφέρθηκε από τους δικηγόρους του Ασάνζ, Έντουαρντ Φιτζέραλντ και Μαρκ Σάμερς, ενώπιον των δικαστών, καθώς ο πελάτης τους προσπαθεί να ασκήσει έφεση κατά της απόφασης έκδοσής του στις ΗΠΑ όπου θα δικαστεί βάσει του νόμου περί κατασκοπείας για τη δημοσίευση εγγράφων του, μέσω WikiLeaks.
Υπενθυμίζεται ότι είχε αποκαλύψει τις παράνομες ενέργειες των ΗΠΑ σε Αφγανιστάν, Ιράκ, Γκουαντάναμο και αλλού μετά από πληροφορίες που του έδωσε η πρώην Αμερικανίδα δημόσια υπάλληλος Τσέλσι Μάνινγκ.
Τη σημασία της σύγκρισης των δύο ιστοριών αναδεικνύει ο έμπειρος δημοσιογράφος και ανταποκριτικής της The Guardian Ντάνκαν Κάμπελ.
Μιλώντας ο Άγκι στον Κάμπελ το 2007 είχε πει μάλλον προφητικά: «Νομίζω ότι θα ήταν πολύ πιο δύσκολο, [να κάνει κανείς αυτό που άκανα τότε]. Ένα άτομο που προσπάθησε να κάνει ό,τι έκανα εγώ θα αντιμετώπιζε απαγωγή και πιθανώς να τον “βάλουν στον πάγο” σε μια μυστική φυλακή για πολλά χρόνια».
Σημειώνεται ότι ο Ασάνζ διανύει το πέμπτο έτος στη φυλακή υψίστης ασφαλείας Μπέλμαρς, παρά το γεγονός ότι δεν είχε καταδικαστεί για κανένα έγκλημα.
Όπως είπε ο Φιτζέραλντ στο δικαστήριο, πρόκειται για «μια νομικά άνευ προηγουμένου δίωξη (που) επιδιώκει να ποινικοποιήσει την εφαρμογή συνηθισμένων δημοσιογραφικών πρακτικών».
Αμερικανική υποκρισία
Η βρετανίδα δικηγόρος των ΗΠΑ Κλαίρ Ντόμπιν είπε ότι οι κατηγορίες εναντίον του Ασάνζ δεν ήταν πολιτικές, αλλά ασκήθηκαν επειδή ξεπέρασε τα δημοσιογραφικά όρια, απλής συγκέντρωσης πληροφοριών και ότι οι «υπεύθυνοι» δημοσιογράφοι δεν θα είχαν ενεργήσει όπως έκανε.
Υποστήριξε μάλιστα ότι τα άτομα που αναφέρονται στις αποκαλύψεις του Ασάνζ αναγκάστηκαν να φύγουν από από τα σπίτια τους γιατί κινδύνευαν.
Ωστόσο, αυτό δεν ευσταθεί, καθώς σε στοιχεία που δόθηκαν στην ακρόαση της καταδίκης της Μάνινγκ το 2013, αποκαλύφθηκε ότι μια ομάδα 120 πρακτόρων δεν μπόρεσε να εντοπίσει ούτε ένα άτομο που θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι είχε πεθάνει εξαιτίας των αποκαλύψεων του WikiLeaks.
Η αμερικανική υποκρισία φαίνεται και από την υπόθεση του ρεπόρτερ της Wall Street Journal Έβαν Γκέρσκοβιτς που συνελήφθη πέρυσι στη Ρωσία, με τη κατηγορία περί κατασκοπίας για λογαριασμό των ΗΠΑ. Στην περίπτωσή του οι ΗΠΑ απαιτούν την απελευθέρωσή του, αλλά για τον Ασάνζ φυλάκιση.
Σίγουρος θάνατος στην κατάστασή του
Ο Ντάνγκαν Κάμπελ τα βάζει και με Βρετανούς συναδέλφους για την αδιαφορία τους για την υπόθεση Ασάνζ.
«Μερικοί από τον «υπεύθυνο» Τύπο σε αυτή τη χώρα μόλις και μετά βίας έχουν καλύψει αυτήν την υπόθεση, όταν πολύ απασχολημένοι με ιστορίες για τα κουτσομπολιά για τη βασιλική οικογένεια ή τις ειδήσεις ότι ο ποδοσφαιριστής Γουέιν Ρούνεϊ είχε κάνει αίτηση για να σπουδάσει νομικά».
Την ίδια στιγμή, όμως στη πραγματική ζωή οι δικηγόροι του Ασάνζ παλεύουν για τη ζωή ενός δημοσιογράφου που, όπως δείχνουν τα πράγματα, θα μπορούσε να πεθάνει στη φυλακή.
Μπορεί ο Ασάνζ να μην εισπράξει μια κάθειρξη 175 ετώ, αλλά τα 35-40 χρόνια φυλάκισης είναι πολύ πιθανά. «Για έναν 52χρονο με κακή υγεία, αυτό σχεδόν σίγουρα σημαίνει ότι θα πεθάνει πίσω στις φυλακής τα σίδερα» υποστηρίζει ο Κάμπελ στρέφοντας τα πυρά του και στους Βρετανούς πολιτικούς που δεν καταγγέλουν τις προσπάθειες των ΗΠΑ να ακυρώσουν έναν δημοσιογράφο.
Έτσι το ερώτημα για τον Βρετανό δημοσιογράφο το ερώτημα είναι αν έχουν οι Βρετανοί δικαστές και πολιτικοί το σθένος να πολεμήσουν αυτήν την έκδοση. «Όλοι όσοι εκτιμούν το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου αναμφίβολα πρέπει», συμπεραίνει ο ίδιος.